Τίμος Μωραϊτίνης: «Ουκ εά με καθεύδειν το του Μιλτιάδου… αποτρόπαιον»
Πάντα η Αθήνα
- Πού βρίσκεται η Ahoo Daryaei; - «Αν την έχουν πειράξει θα πάρουν φωτιά οι δρόμοι»
- Όσα συνέβησαν μέσα στην έπαυλη του Φρανκ Σινάτρα – Τζόγος και κρυφές ερωτικές συναντήσεις
- Νέες ισραηλινές σφαγές σε Βηρυτό και Γάζα που παραπέμπει στην «Αποκάλυψη»
- Πόλεμος Ρωσίας - Ουκρανίας: Μήπως είναι πολύ αργά για να αλλάξει η πορεία του;
Γράφοντας «Ο Τίμος», ακόμη κι’ αν τύχαινε να μη βάλομε τον επίτιτλο «Τα Άπαντα του Μωραϊτίνη», δεν θα χρειαζότανε ασφαλώς να εξηγήσομε στους αναγνώστες μας —τουλάχιστον σε όσους ανήκουν στην περασμένη ή μάλλον στην προπερασμένη γενιά και ειδικότερα στους παλιούς Αθηναίους— για ποιον Τίμο πρόκειται. Ένας ήταν ο Τίμος. Ο Μωραϊτίνης! Ανήκει κι’ εκείνος στην κατηγορία των ανθρώπων που με τη μεγάλη δημοτικότητα του μικρού των ονόματος τρώνε επάνω-κάτω το παρανόμι, βγάζουν το επώνυμο περιττό. Παράδειγμα αυτό που συμβαίνει στο σινάφι μας, για να μην πούμε σ’ έναν πολύ μεγαλύτερο κύκλο. Άμα κάνει κανένας την ερώτηση «Διαβάσατε σήμερα τον Σπύρο;», ολονών η σκέψη πηγαίνει μόνη της στον Μελά. Όπως πριν από λίγα χρόνια άμα σας έλεγε κανείς «Είδατε τον Βασίλη;», αμέσως καταλαβαίνατε πως είχε πάει την προτεραία στο θέατρο και χάρηκε τον Λογοθετίδη. Έτσι και με τον Μωραϊτίνη. Έφτανε το «Τίμος» […]. Ο Μωραϊτίνης το επέβαλε, του έδωσε έναν τόνο τόσο εκλαϊκευμένο ακουστικά, που να μην του χρειάζεται τίποτ’ άλλο για να κάνει μονομιάς αισθητή την παρουσία του. Με το όνομα «Τίμος», μόλις επροφέρετο, υπεβάλλοντο ακαριαία τα πάντα, όλες του οι αρμοδιότητες, του ευθυμογράφου, του κωμωδιογράφου, του ευθυμολόγου, του τραγουδιστή της Πλάκας με τα χαγιάτια, με τις γαζίες και τις κληματαριές. Κοντολογίς ερχόταν μπροστά σας ο Μωραϊτίνης, ο άνθρωπος που προκαλούσε παντού τη γελαστή συμπάθεια και έφτανε να εμφανιστεί ακόμη και σε κηδεία, για ν’ αλλάξει με το πρώτο η ατμόσφαιρα, να γίνει χαρωπή.
[…]
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 5.3.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Μωραϊτίνης, και στα χρονογραφήματά του και στα θεατρικά έργα του και στους στίχους του, είναι εκείνο που ξέρομε και που αγαπάμε, κάτι το ιδιάζον, που του έχει εξασφαλίσει τη συμπάθεια μιας ολόκληρης αθηναϊκής εποχής. Αλλά επειδή θεωρούμε αναμφισβήτητο το ταλέντο του, είχαμε πάντα τη γνώμη ότι μπορούσε να φτάσει σε μεγαλύτερα επιτεύγματα, αν δεν έμενε τόσο πολύ προσκολλημένος στην Αθήνα. Αν έβλεπε δηλαδή το όλο συγγραφικό θέμα του ευρύτερα κι’ αν έδινε πλατύτερη καλλιέργεια στην προικισμένη του φύση. Του το είπαμε κάποτε φιλικά και μας άκουσε με την περίφημη καλοκαγαθία του, χαμογελώντας, σα να μας έλεγε πως, αν και αναγνωρίζει πως έχομε δίκιο, δεν μετανοεί για τη γραμμή που ακολούθησε. Του ήταν αδύνατο ν’ αποσπασθεί από την Αθήνα, από την Πλάκα, από το χώρο τους, αφού και στο Παρίσι έβλεπε τα πάντα με αθηναϊκά γυαλιά. Ίσως όμως αυτό νάναι και η χάρη του. Θέλομε να πούμε ότι, διευρύνοντας τον κόσμο του, την οπτική του ακτίνα, και χρησιμοποιώντας άλλα πνευματικά λιπάσματα, ίσως να έχανε το πηγαίο, το αθηναϊκά έξυπνο και ρομαντικό, που αποτελούσαν την ιδιομορφία του.
Αλλά μια μνημόνευση του Μωραϊτίνη με μόνη την αναγγελία του Α’ τόμου των «Απάντων» του [σ.σ. την έκδοση είχε επιμεληθεί η Μαρία Μωραϊτίνη μετά το θάνατο του συζύγου της] θα ήτανε λειψή χωρίς τον άνθρωπο, ιδίως χωρίς εκείνο το άμεσα ευχάριστο που έδινε με τα ευφυολογήματά του όπου τύχαινε να παρουσιαστεί. Και αυτά τα ευφυολογήματα, όσο και νάχαν γίνει στο τέλος, με τη μακρά τους άσκηση, σαν καθημερινό πια επάγγελμά του, ένα πράγμα απαραίτητο για τη διαπίστωση της ταυτότητος του Μωραϊτίνη, άφησαν ωστόσο πάντα την εντύπωση του αυθόρμητου, του απρομελέτητου. Έπειτα, ειδικά στα ευφυολογήματά του έμπαινε κι’ ένα άλλο στοιχείο που τα καθιστούσε σ’ όλους ευχάριστα, ακόμη και σ’ εκείνους που έβαζε στόχο. Έμπαινε η αίσθηση του άκακου, του καλόβολου, κάτι που κρατούσε σε απόσταση την εμπάθεια, τη διάθεση της προσβολής. Κι’ αυτό έκανε πιο ευπρόσδεκτη, πιο ανάλαφρη την εντύπωση του αστείου. Γιατί μ’ όλο που θεωρείται αληθινό τό ότι για ν’ αποκτήσει η σάτιρα αδρότητα, δηλαδή κόψη, πρέπει ν’ ακονισθεί επάνω στη σκληρή πέτρα της κακίας, υπάρχουν εντούτοις και χιουμορίστες που πέτυχαν χωρίς ν’ ακολουθήσουν αυτή τη συνταγή. Μια φορά το πνεύμα του Τίμου δεν ήταν σκληρό και σ’ όλες τις εκδηλώσεις του έδειχνε μια ζεστή, μια παιδική καλοσύνη.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 5.3.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Τα ευφυολογήματά του, που εκυκλοφορούσαν στους δημοσιογραφικούς και στους θεατρικούς κύκλους χρόνια και χρόνια, ήσαν δύο ειδών. Τα πολύ αλατισμένα και τα κοινά. Τα πρώτα, φυσικά, δεν δημοσιεύονται […]. Εδώ θα αφηγηθούμε μερικά από τα άλλα, τα ασκανδάλιστα. Και θ’ αρχίσομε με μια δική μας ανάμνηση, της εποχής που πήγαμε να παραλάβομε τον Τίμο στο σταθμό, όταν ήρθε στο Παρίσι.
Εκεί που κατεβαίναμε μ’ ένα αυτοκίνητο από την Γκαρ ντε Λυόν, αντικρύσαμε τον Σηκουάνα. Κι’ η γνωριμία με τον Σηκουάνα χτυπά αμέσως στο μάτι, γιατί το ποτάμι εκφράζει τη ρέουσα, την πιο ευαίσθητη υπόσταση του Παρισιού, κι’ έχει για τούτο κάτι το ασύλληπτα εφήμερο και το ασύλληπτα αιώνιο, ανεξάντλητο μαζί, καθώς το νερό διαρκώς κυλά κάτω από τα γεφύρια και διαρκώς ανανεώνεται. Το δείξαμε στον Τίμο.
— Τι είναι αυτό; μας ρώτησε ευχάριστα ξαφνιασμένος.
Ήξερε τι ήτανε. Αλλά δεν δεχότανε μέσα του να βλέπει τον Σηκουάνα σαν ένα φυσικό γνώρισμα του τοπίου, τον προτιμούσε άνθρωπο. Και ήθελε να του τον συστήσομε, όπως συνιστά κανείς τους ανθρώπους.
— Από δω, του είπαμε δείχνοντας το ποτάμι αριστερά, ο κ. Σηκουάνας.
Ο Τίμος έκαμε μια κίνηση χειραψίας, σα νάπιανε τον Σηκουάνα με το χέρι του:
— Χαίρω πολύ, μεσιέ!
Και σε λίγο, χρησιμοποιώντας έναν τόνο αθηναϊκά εγκάρδιο:
— Μωρέ συ είσαι ο Σηκουάνας; Βάλτο λοιπόν! Έχω προφέρει τόσες φορές τ’ όνομά σου, που να μένω με την εντύπωση πως γνωριζόμαστε από παιδιά. Πως είμαστε συμμαθητές στο… Βαρβάκειο.
Τον εγκαταστήσαμε στο ξενοδοχείο του, του δώσαμε έναν πρόχειρο προσανατολισμό για το μετρό και καθίσαμε σ’ ένα γειτονικό κέντρο.
— Πώς σου φαίνεται το Παρίσι; τον ρωτήσαμε.
— Πολύ καλό. Αλλά υπάρχει φοβερή σνομπαρία.
— Σνομπαρία;
— Δεν το βλέπεις, αγαπητέ μου; Όλοι μιλάνε… γαλλικά. Ως κι’ οι χαμάληδες.
Την ίδια ή την άλλη μέρα μάς εμπιστεύτηκε τον μεγάλο του καημό. Ήθελε να επισκεφτεί το ταχύτερο μια κυρία και να της πάει λουλούδια μάλιστα.
— Και πώς τη λένε αυτή την κυρία που μόλις ήρθες από την Πλάκα θέλεις να της κάνεις βίζιτα;
Εδώ τον ευφυολόγο τον αντικατέστησε ο ρομαντικός.
— Κυρία με τας Καμελίας τη λένε. Του Δουμά. Και θάθελα να της αφήσω λίγα λουλούδια εκ μέρους της ρομαντικής Αθήνας.
Επήγαμε, κι’ ο Μωραϊτίνης άφησε λίγα λουλούδια εκεί που αναπαύεται η Αλφονσίνη – Μαρία Ντυπλεσσί, στο νεκροταφείο της Μονμάρτρης, λίγο πιο πέρα από τον τάφο του Σταντάλ — του Αρίγκο Μπέυλε Μιλανέζε.
Θ’ αφηγηθούμε τώρα τρία άλλα ανέκδοτα.
Κάποτε, αν και άσχημα κρεβατωμένος, επήγε να ψηφίσει στην Ένωση Συντακτών. Ο Κρανιωτάκης τον εμάλωσε που βγήκε μ’ αυτά τα χάλια:
— Ήταν ανάγκη νάρθεις να ψηφίσεις, έτσι άρρωστος;
— Μα τις λες, φίλε μου; Εδώ ψηφίζουν πεθαμένοι και να μην ψηφίσω γω ημιθανής;
Το δεύτερο. Επαίχθη κάποιο έργο του Μιλτιάδη Λιδωρίκη, αλλά είχε αποτυχία. Μετά την παράσταση επήγαν όλοι, με τον Μωραϊτίνη μαζί, σε μια ταβέρνα της οδού Δώρου, όπου ο ταβερνιάρης εσυνήθιζε να γράφει επάνω στον τοίχο διάφορα αρχαία αποφθέγματα. Πίσω ακριβώς από τη θέση που κάθισε ο Λιδωρίκης ήταν γραμμένο το «Ουκ εά με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον». Ο Τίμος εσηκώθη κι’ έβαλε ένα «απο» μπροστά στη λέξη «τρόπαιον». Έτσι το απόφθεγμα έγινε τώρα: «Ουκ εά με καθεύδειν το του Μιλτιάδου… αποτρόπαιον».
Και το τρίτο. Επρόκειτο να γίνει μια παρέλαση Καρναβάλου κι’ ο Μωραϊτίνης με τον συνάδελφο Σώτο Πετρά —που έχει αποθησαυρίσει τα καλύτερα θεατρικά ανέκδοτα— ήταν στο «Κεντρικό» ετοιμάζοντας διάφορους αποκριάτικους στίχους. Δίπλα από την είσοδο του «Κεντρικού» υπήρχε ένα παλιό χοροδιδασκαλείο, όπου είχαν περάσει γενιές ολόκληρες. Σε μια στιγμή ο Μωραϊτίνης, βλέποντας ζευγαράκια να μπαίνουν στο χοροδιδασκαλείο, είπε στον Πετρά:
— Νέος ερχόμουν εδώ με καμιά μικρούλα, την αγκάλιαζα και χόρευα, για να της ζητήσω κατόπιν ραντεβού. Κι’ είχα ένα φόβο μη μου πει όχι. Τώρα ξέρεις ποιος θα ήταν ο φόβος μου; Μη μου πει ναι…
Θα τελειώσομε μ’ ένα μικρό ποίημα γραμμένο στο Παρίσι, τη «Βροχούλα»:
Βρέχει και στο Παρίσι με ευγένεια
Έχει η βροχή του και κομψότητα και έννοια
Είναι βροχή κοκέττα και τσακίστρα
Μα εγώ ξέρω μια βροχούλα τραγουδίστρα
Που η κιθάρα της με τρέμουλες και τρίλλιες
Στα παραθύρια παίζει με τις γρίλιες
Ένα παλιό τραγούδι ερωτικό
Σ’ ένα σκοπό μιας καντσονέττας φίνας
Κι’ όταν περνάει το πρωτοβρόχι βιαστικό
Μοσχοβολάει το χώμα της Αθήνας.
Πάντα η Αθήνα, αυτής τα θυμητικά αναζητούσε, όπου κι’ αν κοίταζε.
*Άρθρο του δημοσιογράφου, κριτικού και λογοτέχνη Γ. Φτέρη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του μανιάτη Γιώργου Τσιμπιδάρου, 1891-1967) αφιερωμένο στη μνήμη του Τίμου Μωραϊτίνη. Είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 5 Μαρτίου 1961.
O συγγραφέας Τίμος Μωραϊτίνης, πολυσύνθετη και αξιοπρόσεκτη προσωπικότητα των ελληνικών γραμμάτων, απεβίωσε στην Αθήνα στις 22 Σεπτεμβρίου 1952.
Με όπλο το πληθωρικό ταλέντο του, ο γεννημένος το 1876 (κατά την επικρατέστερη εκδοχή) Μωραϊτίνης καταπιάστηκε επιτυχώς με τα κυριότερα είδη του γραπτού λόγου στο α’ μισό του 20ού αιώνα: θέατρο (πρόζα και επιθεώρηση), χρονογράφημα, ποίηση, μυθιστόρημα, διήγημα, ταξιδιωτικά κείμενα, αθηναιογραφήματα.
Τα κείμενά του διακρίνονται για το λεπτό χιούμορ, τη ρομαντική διάθεση και την πρωτοτυπία τους, ενώ η γραφή του είναι πνευματώδης, αβίαστη, διαυγής και φινετσάτη.
Ευθυμογράφος και χιουμορίστας υψηλής ποιότητας, ο Μωραϊτίνης, ο αγαπημένος Τίμος των παλιών Αθηναίων, φημιζόταν για την ευφυΐα, το ήθος και την ευπρέπειά του.
Τα θεατρικά έργα του Μωραϊτίνη, ο οποίος είχε καταφέρει να κατακτήσει το πλατύ κοινό, σημείωναν τεράστια επιτυχία, το δε ανέβασμά τους αποτελούσε κοσμικό γεγονός για την Αθήνα εκείνης της εποχής.
Εξάλλου, ο Μωραϊτίνης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους χρονογράφους και αθηναιογράφους (επί ολόκληρες δεκαετίες έγραφε πρωτοσέλιδα χρονογραφήματα σε μεγάλες εφημερίδες και περιοδικά), ενώ αξιόλογες υπήρξαν και οι ποιητικές δημιουργίες του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μωραϊτίνης υπήρξε ένα εκ των μελών του πρώτου διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων (1908), ενώ διετέλεσε πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ.
Το 1947 η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στον Μωραϊτίνη το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του.
Η κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου (ο αείμνηστος Μωραϊτίνης διά χειρός Κωνσταντίνου Μεγαλοκονόμου) προέρχεται από τις ψηφιοποιημένες συλλογές του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (ΕΛΙΑ).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις