[…]

Η διδασκαλία του Φος [σ.σ. στη γαλλική πολεμική ακαδημία] αντηνάκλα την ιδιοσυγκρασίαν του, την απλότητα της υγιούς αντιλήψεως, το πάθος διά την πραγματικότητα, την εσκεμμένην ορμήν προς μίαν και την αυτήν κατεύθυνσιν. Περί τίνος πρόκειται; Αυτό είνε το αιώνιον ερώτημά του, και το έθετεν εις τον ίδιον τον εαυτόν του. Έσχιζε τον πέπλον που περιβάλλει τας λέξεις διά να διεισδύση μέχρι της ουσίας των. Καθηγητής απηλλαγμένος σχολαστικότητος, δεν εχρονοτριβούσεν εις τους τύπους, αλλ’ έσπευδε κατ’ ευθείαν προς τας ιδέας. Το παράδειγμά του και η πνευματική γυμναστική του διεμόρφωναν τον χαρακτήρα και εχαλύβδωναν τας ψυχάς. Ορμητικοί και εύστροφοι, οι νεαροί μαθηταί του θα ήσαν έτοιμοι μόλις θα ήρχετο ο πόλεμος. Εάν ο Φος δεν είχεν εις το χέρι του τούς εκλεκτούς αυτούς που είχε διαμορφώση ο ίδιος, ποίος θα τον καταλάβαινε αργότερα και θα ετίθετο παρά το πλευρόν του; Ποίος θα υπήκουεν εις αυτόν όχι μόνον σύμφωνα με τους λόγους του, αλλά σύμφωνα με το πνεύμα του; Από της εποχής εκείνης οι μαθηταί του είχαν συνασπισθή γύρω του, όπως αργότερα συνησπίσθη μαζί του ολόκληρος η χώρα. Το στράτευμα οφείλει εις τους επιτελείς του ό,τι οι επιτελείς οφείλουν εις τους διδασκάλους των: την πρόσχαρον και αυθόρμητον πειθαρχίαν, μέχρι θανάτου.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 22.3.1929, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ας κυττάξωμεν εν τοσούτω τι απετέλει το ιδιαίτερον γνώρισμα του Φος. Πρωτίστως πρέπει ν’ αναφέρωμεν το ζωηρόν πνεύμα του. Για το πνεύμα αυτό δεν υπήρχαν εμπόδια. Ο Φος υπερπηδούσε οιονδήποτε κώλυμα συναντούσε εις τον δρόμον του, εξωμάλυνε κάθε δυσχέρειαν χάρις εις την ικανότητα να την αναγνωρίζη και να την αναμετρά εκ του πρώτου βλέμματος· άμα μια φορά υπελόγιζε τον δρόμον με το μάτι του και έτασσεν ένα τέρμα εις τας δυνάμεις του, τίποτε δεν ημπορούσε να τον συγκρατήση. Έτρεχε χωρίς να σκοντάφτη, και η μεγάλη αρετή του δεν ήτο η ταχύτης του, αλλ’ η ασφάλεια την οποίαν είχεν η ταχύτης αυτή. Όσοι τον παρηκολούθουν, όσοι τον ήκουαν, εξεπλήσσοντο εις βαθμόν ώστε να ζαλίζωνται. Έμεναν δύσπιστοι κατ’ αρχάς και εθύμωναν που δεν ημπορούσαν να τον ακολουθήσουν.


Οσάκις ηγείρετο ένα σοβαρόν ζήτημα, οι άλλοι θα ήθελαν να τον έβλεπαν να σταθή για να το μελετήση καλά. Αλλ’ ο Φος με ένα βλέμμα εισέδυεν εις την ουσίαν του ζητήματος. Χωρίς να υποτάσσεται εις αυτό, το υπέτασσε και η λύσις εξέφευγε πάντοτε από τα χείλη του συνοδευομένη από ένα μειδίαμα. Εις το τέλος όλοι ανεγνώριζαν ότι το καλλίτερον ήταν να παραιτηθούν από του να τον μαντεύουν, και αντί να χάνουν τον καιρόν των ερευνώντες, το καλλίτερον ήτο να τον πιστεύουν χωρίς να ερευνούν. Η λύσις που επρότεινε κάθε φοράν ο Φος προήρχετο από τα βάθη τού είναι του, εκεί όπου εδρεύει το ένστικτον, και γι’ αυτό ήτο πάντοτε η πλέον ασφαλής, η μόνη ορθή. […] Το πνεύμα του Φος —σπάνιον φαινόμενον— ενήργει εκ διαισθήσεως, της διαισθήσεως που κάνει το πνεύμα να σπινθηροβολή, διότι προέρχεται από την καρδιά […].


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 22.3.1929, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Και εις όλην την φυσιογνωμίαν και την ηθικήν προσωπικότητα του Φος υπήρχεν ένα κύριον γνώρισμα, αυτό είνε η ζωηρότης του, θα μπορούσα να πω το φτερούγισμα του πνεύματός του. Ναι, το πνεύμα του έχει κάτι από το πουλί: ελαφριάν κίνησιν και γοργότητα, τα χαρακτηριστικά της πτήσεως.


Το μάτι του σπινθηροβολούσε, άστραφτε, εφώτιζε και έξαφνα, μόλις εστρέφετο προς άλλην διεύθυνσιν και δεν το ησθάνεσθε πλέον επάνω σας, είχατε την αίσθησιν ότι είχατε μείνη μέσα εις το σκοτάδι και την νύκτα. Ολόκληρον το σώμα του είχεν αυτήν την νεανικήν και ανεξάντλητον ελαφρότητα και δροσιά. Εις τους μακρούς δρόμους της ζωής, ο Φος παρέμεινε πάντοτε ο άνθρωπος του βουνού, που λες και τον ανασηκώνει ο καθαρός αέρας που έχει μαζεύση μέσα εις τους πνεύμονάς του.


Ο λόγος του ήταν επιβλητικός, αλλ’ ελαφρός και ευχάριστος. Το πρόσωπόν του, που ήταν συνήθως ήμερον και προσηνές, μπορούσε να γίνη σκληρόν εις τας στιγμάς που το εχαλύβδωνεν η θέλησις. Εις τοιαύτας στιγμάς κανείς δεν μπορούσε να του ξεφύγη. Η καρδιά του ήταν πιστή και τρυφερά, βαθιά και προσηνής. Τίποτε, μη εξαιρουμένης μήτε της δόξης, δεν μπόρεσε ποτέ να τον μετακινήση από τον κύκλον της συμπαθείας και της αγάπης με τον οποίον τον περιέβαλλαν όσοι τον εγνώριζαν.

[…]


Ο Φος έχει δεχθή κάτι από όλα τα διαμερίσματα της Γαλλίας. Από την μίαν επαρχίαν της την επιμονήν, από την άλλην την ορμήν, από άλλην την σύνεσιν και από άλλην τον ενθουσιασμόν. Από την Μεσημβρίαν την τέχνην να διευθύνη ανθρώπους, από τας ανατολικάς επαρχίας της την υπομονήν και το μυστικόν που ξεύρουν να περιμένουν την κατάλληλον στιγμήν. Περισσότερον όμως εξ όλων αυτών, ο Φος διεκρίνετο για κάτι που ήταν το αποκλειστικόν και προσωπικόν του γνώρισμα: διά την αποφασιστικότητα της κρίσεως, που δεν μπορούσε να κλονίση κανένας δευτερευούσης σημασίας υπολογισμός, που δεν μπορούσε να μεταβάλη κανένας δισταγμός, που δεν μπορούσε να εκμηδενίση καμμία αποθάρρυνσις. Ο Φος είχε πάντοτε την ψυχραιμίαν του και το διαυγές βλέμμα του. Η μέθοδός του συνωψίζετο πάντοτε εις τρεις λέξεις: Περί τίνος πρόκειται; Ο Φος υπήρξε για τους άλλους ο αρχηγός με τον καλλίτερον, τον ευκολώτερον χαρακτήρα, και με την πλέον δυσκολονόητον ιδιοφυΐαν.

*Πρωτοσέλιδο άρθρο του «Ελευθέρου Βήματος» για τον Φερδινάνδο Φος, που είχε δημοσιευτεί στο φύλλο της 22ας Μαρτίου 1929. Συντάκτης του πολύ ενδιαφέροντος κειμένου ήταν ο γάλλος ακαδημαϊκός Γαβριήλ Ανοτώ (Gabriel Hanotaux, 1853-1944), διπλωμάτης, πολιτικός και ιστορικός.


Ο Γαβριήλ Ανοτώ 

Ο Φερδινάνδος (Φερντινάν) Φος, γάλλος στρατάρχης και άριστος θεωρητικός της στρατιωτικής τέχνης, υπήρξε ένας από τους βασικότερους συντελεστές της νίκης των Συμμάχων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Διετέλεσε ανώτατος διοικητής των Συμμαχικών δυνάμεων στο Δυτικό και στο Ιταλικό Μέτωπο κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών του πολέμου, αρχής γενομένης από το Μάιο του 1918, και ήταν εκείνος που υπαγόρευσε εξ ονόματος των Συμμάχων τους όρους της ανακωχής στους ηττημένους Γερμανούς το Νοέμβριο του 1918.

Ο Φερδινάνδος Φος (Ferdinand Foch) γεννήθηκε στην πόλη Ταρμπ (Tarbes) της νοτιοδυτικής Γαλλίας (πλησίον των Πυρηναίων) στις 2 Οκτωβρίου 1851 και απεβίωσε στο Παρίσι στις 20 Μαρτίου 1929.