Κόσμος απόκοσμος
Ο Μαρκ Φίσερ πάνω στις έννοιες του αλλόκοτου κα του απόκοσμου
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
Ήδη από το πρώτο κεφάλαιο, ο Μαρκ Φίσερ θέτει το βασικό ερώτημα που θα τον απασχολήσει στο βιβλίο του «Καπιταλιστικός ρεαλισμός. Υπάρχει εναλλακτική;» (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις futura σε μετάφραση Θέμη Πανταζάκου και Γιάννη Γαλιάτσου) και που συμπυκνώνεται στη φράση που αποδίδεται στον Φρέντρικ Τζέιμσον και τον Σλαβόι Ζίζεκ ότι «είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου, παρά το τέλος του καπιταλισμού». Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησε ο Φίσερ να περιγράψει αυτή την ιδιότυπη αίσθηση «τέλους της ιστορίας» και απουσίας οποιασδήποτε ιστορικής εναλλακτικής που χαρακτηρίζει τον ύστερο καπιταλισμό, αυτόν που αναπτύσσεται χωρίς κάποιο ιστορικό αντίπαλο.
Ο Φίσερ χρησιμοποιεί ως παράδειγμα για το πώς βιώνεται αυτό το δυστοπικό τέλος του κόσμου την ταινία του Αλφόνσο Κουαρόν «Τα παιδιά των ανθρώπων» του 2006: «Η καταστροφή στο “Τα παιδιά των ανθρώπων” δεν είναι κάτι που πρόκειται να συμβεί, ούτε κάτι που έχει συμβεί ήδη, αλλά κάτι που βιώνεται. Η συμφορά δεν χτυπάει σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο. Ο κόσμος δεν τελειώνει με έναν πάταγο, αλλά υποχωρεί, ξηλώνεται, αποσυντίθεται σταδιακά». Παρότι το βιβλίο του Φίσερ κυκλοφόρησε το 2008, σήμερα, μετά την εμπειρία της πανδημίας και της βαθύτερης κοινωνικά παραγμένης ευαλωτότητας που έχουν φέρει δεκαετίες νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων αλλά και μετά της συνεχούς αύξησης της συχνότητας και της έντασης των «φυσικών καταστροφών», είναι πολύ πιο σαφές αυτό το διαρκές βίωμα της καταστροφής, η εκ των πραγμάτων κανονικοποίηση του «ακραίου φαινομένου», την ώρα που η αίσθηση ενός αναπόδραστου καπιταλιστικού ορίζοντα επιβεβαιώνεται πανταχόθεν.
Αυτή η διαπίστωση καθιστά εξαιρετικά ενδιαφέρον το τελευταίο βιβλίο που ολοκλήρωσε ο Φίσερ πριν την αυτοκτονία του το 2017, με τίτλο το «Αλλόκοτο και το Απόκοσμο» που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Αντίποδες σε μετάφραση και επίμετρο του Αλέξανδρου Παπαγεωργίου. Όπως αναγνωρίζει και ο ίδιος ο Φίσερ, το ενδιαφέρον του γι’ αυτές τις δύο κατηγορίες προήλθε από τη διαπίστωση πόσο μεγάλο μέρος της μουσικής, της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου διαπερνιέται από αυτές.
Για τον Φίσερ το αλλόκοτο «γεννά μια αίσθηση ότι κάτι πάει λάθος: μια αλλόκοτη οντότητα ή ένα αλλόκοτο αντικείμενο είναι τόσο παράξενο που μας κάνει να νιώθουμε ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει, ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να υπάρχει εδώ» (σ. 51). Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί ως παραδείγματα την αλλόκοτη λογοτεχνία του Χ. Β. Λάβκραφτ, ένα διήγημα του Χ. Τζ. Γουέλς, το «γκροτέσκο» σύμπαν του συγκροτήματος The Fall, ή τις ταινίες Mulholland Drive και Inland Empire του Ντέιβιντ Λιντς.
«Η οπτική του απόκοσμου μας επιτρέπει να δούμε τις δυνάμεις που ορίζουν την πεζή πραγματικότητα, αλλά κατά κανόνα παραμένουν σκοτεινές»
Σε αντίθεση με το αλλόκοτο που συγκροτείται από την παρουσία «αυτού που δεν ανήκει εδώ», το απόκοσμο, κατά τον Φίσερ, «συγκροτείται από μια αποτυχία της απουσίας ή από μια αποτυχία της παρουσίας. Η αίσθηση του απόκοσμου εμφανίζεται είτε όταν υπάρχει κάτι εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα, είτε όταν δεν υπάρχει κάτι εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει κάτι» (σ. 120). Παραδείγματα εντοπίζει σε συγγραφείς όπως η Δάφνη ντι Μωριέ, ο Κρίστοφερτ Πριστ, ο Μ. Ρ. Τζέιμς, η Τζόαν Λίντσεϊ σε μουσικούς όπως ο Μπράιαν Ίνο, σε σεναριογράφους όπως ο Νάιτζελ Νιλ, σκηνοθέτες όπως ο Κιούμπρικ και ο Ταρκόφσκι.
Όπως συμβαίνει συχνά με τα κείμενα του Φίσερ, έτσι και εδώ ο θεωρητικός σκελετός χτίζεται βήμα βήμα μέσα από την προσέγγιση των έργων τέχνης, θυμίζοντας ότι υπήρξε και ένας από τους πιο διεισδυτικούς πολιτιστικούς κριτικούς της γενιάς του. Ο Φίσερ συνδέει τις έννοιες του αλλόκοτου και του απόκοσμου με τη φροϋδική έννοια του unheimlich (ανοίκειου), όμως εντοπίζει και μια βασική διαφορά. Το φροϋδικό unheimlich «αφορά την παρουσία του παράξενου εντός του οικείου, το παράξενα οικείο, το οικείο ως παράξενο – αφορά τον τρόπο που ο ανθρώπινος κόσμος μας δεν ταυτίζεται με τον εαυτό του» (σ. 42). Για τον Φίσερ το unheimlich τελικά καταλήγει να περιορίζει τα όρια μέσα στα οποία μπορούμε να στοχαστούμε το παράξενο, τα όρια μιας ορισμένης εσωτερικότητας που διαχειρίζεται την αντιφατική σχέση της με την εξωτερικότητα. Αντιθέτως, το αλλόκοτο είναι αυτό που δεν ανήκει εδώ, αυτό που δεν συμφιλιώνεται με το οικείο. Αντίστοιχα, και το απόκοσμο συνδέεται με μια έννοια εξωτερικότητας.
Για τον Φίσερ η έννοια του απόκοσμου συνδέεται με το ερώτημα τελικά του ποιες είναι οι δυνάμεις που καθορίζουν την κοινωνική ζωή. Υπογραμμίζει το «μεταφυσικό σκάνδαλο», όπως γράφει χαρακτηριστικά του κεφαλαίου, τον τρόπο που τελικά συμπεριφέρεται σαν μια απόκοσμη δύναμη, όπου το άυλο και το υλικό αποκτούν τα χαρακτηριστικά του εμπρόθετου και όχι απλώς καθορίζουν τις ζωές μας αλλά και διαρκώς τις εμπλέκουν, τον «τρόπο που “εμείς” “οι ίδιοι” εμπλεκόμαστε στους ρυθμούς, τις ωθήσεις και τις σχηματοποιήσεις των μη ανθρώπινων δυνάμεων» (σ. 45).
Ο Φίσερ προσεγγίζει το απόκοσμο και ως εναλλακτική έξοδο από την πραγματικότητα: «Η οπτική του απόκοσμου μας επιτρέπει να δούμε τις δυνάμεις που ορίζουν την πεζή πραγματικότητα, αλλά κατά κανόνα παραμένουν σκοτεινές, όπως επίσης μπορεί να μας ανοίξει τον δρόμο προς τους χώρους που εκτείνονται πέρα από την ίδια την πεζή πραγματικότητα εν γένει. Είναι αυτή η απελευθέρωση από το καθημερινό, η απόδραση από τα όρια αυτού παραδοσιακά λογίζεται ως πραγματικότητα, που ερμηνεύει εν μέρει την παράξενη έλξη που ασκεί το απόκοσμο».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις