Γιατί βλέπουμε ξανά και ξανά «Απαράδεκτους» και «Κατακουζηνό»; – H επιστημονική εξήγηση
«Τι έγινε ρε παιδιά», «καλά με συγχωρείς», «κύριε βυζαντινοτέτοιε μου» είναι φράσεις και ατάκες που τις γνωρίζει σχεδόν κάθε ελληνική παρέα. Επιστήμονες εξηγούν την εντυπωσιακή αντοχή τους στο χρόνο.
- Μητέρα εξέδιδε την 15χρονη κόρη της σε παιδόφιλο - Καταδικάστηκε σε φυλάκιση πέντε ετών
- «Αγνοούσα όσα συνέβαιναν», είπε για την αυτοκτονία του πατέρα της η «αγνοουμένη» Αμερικανίδα
- Νεκρή η γυναίκα που έπεσε από τον 7ο όροφο ξενοδοχείου στη Μιχαλακοπούλου - Φωτογραφίες από το σημείο
- Η πρώτη απεργία παγκοσμίως από τον Πανελλήνιο Σύλλογο Διαχειριστών Ακινήτων τύπου Airbnb
Ποιοτικά δραματικά αριστουργήματα όπως η «Αίθουσα του Θρόνου» ή αξέχαστα σίριαλ που βρίθουν ευφυών ατακών όπως οι «Οι δύο ξένοι» ή το «Ντόλτσε Βίτα» προτιμώνται από πολλούς σήμερα, έστω και αν έχουν παρέλθει δύο και πλέον δεκαετίες.
Δεν είναι λίγοι που τα βράδια, έχουν αντικαταστήσει τη βαλεριάνα με ένα επεισόδιο Απαράδεκτων για να τους πάρει ήσυχα και χαρούμενα ο ύπνος.
Για πολλούς, οι σειρές στην ελληνική τηλεόραση των τελευταίών χρόνων, δεν συγκρίνονται με εκείνες τις παραγωγές. Η πρωτοτυπία και η φυσικότητα των χαρακτήρων που κατάφερε η σειρά των Απαράδεκτων είναι ένα επίτευγμα που δύσκολα μπορεί να επαναληφθεί.
Αυτό ισχύει όμως και για εκατομμύρια τηλεθεατές στο εξωτερικό. Σειρές όπως τα «Φιλαράκια» ή ταινίες όπως ο «Αρχοντας των Δαχτυλιδιών» θα έλεγε κανείς ότι αναπαράγονται εμμονικά ξανά και ξανά από εκατομμύρια ανθρώπους που στέκονται μπροστά στον φορητό τους υπολογιστή.
Αλλά αρκεί αυτή η εξήγηση; Είναι τόσο κακή η σημερινή τηλεόραση ή μήπως υπάρχει και μια άλλη ή άλλες εξηγήσεις;
Ένα καλό αντίδοτο στο στρες
Ο καθηγητής γνωστικής ψυχολογίας στο Παναπιστήμιο του Otterbein Ρόμπερτ Κραφτ έχει δει πολλές φορές την ταινία του 1993 «Η Μέρα της Μαρμότας» ενώ βάζει σε επανάληψη αναρίθμητες φορές συγκεκριμένες σκηνές.
Στην πραγματικότητα, η ταινία απεικονίζει ένα πλεονέκτημα της επαναλαμβανόμενης προβολής μιας σειράς.
«Όταν οι άνθρωποι βλέπουν ένα οικείο περιεχόμενο, ξέρουν τι να περιμένουν. Στο σύγχρονο περιβάλλον, όπου υπάρχει τόση αβεβαιότητα γύρω μας, καταφεύγουμε σε κάτι οικείο γιατί είναι αξιόπιστο και καθησυχαστικό και μπορεί να μας ηρεμήσει»
Ο μετεωρολόγος, τον οποίο υποδύεται ο Μπιλ Μάρεϊ, ξαναζεί μια μέρα στη ζωή του με μικρές, ουσιαστικές αλλαγές κάθε μέρα, που είναι η ίδια εμπειρία που έχουμε όταν παρακολουθούμε επανειλημμένα την ίδια εκπομπή. «Παίρνουμε εμφανή σταθερότητα, με κάτι νέο – λόγω της επιλεκτικότητας της προσοχής και των περιορισμών της μνήμης. Μόλις εξοικειωθούμε με τη συνολική πλοκή και τις βασικές σκηνές, μπορούμε να εντοπίσουμε και να εκτιμήσουμε τις λεπτομέρειες και τις λεπτότητες των προσωπικών αλληλεπιδράσεων που παραβλέψαμε νωρίτερα» αναφέρει.
«Εάν είμαστε εξοικειωμένοι με μια ιστορία, μπορούμε να αφήσουμε το μυαλό μας να χαλαρώσει ενώ διασκεδάζουμε» λέει ο Κραφτ. «Αυτό δεν είναι τεμπελιά αλλά μάλλον ένα βασικό εξελικτικό γεγονός ότι οι οργανισμοί (συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων) εξοικονομούν ενέργεια επιλέγοντας μια πορεία δράσης που απαιτεί τη μικρότερη προσπάθεια. Αυτή η αρχή τεκμηριώνεται εμφανώς στις πανεπιστημιουπόλεις από τα μονοπάτια στο γρασίδι που συνδέουν τα κτίρια. Η παρακολούθηση μιας οικείας εκπομπής απαιτεί λιγότερη γνωστική προσπάθεια από μια άγνωστη εκπομπή, και μερικές φορές αυτό ακριβώς θέλουμε».
Η αναπληρώτρια καθηγήτρια ψυχολογίας Πανεπιστήμιο Deakin στην Αυστραλία Λίντα Μπερν στο εξηγεί πως σε στρεσογόνες στιγμές, ο εγκέφαλος και το σώμα μας επιθυμούν άνεση και ένα από τα μέρη που βρίσκουμε άνεση είναι η ψυχαγωγία που έχουμε καταναλώσει στο παρελθόν.
«Όταν οι άνθρωποι βλέπουν ένα οικείο περιεχόμενο, ξέρουν τι να περιμένουν. Στο σύγχρονο περιβάλλον, όπου υπάρχει τόση αβεβαιότητα γύρω μας, καταφεύγουμε σε κάτι οικείο γιατί είναι αξιόπιστο και καθησυχαστικό και μπορεί να μας ηρεμήσει», εξηγεί.
Εξάλλου, γνωρίζουμε ήδη το τέλος και αυτό, δεν είναι ένα είδους spoiler. Ένα τέλος που το ξέρουμε, ακόμα και αν δεν είναι ευχάριστο, πολλές φορές δεν μας απογοητεύει. «Προσθέστε σε αυτό, ένα τέλος ρίχνει την εικόνα του σε ολόκληρη την ιστορία, διαμορφώνοντας τη στάση μας για ολόκληρη την ταινία, με γνωστές παραστάσεις, τα τελειώματα δεν απογοητεύουν ποτέ».
«Το να ξαναβλέπεις μια σειρά ξανά και ξανά σας δίνει κάποια προβλεψιμότητα και έλεγχο του περιβάλλοντος σας», λέει στο Time ο Jaye Derrick, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χιούστον. «Πρέπει να διαλέξεις κάτι που να ρυθμίζει τα συναισθήματά σου για σένα και δεν χρειάζεται να δώσεις την προσοχή τόσο προσεκτικά όσο θα κάνατε απαραίτητα για μια νέα σειρά».
Η νοσταλγία να συνδεθείς με αγαπημένο πρόσωπο
Η Μπερν, όμως δίνει και μια άλλη διάσταση, πιο… τρυφερή. Η επανάληψη της αγαπημένης μας σειράς «μπορεί να χρησιμεύσει ως ένας τρόπος νοσταλγίας για μια καλύτερη στιγμή όταν τα πράγματα δεν ήταν τόσο αγχωτικά. Ξυπνά αυτά τα θετικά συναισθήματα και μπορεί να γίνει ο νέος τρόπος «απενεργοποίησης» από τη δουλειά μας».
Κάπως έτσι έρχεται να συμφωνήσει κάπως μαζί με την Αυστραλή επιστήμονα και ο συνάδελφός της Κραφτ, επισημαίνοντας ότι οι παλιές ταινίες μας επιτρέπουν να ξαναζήσουμε μια στιγμή που θυμόμαστε με αγάπη, όπως ακριβώς μας συμβαίνει ότι ακούμε ραδιοφωνικούς σταθμούς που παίζουν τραγούδια μιας συγκεκριμένης δεκαετίας.
«Οι ταινίες μάς τοποθετούν σε έναν άλλο κόσμο, όχι μόνο στην θεατρική ιστορία, αλλά και έξω, στην ιστορία της δικής μας ζωής. Εμείς εμπλακούμε στην ταινία ενώ θυμόμαστε τις ζωές μας που σχετίζονται με αυτήν την ταινία».
«Ενώ ξαναβλέπουμε μια παλιά ταινία, μπορεί να συνδεθούμε με ένα άτομο από το παρελθόν μας, θυμόμαστε τις συζητήσεις που είχαμε μετά, τα αστεία που είπαμε και τις αναφορές που κάναμε.
Αν χορτάσουμε, μπορούμε να αφήσουμε τις επαναλαμβανόμενες προβολές και να επιστρέψουμε πολύ αργότερα για μια νέα δόση θεραπευτικής νοσταλγίας.
«Τι έγινε ρε παιδιά, γιατί είναι έτσι ο Βαγγέλης»
Εδώ και χρόνια όμως, ομάδα Αμερικανών επιστημόνων έχει δείξει και τη διάσταση του ανήκειν των αγαπημένων μας προγραμμάτων. Όταν πετάμε μια ατάκα του Σπύρου Παπαδόπουλου, και την καταλαβαίνει ένας συνομιλητής μας -που μπορεί να μην είναι στενός φίλος απαραίτητα- δημιουργείται αυτόματα μια μικρόκοινότητα.
Οι άνθρωποι αναφέρουν ότι στρέφονται σε αγαπημένα τηλεοπτικά προγράμματα όταν νιώθουν μοναξιά και αισθάνονται λιγότερο μόνοι όταν παρακολουθούν αυτά τα προγράμματα.
Η ανάγκη αυτή του ανήκειν κάνει τους ανθρώπους να απολαμβάνουν περισσότερο χρόνο στις περιγραφές των αγαπημένων τηλεοπτικών προγραμμάτων. Προστατεύει επίσης ακόμα και την πτώση της αυτοεκτίμησης και της διάθεσης και από συναισθήματα απόρριψης που προκαλούνται συνήθως από απειλές στις στενές σχέσεις, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Όπως αναφέρει σε σχετικό αφιέρωμα στο Time, η καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο Shira Gabriel, μία εκ των ερευνητών της μελέτης, οι άνθρωποι που ξαναβλέπουν τις αγαπημένες τους τηλεοπτικές εκπομπές, αναφέρουν ότι αισθάνονται ότι μεταφέρονται σε έναν άλλο κόσμο. Αυτό μπορεί να τους κάνει να αισθάνονται λιγότερο μόνοι όταν βλέπουν αυτά τα προγράμματα. «Είναι στην πραγματικότητα ένα πολύ υγιές μέρος της διατήρησης μιας ισχυρής αίσθησης του εαυτού και της αίσθησης σύνδεσης στον σύγχρονο κόσμο», λέει σχετικά με την επανεξέταση των εκπομπών, λέει ο Gabriel.
«Η ιδέα είναι ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε άλλες μορφές δέσμευσης για να εκπληρώσουμε τις κοινωνικές μας ανάγκες», λέει ο καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Γιόρκ Ρέιμοντ Μαρ. «Όταν ασχολούμαστε με ιστορίες, συχνά φανταζόμαστε τον κοινωνικό κόσμο των χαρακτήρων της ιστορίας».
Βέβαια, ούτε η Ελένη Βλαχάκη, ούτε ο Βλάσης Μπονάτσος μπορούν να υποκαταστήσουν τους φίλους της πραγματικής ζωής. «Αν νιώθετε λίγο μόνοι ή σας λείπουν κάποια από αυτά τα συναισθήματα του ανήκειν», συμπληρώνει ο Μαρ «αλληλεπιδράσεις όπως η παρακολούθηση μιας τηλεοπτικής εκπομπής με έναν χαρακτήρα θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να νιώθουμε πιο συνδεδεμένοι με άλλους ανθρώπους».
Σειρές τριγύρω μας πολλές, πάρα πολλές – Το χάος του διαδικτύου
Βέβαια, η εμμονή μάλλον ενισχύεται και από την ίδια αφθονία του… καπιταλισμού. Εδώ και χρόνια, ο ψυχολόγος Barry Schwartz έχει διαπιστώσει ο μεγάλος όγκος των επιλογών κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται λιγότερο ικανοποιημένοι με τις επιλογές τους. Πρόκειται για την περίφημη θεωρία του «παράδοξου της επιλογής». Ο λόγος είναι ότι όταν υπάρχει αφθονία επιλογών τότε ο κόσμος αγχώνεται και έτσι είναι μια κατάσταση που θέλει να αποφύγει.
«Οι διαδικτυακές υπηρεσίες ροής προσφέρουν μεγάλες επιλογές περιεχομένου. Αν είμαστε αφοσιωμένοι στο να βρίσκουμε κάτι ελκυστικό, το να αποφασίσουμε τι να παρακολουθήσουμε μπορεί να είναι περίπλοκο, κουραστικό και απλά δεν αξίζει τον χρόνο» εξηγεί ο Ρόμπερτ Κραφτ. «Υπάρχουν απλώς πάρα πολλές σειρές για να διαλέξουμε, επομένως, μένουμε μακριά από τις νέες επιλογές και ακολουθούμε κάτι που ήδη γνωρίζουμε».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις