Αρετή (Δώρα Χρυσικού): Εάν δεν δείτε Γη της Ελιάς να σας κάτσει το κουκούτσι στον καρίτζαφλο
Η Δώρα Χρυσικού που υποδύεται τη φοβερή και τρομερή, Αρετή Καπερνάρου, στη «Γη της Ελιάς» στο MEGA, σκιαγραφεί το ψυχολογικό προφίλ της ηρωίδας, στον χώρο και τον χρόνο. «Στην κοινωνία υπάρχει έντονα η διάσταση της θυσίας».
- Μητέρα εξέδιδε την 15χρονη κόρη της σε παιδόφιλο - Καταδικάστηκε σε φυλάκιση πέντε ετών
- «Αγνοούσα όσα συνέβαιναν», είπε για την αυτοκτονία του πατέρα της η «αγνοουμένη» Αμερικανίδα
- Νεκρή η γυναίκα που έπεσε από τον 7ο όροφο ξενοδοχείου στη Μιχαλακοπούλου - Φωτογραφίες από το σημείο
- Η πρώτη απεργία παγκοσμίως από τον Πανελλήνιο Σύλλογο Διαχειριστών Ακινήτων τύπου Airbnb
Ήταν πάντα έτσι η Αρετή ή οι κοινωνικές συμβάσεις και το «έτσι το έμαθα» σφυρηλάτησαν τον ανικανοποίητο χαρακτήρα της; Ήταν πάντα έτσι όλες οι Αρετές, εκεί πέρα έξω, οι γυναίκες που ζουν μέσα σε προβληματικές οικογένειες ακολουθώντας ένα μονοπάτι που δεν το επέλεξαν κατ’ ανάγκη, δεν είναι δικό τους, είναι, όμως, συμβατό με την πλειοψηφία;
Η Δώρα Χρυσικού καταδύεται στην ψυχοσύνθεση της ηρωίδας της, πίσω από τον ρόλο, μέσα από τον ρόλο, για τον ρόλο. «Είναι μία γυναίκα που υπόκειται σε απόλυτη ανηδονία, είναι μια στερημένη γυναίκα, στερημένη από αγάπη, στερημένη από έρωτα, στερημένη από ζωή, από χαρά. Αυτό είναι ένα απότοκο και της δικής της προσέγγισης και του δικού της χαρακτήρα, των αγκυλώσεων και των περιορισμών που έχει από την κοινωνία, από τον τρόπο που έχει μεγαλώσει, είναι, όμως, κι ένα αποτέλεσμα από τη σχέση της με τον άντρα της, με τον Στάθη Καπερνάρο, τον Πασχάλη Τσαρούχα» διαπιστώνει.
«Αν κάποια από όλες αυτές τις γυναίκες, που την κατηγορούν και της λένε “τι μάνα είσαι εσύ” και “θέλουμε την Ιουλία”, ήταν στη θέση της, να είναι με έναν άντρα που της γύριζε την πλάτη, που ουσιαστικά έκανε έρωτα μαζί της από συζυγικό καθήκον, απόλυτα σωστός αλλά χωρίς η ψυχή του να είναι εκεί, δεν ξέρω πώς θα λειτουργούσαν» συνεχίζει ενώ αργότερα, μιλώντας για την ίδια, την ηθοποιό Δώρα Χρυσικού, θα ξεκαθαρίσει ότι τρία πράγματα ορίζουν ταυτολογικά την πολυπρισματική της φύση: «Γυναίκα, αντιφασίστρια, φεμινίστρια».
Ίσως αυτή η μαγική τριάδα δύναμης είναι που την βοηθάει να ερμηνεύσει την Αρετή, έναν από τους κατεξοχήν love to hate ρόλους της ελληνικής τηλεόρασης, στο σήριαλ «Η Γη της Ελιάς», το οποίο συνεχίζεται για 3η χρονιά στο Mega.
«Όταν άρχισα να υπερασπίζομαι την Αρετή, να την αγαπάω, να την καταλαβαίνω, να τη συντροφεύω και να την αφουγκράζομαι πιο πολύ, προφανώς ελευθερώθηκα κι εγώ»
Για να ξεκινήσουμε καλά: Μια κατάρα δώρο
«Εάν δεν δείτε Γη της Ελιάς, φέτος, τρίτη σεζόν, να σας κάτσει το κουκούτσι στον καρίτζαφλο και να σας γίνει η κύστη αερόστατο».
Για την αντιφατικότητα να σε λένε Αρετή και να πρεσβεύεις την κακία: Θα μου πεις, τι είναι κακό;
Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω εάν έγινε τυχαία η επιλογή του ονόματος για τον χαρακτήρα, όμως έχει ενδιαφέρον. Όσο για την κακία, θα σου πω. Έχω περάσει από πολλά μετερίζια σε σχέση με τον ρόλο. Την πρώτη χρονιά που υποδυόμουν αυτόν τον χαρακτήρα θεωρούσα κι εγώ ότι αυτή η γυναίκα αντιπροσωπεύει την απόλυτη κακία. Σιγά σιγά, γνωρίζοντάς την και ζώντας μαζί της, καθημερινά επί δώδεκα ώρες, άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως να μην είναι κακιά, σίγουρα είναι τοξική, σίγουρα είναι δύστροπη, σίγουρα είναι συντηρητική, ζηλιάρα, ραδιούργα, δεν είμαι πεπεισμένη ότι είναι κακιά.
Θα μου πεις, τι είναι κακό; Ένας άνθρωπος που έχει σκοτώσει είναι κακός; Μπορεί και όχι. Έχει να κάνει με το κάτω από ποιες συνθήκες έγινε. Τείνω να πιστεύω, μέσα σε μια γενικότερη προσέγγιση που θέλω να έχω στη ζωή, ότι η Αρετή είναι μια πολύ βαθιά ανασφαλής και πληγωμένη γυναίκα και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να κάνει πράξεις, οι οποίες ενέχουν το κακό, αλλά δεν είμαι απόλυτα πεπεισμένη ότι αυτό την χαρακτηρίζει ως κακιά.
Για την ταύτιση της με τον ρόλο στα μάτια του κοινού: Αχ, πες μία κατάρα, μας κάνει και γελάμε
Βλέπεις, ωστόσο, και το κοινό πώς αλλάζει, στον πρώτο χρόνο μου έλεγαν «πω πω, σταματήστε να καταριέστε, σκιάζομαι» ή το ακόμα πιο καταπληκτικό, ότι έπαθα καρκίνο γιατί λέω κατάρες κι οι κατάρες γυρνάνε πάνω μου. Δηλαδή, τέτοια προσωποποίηση του ρόλου.
Τώρα, λοιπόν, βλέπεις ότι έτσι όπως εξελίσσεται ο ρόλος κι εξελίσσομαι κι εγώ μέσα από τον ρόλο, εξελίσσεται και το κοινό και τώρα μου λένε «αχ, πες μία κατάρα, μας κάνει και γελάμε». Υπάρχει αυτή μετατόπιση.
Νομίζω ότι με έναν τρόπο το κοινό, επειδή έχει ένα ένστικτο, πρωτογενές, μάλλον ακολουθεί και τη δική μου αλλαγή σε σχέση με τον ρόλο. Δηλαδή, μου είπε κάποιος ότι «καταλαβαίνουμε ότι τώρα υπερασπίζεσαι και απολαμβάνεις τον ρόλο». Κι έχουν δίκιο γιατί τον πρώτο χρόνο είχα πολύ μεγάλο πρόβλημα, είχα φάει ξύλο στον δρόμο, είχα φάει bullying, μου έστελναν υβριστικά μηνύματα, οπότε κι εγώ ως Δώρα είχα κλονιστεί πολύ και είχα φοβηθεί κι έλεγα «ε, τώρα, εντάξει, αν είναι για έναν ρόλο να τρώω χαστούκια…».
Για την παράμετρο του comic relief στο δράμα: Ο αυτοσαρκασμός, ένα βασικό χαρακτηριστικό ευφυίας
Όταν, λοιπόν, άρχισα να υπερασπίζομαι την Αρετή, να την αγαπάω, να την καταλαβαίνω, να τη συντροφεύω και να την αφουγκράζομαι πιο πολύ, προφανώς ελευθερώθηκα κι εγώ. Αυτό έγινε μάλλον ασυνείδητα κι αυτό με κάποιο τρόπο πέρασε. Άρχισα να βρίσκω το χιούμορ της, κάτι πάρα πολύ βασικό, τον αυτοσαρκασμό της –ένα βασικό χαρακτηριστικό ευφυίας κι ένα χαρακτηριστικό που σε κάνει να αποφεύγεις τη θλίψη-, δηλαδή, σταμάτησα να τη βλέπω τόσο πολύ σοβαρά, άρχισα να αναδεικνύω την ελαφράδα της γιατί έχει ένα κομμάτι βαρύ η Αρετή αλλά έχει κι ένα κομμάτι επιπόλαιο, δηλαδή τα λέει και μετά τα ξεχνάει.
Τώρα, ξαφνικά, στον τρίτο κύκλο, μια γυναίκα που μας έχει εμφανιστεί ως ομοφοβική, ως απόλυτα συντηρητική, έλεγε στην άλλη «ξέρεις, εδώ η κοινωνία δεν τα σηκώνει αυτά» και της είπε κάποια στιγμή η Αννούλα, που είναι ένας κάπως πιο ζουμπουρλούδικος ρόλος, «εσύ δεν τα σηκώνεις, όχι η κοινωνία», τη βλέπουμε, λοιπόν, να παίρνει κάτω από τις φτερούγες της την γκέι γυναίκα και να γίνεται η καλύτερή της φίλη. Και της λέει «ξέρεις τι; Εγώ έτσι έμαθα. Ήξερα άντρας, γυναίκα. Θηλυκό, αρσενικό, αλλά βλέπω ότι κι εσείς τα ίδια πράγματα περνάτε, με τον ίδιο τρόπο αγαπάτε, με τον ίδιο τρόπο απογοητεύεστε. Αυτό ήταν ένα τεράστιο βήμα για την Αρετή. Και παράλληλα είναι ένα μήνυμα σημαντικό γιατί βλέπεις ότι υπάρχουν πολλές Αρετές εκεί πέρα έξω.
Για τη δομή της ελληνικής οικογένειας: «Έγινα θυσία για σένα»
Η Αρετή θεωρεί πως αγαπάει και αγαπάει βαθιά και πολύ και θεωρεί πώς είναι απόλυτα αφοσιωμένη. Έχει αυτή την κακώς εννοούμενη, ελληνική, προσέγγιση των μητέρων, των γυναικών, των συζύγων. Στην ελληνική κοινωνία υπάρχει πολύ έντονα η λέξη και η διάσταση της θυσίας. Για μένα αυτό είναι μια πάρα πολύ επικίνδυνη συνιστώσα. Είναι κάτι που δημιουργεί ενοχές στο οικογενειακό περιβάλλον. Λένε οι μανάδες «έγινα θυσία για σένα», «εγώ έκανα αυτό κι εσύ δεν έκανες». Αυτό έχει μια ανταποδοτική βάση, που στις σχέσεις τις οικογενειακές δεν θα έπρεπε να υφίσταται, θα έπρεπε να υπάρχει ένας πιο ελεύθερος δίαυλος δοσίματος κι αφοσίωσης.
Άνθρωποι σαν την Αρετή δεν μπορούν να είναι ο εαυτός τους, δεν μπορούν να ανασάνουν, να αναπνεύσουν. Υπάρχει ένα δράμα πίσω από αυτό, όμως. Δηλαδή, συγκινούμαι με αυτή τη δυσκολία της να αντιληφθεί την αλλαγή και την πρόοδο της κοινωνίας ενώ αυτή μένει βαλτωμένη, αγκυλωμένη σε αυτό το παλιό πράγμα, το οποίο και η ίδια το κουβαλάει σαν βαρίδι, αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει. Είναι μία δραματική ηρωίδα η Αρετή. Μπορεί να σου προκαλέσει πραγματικά τον οίκτο.
Για την περιπέτεια της υγείας της παράλληλα με τη Γη της Ελιάς: Μου βγαίνει ένας απύθμενος θυμός
Όταν διαγνώσθηκα με τον καρκίνο ήμουν στην πολύ αρχή της σειράς, είχαμε κάνει μόνο τον πιλότο. Δηλαδή ξεκινήσαμε αρχές Απριλίου και τέλος Απριλίου διαγνώσθηκα με τον καρκίνο των ωοθηκών, έκανα την επέμβαση τον Μάιο, τον Ιούλιο έκανα την πρώτη χημειοθεραπεία και όλο το διάστημα των γυρισμάτων του καλοκαιριού, πριν βγει η σειρά στον αέρα, ήμουν μεταξύ χημειοθεραπειών και πλατό.
Αυτό ψυχολογικά, το γεγονός δηλαδή ότι είχα δουλειά ήταν πάρα πολύ βοηθητικό γιατί με έναν τρόπο με έβαζε σε μία διαδικασία να μην μπορώ απόλυτα να σκεφτώ και να συνειδητοποιώ τι συμβαίνει, γιατί η προτεραιότητά μου ήταν αλλού, σωματικά όμως ήταν ένα πράγμα το οποίο με εξάντλησε. Και αυτό, φυσικά, το αποτέλεσμα αυτών των πραγμάτων φαίνεται πολύ μετά. Δηλαδή, φαίνεται τώρα. Γιατί τώρα μου βγαίνει το πένθος, τώρα μου βγαίνει η θλίψη και τώρα μου βγαίνει ένας απύθμενος θυμός.
Στην αρχή –αν δεις και τις δηλώσεις μου-, ότι δεν είπα ποτέ «γιατί σε μένα;». Και αυτή είναι η αλήθεια. Τώρα, όμως, λέω «γιατί ρε γαμώτο;». Γιατί έπρεπε να συμβεί αυτό στα 44 μου. Γιατί έπρεπε να συμβεί όταν ξεκινούσα μια δουλειά και δε μπόρεσα να τη χαρώ;
Ήταν τρομακτικό για μένα να πρέπει να ζητήσω από τη μητέρα μου ή τον σύντροφό μου βοήθεια λέγοντας «δε μπορώ να κάνω μπάνιο», «δε μπορώ να σηκωθώ να πάω στην τουαλέτα», «βοηθήστε με».
Για το σύνδρομο του «καλού παιδιού»: Μου ήταν πάρα πολύ δύσκολο να ζητήσω βοήθεια
Είμαι πρώην χορεύτρια και είμαι πάρα πολύ πειθαρχημένη, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου καθόλου την αδυναμία και αυτό είναι κάτι που άλλαξε με την ασθένεια -με δίδαξε να μπορώ να ζητήσω βοήθεια. Μου ήταν πάρα πολύ δύσκολο να ζητήσω βοήθεια, να πω όχι, να θέσω ψυχολογικά όρια στον εαυτό μου γιατί έχω το σύνδρομο του «καλού παιδιού», θεωρώ ότι οι άνθρωποι δε θα με δέχονται και δε θα με αγαπάνε αν τους πω όχι και έχω την τάση να φτάνω τις βιολογικές και σωματικές μου αντοχές στα όρια της εξάντλησης.
Ήταν τρομακτικό για μένα να πρέπει να ζητήσω από τη μητέρα μου ή τον σύντροφό μου βοήθεια λέγοντας «δε μπορώ να κάνω μπάνιο», «δε μπορώ να σηκωθώ να πάω στην τουαλέτα», «βοηθήστε με». Ήταν τρομακτικό για μια ψυχοσύνθεση σαν τη δική μου, που όλη μου τη ζωή την βάσισα στο «εγώ μπορώ, τα καταφέρνω».
Ακόμα και σήμερα δεν ξέρω πώς μπόρεσα να είμαι 55 κιλά, με τα ράμματα, με αφόρητη ζέστη, με τον κορσέ, κάνοντας 12 ώρες γύρισμα.
Σέβομαι πολύ περισσότερο το σώμα μου, πια, και πιστεύω βαθιά ότι το δικαιούμαι. Ήταν μεγάλο μάθημα το να ενστερνιστώ αυτή την ευαλωτότητα και να πω «εντάξει, δεν τα καταφέρνεις, τι να κάνουμε τώρα;». Μεγάλο σχολείο.
Για τα «ναι» της επόμενης σεζόν: Ένα έργο για τον Παύλο Φύσσα
Αν η γενιά των 30+ συγκλονίστηκε από τον θάνατο του Γρηγορόπουλου, το 2008, η δική μου η γενιά συγκλονίστηκε από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Νομίζω ότι κανένας από τη γενιά αυτή, στην οποία ανήκω, δε θα ξεχάσει τι έκανε και πώς ξύπνησε στις 18 Σεπτεμβρίου του 2013.
Αν υπάρχουν κάποια ταυτοτικά πράγματα για μένα, είναι ότι είμαι γυναίκα και αντιφασίστρια. Βαθιά αντιφασίστρια και βαθιά φεμινίστρια. Είναι τρία πράγματα που τα «φοράω» από πολύ μικρή. Οπότε αυτή η δίκη με συγκλόνισε και πήγαινα και την παρακολουθούσα, σχεδόν καθημερινά. Μέσα, λοιπόν, από αυτή τη διαδικασία είχα την μεγάλη τιμή να γνωρίσω τη Μάγδα Φύσσα και σκεφτόμουν ότι η τέχνη θα έπρεπε να ασχοληθεί με αυτό το πράγμα, γιατί καλός ο Σαίξπηρ και ο Ίψεν αλλά αυτή τη χώρα την έχει περάσει οδοστρωτήρας τα τελευταία 15 χρόνια.
Οπότε, δεν μπορεί να μην υπάρχει κάτι που να αποτυπώνει αυτή την πραγματικότητα, γιατί παρόλο που έγιναν πολλά έργα για τους πρόσφυγες, η νέα δραματουργία ασχολείται πολύ με το κίνημα #metoo, με αυτό το θέμα, επειδή είναι πολύ πολιτικό, δεν αγγιζόταν.
Έχοντας αυτή τη σκέψη πήγα στη φίλη μου και δημοσιογράφο, τη Μαρία Λούκα, που είναι ένας άνθρωπος πολύ χαρισματικός και της είπα «ρε Μαρία, έλα να αποτυπώσουμε σε ένα κείμενο αυτό το πράγμα»
Ουσιαστικά, η Μαρία έγραψε ένα κείμενο, το οποίο έχει κομμάτια fiction αλλά και κομμάτια της πραγματικής ιστορίας και βασίζεται στις δύο κοπέλες, τις δύο φοιτήτριες, τη Ζώρζου και την Καραγιαννίδου, οι οποίες ήταν αυτόπτες μάρτυρες τη βραδιά που δολοφονήθηκε ο Παύλος από τον Ρουπακιά και ουσιαστικά έχουν καταθέσει την εμπειρία τους και πάνω σε αυτές τις δύο αυτόπτες μαρτυρίες βασίστηκε πάρα πολύ το κατηγορητήριο, γιατί αυτές οι δύο κοπέλες δε φοβήθηκαν και είπαν «ναι, είμασταν εκεί, το είδαμε».
Για τη σωστή πλευρά της ιστορίας: Τη φωτεινή και τη σωστή
Για τις δύο φοιτήτριες έχει κάνει, δε, ειδική μνεία ο Θανάσης Καμπαγιάννης, ο δικηγόρος των αλιεργατών στο καταπληκτικό βιβλίο του «Με τις μέλισσες ή με τους λύκους» και κάπως εμένα με συγκίνησε αυτό γιατί έχει να κάνει, τελικά, με το να διαλέγεις πλευρά.
Όλες μου οι σκέψεις και όλη μου η κοσμοθεωρία είναι αυτή η πάλη με τον φόβο, πώς απεκδύεσαι τον φόβο. Γιατί ο φόβος είναι μία τροχοπέδη τρομερή στον άνθρωπο. Αυτό παλεύω και με την ασθένεια, τον φόβο –μην ξανανοσήσω, μην πεθάνω…
Το ίδιο ισχύει και με έναν άνθρωπο, που δεν είναι απόλυτα πολιτικοποιημένος, σε μια φοβερή στιγμή του χρόνου, πώς αψηφά τον φόβο και διαλέγει πλευρά. Τη φωτεινή και τη σωστή πλευρά της ιστορίας. Οπότε, επί της ουσίας, το έργο αυτό διαπραγματεύεται και μπορώ να μιλήσω τώρα για αυτό γιατί τώρα θα γίνει. Έχουμε πάρει επιχορήγηση, σκηνοθέτης είναι ο Κοραής Δαμάτης και είναι ένα προσωπικό στοίχημα δικό μου, είναι το χρέος μου απέναντι στην ιστορία, είναι το χρέος μου απέναντι σε αυτή την οικογένεια.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις