Μας ήταν πολύτιμη η επίσκεψη του Ουίλλιαμ Φώκνερ στην Ελλάδα. Κερδίσαμε για την πατρίδα μας τη φιλία ενός ακόμα μεγάλου συγγραφέα. Όπως μας δήλωσε ο ίδιος, θα μας ξανάρθει το ερχόμενο καλοκαίρι.

Ελάτε να μείνετε μαζί μας και να γράψετε ένα βιβλίο στην Ελλάδα, του είπαμε.

Θα ξανάρθω στην Ελλάδα. Και ίσως να το γράψω αυτό το βιβλίο, αποκρίθηκε.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 2.4.1957, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πρόλαβε να δει ελάχιστα πράγματα, αλλά κεφαλαιώδη, απ’ τον τόπο μας. Πήγε πάντως στους Δελφούς και στις Μυκήνες, και σ’ ένα νησί Αιγαιοπελαγίτικο. Και αυτά είναι αδύνατο πια να μην τον παρακολουθούν. Θα τον παρακολουθεί και η ανάμνηση του λαού αυτού του τόπου όπως τον είδε όπως πρόλαβε να τον δει: εγκάρδιο, φτωχό, αξιοπρεπή.

Μας έλεγε ο ίδιος ένα βράδυ σε φιλόξενο αμερικανικό σπίτι που τον συντροφεύαμε ώρες πολλές, εγκάρδιες, ο Θεοτοκάς, ο Κατσίμπαλης και ο γράφων:

Είδα να υπάρχει φτώχεια στην Ελλάδα. Αλλά είναι μια φτώχεια που δεν φτάνει στην απαθλίωση…

Και εξήγησε πως του έκανε εντύπωση η αξιοπρέπεια του φτωχού αυτού λαού που είδε.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 2.4.1957, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στη δεξίωση της Ακαδημίας Αθηνών, που του απένειμε το Αργυρούν της Μετάλλιον, απαντώντας στον Πρόεδρο κ. Πουλίτσα και στον κ. Γ. Αθανασιάδη – Νόβα, που τον προσφωνήσανε, είπε:

«Όταν ένας Αμερικανός έρχεται στη χώρα αυτή, γυρίζει πίσω σε κάτι που του είναι γνώριμο, σα να γυρίζει σπίτι του. Γυρίζει στην κοιτίδα του πολιτισμένου ανθρώπου. Είμαι υπερήφανος που ο ελληνικός λαός με θεώρησε άξιο για να μου απονείμει το μετάλλιο αυτό. Θα είναι καθήκον μου να επιστρέψω στη χώρα μου και να πω στους συμπατριώτες μου ότι οι ιδιότητες της ελληνικής φυλής, η αντοχή, το θάρρος, το αίσθημα της ανεξαρτησίας και η περηφάνια, είναι πολύ πολύτιμες και δεν πρέπει να χαθούν. Καθήκον όλων των ανθρώπων είναι να φροντίσουν να μη χαθούν από τη Γη».


Και είπε ακόμα, με το σιγανό, φοβισμένο ύφος του:

«Αποδέχομαι το μετάλλιο αυτό όχι μόνο ως Αμερικανός, ούτε μόνο ως λογοτέχνης, αλλά ως ένας που η Ακαδημία Αθηνών τον διάλεξε ως εκπρόσωπον της αρχής ότι ο άνθρωπος θα παραμείνει ελεύθερος».

Λίγη ώρα αργότερα, στο σπίτι του Αμερικανού πρεσβευτού, ο κ. Έμριχ, αναγγέλλοντάς μας την είδηση, που μόλις είχε ληφθεί, της απελευθερώσεως του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, υπεγράμμισε τη σύμπτωση: η είδηση ερχόταν την ίδια ώρα που ένας Αμερικανός συγγραφέας μιλούσε στην Ακαδημία για την ελευθερία. Και ο κ. Φώκνερ ήταν ευτυχής γι’ αυτή τη σύμπτωση.

Τον μελετούσα ως άνθρωπο τις ώρες που μείναμε μαζί. Θυμόμουν την εντύπωση από την πρώτη φορά που τον συνήντησα στο Παρίσι, εδώ και λίγα χρόνια, στην Έκθεση της Τέχνης του 20ού αιώνα. Αυτό το κοντόσωμο, το ισχνό πλάσμα με τα άσπρα μαλλιά, τα κομμένα βαθιά, με το φοβισμένο ύφος, ύφος μικρού γεωργοκτηματία που τον αποσπάσανε απ’ τα χωράφια του και τον ρίξανε μες στη μεγάλη πόλη με τα θηρία τους ανθρώπους, αυτός ο αδέξιος καλός χριστιανός των προπολεμικών καιρών αυτός ήταν ο μεγάλος Φώκνερ, η δύναμη που συνθέτει απ’ τις απλές λέξεις τέτοια εικόνα και πάθος; Αυτός ήταν που έχωσε έτσι δυνατά το νυστέρι μες στη σάρκα που καίει και καίγεται, που βρήκε να δώσει τόνους επικούς στο πύρινο καμίνι των κορμιών και του ενστίκτου, καθώς το πραγματοποιεί σ’ εκείνη την «αντιστικτική» αφήγησή του τού Wild Palms; Τίποτα από τον Φώκνερ άνθρωπο, από το εξωτερικό του, δεν πρόδιδε τον συγγραφέα Φώκνερ, δεν ταυτιζόταν μαζί του.

«Σας απογοητεύει ο Φώκνερ; Εμένα ναι» μου ψιθύρισε ένας ξένος συνάδελφος που τον έβλεπε κ’ εκείνος για πρώτη φορά.


Γύρισα και τον κοίταξα τον ξένο συνάδελφο, ξαφνιασμένος. Τόσο εύκολο, λοιπόν, ήταν να γελαστούνε ακόμα και άνθρωποι με φαντασία; Γιατί, αλήθεια, φτάνει μόνο να μελετήσεις λίγο πιο προσεχτικά τον άνθρωπο που στέκεται εκεί μπροστά σου συνεσταλμένα, τον Φώκνερ, για να αισθανθείς την αυθεντική δύναμη που αναδίνεται μέσα από αυτό το σαστισμένο, φοβισμένο πλάσμα, απ’ τις αδέξιες κινήσεις του· για να εξηγήσεις τον άλλον Φώκνερ, αυτόν για τον οποίον ένας Γάλλος μελετητής του έγραφε πως «αν δέχεται να κοιτάξει έναν κόσμο που και η ιδέα του μόνο του προξενεί φρίκη, είναι γιατί έτσι βρίσκει τον τρόπο να γυρίζει πιο εύκολα στους καιρούς όπου οι προφήτες λέγανε τα μέλλοντα να συμβούν και οι τροβαδούροι τραγουδούσαν».

Χαμογελούσε, προχθές, καθώς του έλεγα τα ερωτήματα που θέτει στους ανθρώπους που τον πρωτογνωρίζουν το ύφος του. Θυμηθήκαμε μια συγκέντρωση συγγραφέων που έγινε τότε, σ’ εκείνη την έκθεση, στο Παρίσι. Μίλησε πρώτος ο Αντρέ Μαλρώ και ήταν ένας απίστευτος καταρράχτης από λέξεις και χειρονομίες. Ύστερα ήρθε η σειρά του Ουίλλιαμ Φώκνερ. Είπε, με τον τρόπο του, δυο-τρεις λέξεις ελάχιστες. Σιγανότατη φωνή, αδύναμη, σχεδόν ψίθυρος. Και στη στιγμή έγινε η φωνή αυτή επιβολή και πειθώ: «Δεν είμαι καμωμένος για ομιλητής» είπε. «Δεν έχω καθόλου προετοιμασθεί για να σας μιλήσω σήμερα. Αλλά λέω πως αυτό που θ’ ακούσετε έπρεπε να ειπωθεί από έναν Αμερικανό. Ξέρω, εδώ και πολύν καιρό, πως οι συμπατριώτες μου έχουν τη φήμη πως τραυματίζουνε με τη συμπεριφορά τους την ευρωπαϊκή ευαισθησία. Σκέπτομαι πως πολλοί Ευρωπαίοι δεν ξέρουν το γιατί γίνεται αυτό. Έχουμε την τάση, στις Ηνωμένες Πολιτείες, να θεωρούμε τη χώρα μας σαν μια ήπειρο απομονωμένη, που έχει συγκεντρώσει στη σημαία της τα άστρα όλων των λαών του πολιτισμένου κόσμου, και μας είναι δύσκολο να σκεπτόμαστε τους άλλους που δεν έχουν ένα αστέρι στη σημαία μας. Ευτυχώς τώρα μάθαμε ότι οι πραγματικές διαστάσεις του κόσμου μας δεν περιορίζονται στην αμερικανική ήπειρο, αλλά εκτείνονται σ’ όλη τη Γη. Πιστεύω πως σ’ ένα πολύ σύντομο μέλλον αυτό το λάθος που κάναμε θα διορθωθεί ολότελα».

Στις συναντήσεις μας των τελευταίων ημερών αυτός ο λιγομίλητος άνθρωπος χρησιμοποίησε δυο-τρεις φορές την έκφραση «το ανθρώπινο πνεύμα». Δεν είναι τυχαίο. Η πίστη του στον άνθρωπο και στο πνεύμα διαπερνά όλο του το έργο. Αυτό το έργο όπου με δύναμη εκπληκτική στήνει τις ανθρώπινες υπάρξεις με ό,τι έχουν πιο καίριο, τις πολιορκεί απ’ όλες τις πλευρές για να τις εξιχνιάσει, και τις οικοδομεί χρησιμοποιώντας την ψυχή και το αίμα με τον ίδιο τρόπο που ο μηχανικός χρησιμοποιεί το τσιμέντο και το σίδερο.

*Κείμενο του ακαδημαϊκού και διακεκριμένου λογοτέχνη Ηλία Βενέζη για τον Γουίλιαμ Φώκνερ. Έφερε τον τίτλο «Ο Φώκνερ στην Ελλάδα» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 2 Απριλίου 1957.

Ο αμερικανός συγγραφέας Γουίλιαμ Φώκνερ (William Cuthbert Faulkner) γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1897 στο Νιου Όλμπανι της πολιτείας του Μισισιπή.

Ζώντας μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα των ΗΠΑ και απέχοντας συνειδητά από τα φώτα της δημοσιότητας, ο Φώκνερ δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα το 1919. Το 1926 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα («Το μεροκάματο του στρατιώτη»).


Το 1929 νυμφεύτηκε την Εστέλ Όουλνταμ (Estelle Oldham), και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, εργαζόμενος ως νυχτοφύλακας σε ένα σταθμό παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, έγραψε ανάμεσα στα μεσάνυχτα και τις τέσσερις το πρωί, μέσα σε έξι μόλις εβδομάδες, ένα από τα αριστουργήματα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, το «Καθώς Ψυχορραγώ».

Ακολούθησε το «Ιερό» (1931), το μυθιστόρημα που τον κατέστησε ευρέως γνωστό.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 ο Φώκνερ άρχισε να γράφει σενάρια για τον κινηματογράφο, χωρίς πάντως να καταφέρει να σταδιοδρομήσει ως σεναριογράφος στο Χόλιγουντ.

Κυριότερα έργα του υπήρξαν τα ακόλουθα: «Η Βουή και η Μανία» (1929), «Φως τον Αύγουστο» (1932), «Ο Ακατάβλητος» (1938), «Αβεσσαλώμ, Aβεσσαλώμ!» (1936), «Πορεύου, Μωυσή» (1942).


Το 1949 απονεμήθηκε στον Φώκνερ το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Φώκνερ τιμήθηκε επίσης με δύο Βραβεία Πούλιτζερ και δύο Βραβεία Εθνικού Βιβλίου των ΗΠΑ.

Ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας απεβίωσε από καρδιακή προσβολή στις 6 Ιουλίου 1962, στην κωμόπολη Byhalia της πολιτείας του Μισισιπή, αφήνοντας ανεξίτηλη τη σφραγίδα της προσωπικότητάς του στην πεζογραφία του 20ού αιώνα.