Η Ευρώπη πρέπει να επενδύσει πιο γρήγορα και πιο μαζικά στην ενεργειακή της μετάβαση, εάν θέλει να παραμείνει παγκόσμια βιομηχανική δύναμη, προειδοποίησαν την Παρασκευή κορυφαία στελέχη χάραξης πολιτικής.

Οι προειδοποιήσεις αυτές διατυπώθηκαν στη διάσκεψη για τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια που διοργανώθηκε από τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων στο Παρίσι.

Κυβερνητικοί αξιωματούχοι, φορείς και παράγοντες της αγοράς υπογράμμισαν ότι οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα αντιμετωπίζουν φραγμούς, όπως η αβεβαιότητα πολιτικής, η γραφειοκρατία που καθυστερεί τα έργα και το υψηλότερο ενεργειακό κόστος.

Την ίδια στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα, η Ινδία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα αναπτύσσουν φιλόδοξα βιομηχανικά προγράμματα, προειδοποίησαν.

Το συνέδριο της Παρασκευής επικεντρώθηκε στα εργαλεία χρηματοοικονομικής και δημόσιας πολιτικής που θα μπορούσαν να απελευθερώσουν τις επενδύσεις που απαιτούνται για τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια.

«Παρά τη μεγάλη εσωτερική αγορά, το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και την παγκόσμια έρευνα και ανάπτυξη, δεν έχουμε ακόμη δει πώς η Ευρώπη θα κάνει πράξη τις φιλοδοξίες της», δήλωσε ο εκτελεστικός διευθυντής του ΔΟΕ, Φατίχ Μπιρόλ.

«Οι φορείς χάραξης πολιτικής πρέπει να αναλάβουν τολμηρή δράση, και σύντομα, για να παραμείνει η περιοχή παγκόσμια βιομηχανική δύναμη», είπε ο Μπιρόλ.

«Αναβλητικότητα»

Από την πλευρά της η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ κάλεσε την Ευρώπη να «αποφύγει την αναβλητικότητα».

«Αν και είναι δελεαστικό να πιστεύουμε ότι μπορούμε να εξομαλύνουμε το κόστος της μετάβασης πιέζοντας τους κλιματικούς στόχους, τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτό δεν θα συμβεί», είπε.

«Η αναβλητικότητα είναι πιθανό να αυξήσει τον λογαριασμό που θα καταλήξουμε να πληρώσουμε», είπε η Λαγκάρντ.

Ο Βέρνερ Χόγιερ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, είπε ότι οι βιομηχανίες «πρέπει να αγκαλιάσουν άμεσα την αλλαγή, διαφορετικά κινδυνεύουν να μείνουν πίσω».

Το μεγάλο δίλημμα

H Κομισιόν έχει συμφωνήσει να διοχετεύσει το 37% των κεφαλαίων της για την ανάκαμψη της οικονομίας – σχεδόν 300 δισεκατομμύρια ευρώ – στον στόχο της Πράσινης Συμφωνίας για καθαρές μηδενικές εκπομπές έως το 2050.

Πέρυσι, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ξεπέρασαν το φυσικό αέριο και έγιναν η κορυφαία πηγή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ, με την ηλιακή ενέργεια να αυξάνεται κατά 24%.

Ωστόσο, πλέον η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα μεγάλο δίλημμα που κάνει την πράσινη ατζέντα της να ξεθωριάζει: η ενεργειακή κρίση σε συνδυασμό με την εκτίναξη των λογαριασμών ενέργειας βάζουν στην άκρη τις περιβαλλοντικές ανησυχίες.

Στη Γερμανία υπάρχουν έντονες αντιδράσεις για τη σταδιακή κατάργηση των λεβήτων αερίου.

Οι αυτοκινητοβιομηχανίες μέσω των συνθετικών καυσίμων κατάφεραν να κερδίσουν χρόνο για τους συμβατικούς κινητήρες εσωτερικής καύσης, τους οποίους η Επιτροπή είχε δεσμευτεί να καταργήσει σταδιακά έως το 2035.

Τον Μάιο, ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, και ο Βέλγος πρωθυπουργός, Αλεξάντερ Ντε Κρό, ζήτησαν δημόσια για «παύση» στην ατζέντα της Πράσινης Συμφωνίας της ΕΕ, ενώ η Πολωνία αγωνίζεται για εξαιρέσεις ώστε να διατηρήσει τις επιδοτήσεις άνθρακα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Ενόψει των εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και αρκετές εθνικές εκλογές το 2024, οι ευρωπαίοι πολιτικοί πρέπει να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι η διατήρηση της πράσινης μετάβασης σε πορεία είναι προς το συμφέρον τους σε μια εποχή που πολλοί ανησυχούν για το αυξανόμενο κόστος ζωής.

Πηγή ΟΤ