Κύπρος: Γιατί έχει σημασία να μιλάμε πάντα για «Ψευδοκράτος»
Γιατί πρέπει να επιμένουμε να μιλάμε για Ψευδροκράτος
- Αρκάς: Η καλημέρα της Κυριακής έχει γεύση από κουραμπιέδες
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Τα ζώδια σήμερα: Γλύκανε μωρέ λίγο, μην είσαι σαν κακό χρόνο να'χεις
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
Αυτές οι μέρες είναι γεμάτες από ειδήσεις για το κυπριακό. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, εμφανίστηκε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ακριβώς για αυτό το ζήτημα και ο άνθρωπος που διεκδικεί την αρχηγία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Στέφανος Κασσελάκης, αποκάλεσε το ψευδοκράτος «κρατίδιο δικό τους», δηλαδή της Τουρκίας. Είναι ο μοναδικός πολιτικός στη μεταπολίτευση που χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο.
Αυτή, όμως, είναι μια ευκαιρία να θυμηθούμε πώς η Βόρεια Κύπρος καταλήφθηκε, εγκαταστάθηκε το ψευδοκράτος και γιατί ο ΟΗΕ δεν το αναγνωρίζει ως επίσημο κράτος.
Η χούντα στην Ελλάδα και η εισβολή στην Κύπρο
Στις 15 Ιουλίου του 1974, η ελληνική χούντα Ιωαννίδη διατάζει πραξικόπημα στην Κύπρο, το οποίο πραγματοποιείται από την Εθνική Φρουρά και την παρακρατική ΕΟΚΑ Β, την οποία ίδρυσε η χούντα των Αθηνών. Ανατρέπεται ο πρόεδρος Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και δημιουργείται μία τεράστια αστάθεια, η οποία συνεπάγεται ευθραυστότητα. Η χούντα εξαρχής υπονομεύει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Τον Μάρτιο του 1973 τρεις Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Κύπρου, ο Κιτίου Άνθιμος, ο Κυρηνείας Κυπριανός και ο Πάφου Γεννάδιος καθαίρεσαν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο από το εκκλησιαστικό του αξίωμα, επειδή σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες δεν επιτρέπεται οι ιεράρχες να κατέχουν και πολιτειακό αξίωμα. Επρόκειτο για εντεταλμένους, που υπονόμευαν την εξουσία και τη δημοτικότητα του προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Στις 2 Ιουλίου του 1974, ο Μακάριος απεύθηνε προς τον (διορισμένο από τη χούντα) «πρόεδρο» της ελληνικής δημοκρατίας, στρατηγό Φ. Γκιζίκη μια μακροσκελέστατη επιστολή («μη απορρήτου περιεχομένου», όπως χαρακτηριστικά του έγραφε) διά της οποίας ενώ μεν περιέγραφε την «…από μακρού υφισταμένην εν Κύπρω αξιοθρήνητον κατάστασιν…» , ουσιαστικά δε, κατάγγελνε την ηγεσία της δικτατορίας στην Αθήνα για ανάμειξη στις εναντίον του συνωμοσίες και αξίωνε την ανάκληση των από την Ελλάδα υπηρετούντων αξιωματικών της Κυπριακής Εθνοφρουράς. Η επιστολή, κατέληγε ως εξής: «Δεν είμαι διορισμένος νομάρχης ή τοποτηρητής εν Κύπρω της ελληνικής κυβερνήσεως, αλλ’ εκλεγμένος ηγέτης μεγάλου τμήματος του ελληνισμού και απαιτώ ανάλογον προς εμέ συμπεριφοράν του εθνικού κέντρου«.
Ωστόσο, η χούντα του Ιωαννίδη είχε προχωρήσει ήδη σε αυτό που αργότερα θα αποκαλέσουμε «προδοσία της Κύπρου»: με εντεταλμένους την Εθνική φρουρά και την ΕΟΚΑ Β’, κάνουν πραξικόπημα στην Κύπρο, ανατρέπουν τον εκλεγμένο πρόεδρο Μακάριο, διακηρύσσουν ότι στόχος είναι η «Ένωση» και δίνουν στην Τουρκία (ως εγγυήτρια δύναμη) το πρόσχημα που έψαχνε για ένοπλη εισβολή.
Έτσι, στις 20 Ιουλίου η Τουρκία ξεκινά, ανεμπόδιστη, να εφαρμόζει το σχέδιο «Αττίλα Ι».
Η Τουρκία προφασίζεται το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων. Οι τούρκικες δυνάμεις εντός τριών ημερών κατέλαβαν αρχικά το 3% από το βόρειο κομμάτι του νησιού και συγκεκριμένα την Κερύνεια και την περιοχή γύρω από την πόλη. Στις 23 Ιουλίου κηρύχθηκε εκεχειρία και τόσο η Χούντα των Αθηνών όσο και η πραξικοπηματική κυβέρνηση της Κύπρου κατέρρευσαν.
Ξεκινά κύκλος διαπραγματεύσεων στη Γενεύη. Η Τουρκία ζητά ομοσπονδιακή λύση, ανταλλαγή πληθυσμού και το 34% της Κύπρου υπό τον έλεγχο των Τουρκοκύπριων.
Οι συνομιλίες φτάνουν σε αδιέξοδο και μία ώρα αργότερα εφαρμόζεται η στρατιωτική έφοδο Αττίλας ΙΙ. Ακολουθεί η φρίκη του πολέμου. Μέσα σε 3 ημέρες κατέλαβε το 36,2% του νησιού και εκτόπισε 120 χιλιάδες Κύπριους (άλλες 20 χιλιάδες παρέμειναν εγκλωβισμένοι), ενώ συνολικά σκοτώθηκαν περίπου 3 χιλιάδες ελληνόφωνοι Κύπριοι
Τόσο τα Ηνωμένα Έθνη όσο και η Ευρώπη αναγνωρίζουν πως η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», όπως την ονόμασε η Τουρκία το 1983, δεν είναι παρά κατεχόμενο έδαφος
Προσφυγιά
Η Τουρκία έχει αποσπάσει μεγαλύτερη εδαφική κυριαρχία από αυτήν που διεκδικούσε. Πάνω από 180.000 άνθρωποι εκτοπίζονται σε μια εσωτερική προσφυγιά στο ίδιο τους το νησί: μεταφέρονται στο νότιο κομμάτι. Ένα χρόνο αργότερα, 60 000 περίπου Τουρκοκύπριοι, μετακινήθηκαν από τις ελεύθερες νότιες περιοχές, στις ελεγχόμενες από τις τουρκικές δυνάμεις βόρειες περιοχές.
Οι μαρτυρίες είναι ανατριχιαστικές: αίμα, φωτιά, θάνατος. Πω από 1500 οι αγνοούμενοι, εκατοντάδες οι βιασμοί. Οι άνθρωποι έφυγαν με ό,τι είχαν πάνω τους, κοιτάζοντας πίσω τους το αίμα που έτρεχε. Επρόκειτο για κατοχή.
«Εκείνο το πρωί ξυπνήσαμε με τις σειρήνες του πολέμου», λένε οι μάρτυρες. «έπειτα, εμφανίστηκαν τούρκοι αλεξιπτωτιστές» και ξεκίνησε η σφαγή. Υπολογίζεται ότι οι γυναίκες θύματα πολέμου, αυτές που βιάστηκαν, είναι πάνω από 700.
Στον κατεχόμενο Βορρά παρέμειναν αρχικά γύρω στους 20.000 Ελληνοκύπριοι, που αρνήθηκαν να φύγουν. Η απομόνωσή τους από το τουρκοκυπριακό καθεστώς και η κακομεταχείριση, με τον καιρό τους ανάγκασαν να φύγουν στο νότιο τμήμα, ενώ όσοι δεν έφυγαν από μόνοι τους, εκδιώχθηκαν από το κατοχικό καθεστώς προς τις ελεύθερες περιοχές.
Γιατί ψευδοκράτος
Η χρήση του όρου ψευδροκράτος δεν είναι απλώς ένα σχήμα λόγου. Ούτε είναι κάποια φραστική εμμονή της ελληνικής και ελληνοκυπριακής πλευράς.
Τόσο τα Ηνωμένα Έθνη όσο και η Ευρώπη αναγνωρίζουν πως η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», όπως την ονόμασε η Τουρκία το 1983, δεν είναι παρά κατεχόμενο έδαφος, προϊόν πολεμικής εισβολής. Μέχρι και σήμερα η κατοχή θεωρείται παράνομη. Γι’ αυτό και η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών-μελών του ΟΗΕ δεν έχει αναγνωρίσει το «Ψευδοκράτος».
Ουσιαστικά αναγνωρίζεται ως περιοχή της οποίας την κυριαρχία έχει η Τουρκία και ως τέτοια περιοχή, διατηρεί γραφεία (άτυπες πρεσβείες) σε Αμερική, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο και μια σειρά άλλων χωρών, που όμως δεν συνιστούν αναγνώριση.
Για την ακρίβεια, το βράδυ της πρώτης εισβολής το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, σε ομόφωνο ψήφισμα (υπ αριθμόν 353) του ανέφερε:
- Καλεί όλα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου,
- Καλεί όλα τα μέρη στις παρούσες συγκρούσεις ως πρώτο βήμα να προχωρήσουν σε κατάπαυση του πυρός και συνιστά σ’ όλα τα κράτη να εξασκήσουν τη μέγιστη αυτοσυγκράτηση και να αποφύγουν κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να επιδεινώσει περαιτέρω την κατάσταση,
- Απαιτεί άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης στην Κυπριακή Δημοκρατία η οποία είναι αντίθετη με την παράγραφο 1. όπως αυτή περιγράφηκε πιο πάνω,
- Ζητεί την αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση από την Κυπριακή Δημοκρατία του ξένου στρατιωτικού προσωπικού που βρίσκεται εκεί πέραν των προνοιών διεθνών συμφωνιών, περιλαμβανομένων και εκείνων των οποίων η αποχώρηση είχε ζητηθεί από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, στην επιστολή του ημερομηνίας 2 Ιουλίου 1974,
- Καλεί την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας να προσέλθουν σε συνομιλίες χωρίς καθυστέρηση για την αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή και τη συνταγματική διακυβέρνηση της Κύπρου και να τηρούν ενήμερο το Γενικό Γραμματέα,
- Καλεί όλα τα μέρη να συνεργαστούν πλήρως με την Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο για να καταστεί δυνατή η εκτέλεση της εντολής της,
- Αποφασίζει να παρακολουθεί συνεχώς την κατάσταση και να ζητά από το Γενικό Γραμματέα να το ενημερώνει όποτε χρειάζεται, με πρόθεση την υιοθέτηση περαιτέρω μέτρων για να διασφαλίσουν την αποκατάσταση ειρηνικών συνθηκών το συντομότερο δυνατό.
Ζήτημα αποζημιώσεων στους πρόσφυγες
Άνθρωποι που εκδιώχθηκαν και από τις δύο πλευρές, χωρίς να έχουν πραγματικά επιλογή, δεν αποζημιώθηκαν ποτέ για τις χαμένες τους περιουσίες. Κάτι που θα τους βοηθούσε να ξαναρχίσουν με αξιοπρέπεια στο νέο τόπο που κατέφυγαν.
Στα εγκαταλελειμμένα ακίνητα των ελληνοκυπρίων, εγκαταστάθηκαν Τούρκοι έποικοι, καταλαμβάνοντας, ουσιαστικά, με τις ευχές του τουρκικού κράτους την ξένη περιουσία. Πρόκειται για την ακριβώς ίδια τακτική που πραγματοποίησε το κράτος του Ισραήλ στην Παλαιστίνη.
Στους Ελληνοκύπριους απαγορεύεται μέχρι και σήμερα η εγκατάσταση στα κατεχόμενα απο τις κατοχικές αρχές.
Σύμφωνα με σύνταγμα του ψευδοκράτους, που κατοχυρώθηκε το 1985, η εγκαταλελειμμένη περιουσία περιέρχονται στην κυριότητα της κατοχική αρχής. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με την απόφασή του της 28ης Νοεμβρίου 1996 στην υπόθεση «Τιτίνα Λοϊζίδου κατά Τουρκίας» έκρινε ότι το Σύνταγμα αυτό δεν έχει οποιαδήποτε ισχύ και ότι η Τουρκία ευθύνεται για παραβίαση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας των Ελληνοκυπρίων προσφύγων και την καταδίκασε σε καταβολή αποζημίωσης.
Συστάθηκε μία επιτροπή έγκρισης αιτημάτων, αλλά ήταν πλέον αργά για πολλούς λόγους. Η εποικιστική πολιτική της Τουρκίας, είχε φτιάξει μία νέα ζωή για τους εποίκους, οι οποίοι πλέον είχαν σα σπίτι τους τα σπίτια που εγκατέλειψαν οι πρόσφυγες. Αφετέρου, οποιαδήποτε παραδοχή ουσιαστικά εκ μέρους της Τουρκίας για ανάγκη καταβολής αποζημιώσεων, θα σήμαινε ότι στο ζήτημα της επίλυσης του κυπριακού, η άλλη πλευρά έχει ένα επιπλέον επιχείρημα: πρόκειται για παρανόμος, πολεμικά αποκτημένο έδαφος. Πράγμα παράνομο.
Έτσι, λοιπόν, ο πόνος δύο λαών σφράγισε τη μεγαλύτερη σφαγή στην ιστορία της Κύπρου. Ο ένας λαός είναι ο ελληνικός, που υπέφερε από την χούντα. Ο άλλος λαός, είναι ο κυπριακός, θύματα της επεκτατικής πολιτικής ενός πολύ ισχυρότερου, πλουσιότερου κράτους. Το «χρυσοπράσινο φύλλο» που είναι ριγμένο στο πέλαγος, περιμένει ακόμη να δικαιωθεί. ‘Εχουν περάσει σχεδόν 50 χρόνια.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις