Ο Λευτέρης Χαψιάδης φλερτάρει πλέον με την αιωνιότητα
Ο στιχουργός του χιλιοτραγουδισμένου «Μία είναι η ουσία, δεν υπάρχει αθανασία» πέρασε στην άχρονη πλευρά της ιστορίας παραμένοντας, όμως, πάντα εδώ, με έναν περίεργο τρόπο.
- Αυτές είναι οι πιο αμφιλεγόμενες απονομές χάριτος στην ιστορία των ΗΠΑ
- Ξεκινά η κατασκευή του μεγαλύτερου κύβου στον κόσμο - Θα χωράει το Empire State Building 20 φορές
- Εκτός λειτουργίας οι ανελκυστήρες σε επτά σταθμούς του μετρό Θεσσαλονίκης
- Διστακτικοί οι Έλληνες στην κατάργηση των κερμάτων 1 και 2 λεπτών - Ποσοστό έκπληξη έδειξε το ευρωβαρόμετρο
Η ιλιγγιώδης και σαρωτική δύναμη των λέξεων, αυτή είναι η μαγική μαγιά, η κόλλα που ενώνει τις ζωές των ανθρώπων παρακάμπτοντας προσωπικά βιώματα, αγωνίες, φόβους, επιθυμίες. Ένας στίχος τραγουδιού, φερ’ ειπείν, μπορεί να γίνει ενιαία λεζάντα κάτω από τη φωτογραφία χιλιάδων, εκατοντάδων προσώπων, μέσα στον χρόνο.
Άιντε ν’ αρρωστήσει ο Άγιος Πέτρος
να τη βγάλουμε και φέτος.
Να ‘σουνα, Θεέ μου, πότης
να σωθεί η ανθρωπότης,
στο μεθύσι σου απάνω
να μαχαίρωνες το Χάρο.
Αυτή η έμμετρη σκέψη πέρασε κάποια στιγμή από το μυαλό του σπουδαίου στιχουργού, ποιητή και μυθιστοριογράφου Λευτέρης Χαψιάδης ενώνοντας, μεμιάς, τους πάντες απέναντι στο ανίκητο. Στο προδιαγεγραμμένο. Για μια στιγμή, ακούγοντας το, νιώθει κανείς ότι κερδίζει μια μικρή, φευγαλέα, ανεπαίσθητη νίκη επί του θανάτου.
Σήμερα, ο στιχουργός της αθανασίας πέρασε, μοιραία, τις πύλες της.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
«Λέγομαι Λέλος Αθάνατος και έγραφα τραγούδια»
«Ο στιχουργός Λέλος Αθάνατος έπειτα από συμπλοκή με τοξικομανείς – ληστές τραυματίζεται θανάσιμα. Σχεδόν αμέσως φτάνει στις πύλες του Παραδείσου και εκεί τον υποδέχεται ο Αγιος Πέτρος. Ακολουθεί η εξής στιχομυθία:
«Πώς λέγεσαι και τι δουλειά έκανες όσο ζούσες;», ρωτάει τον άρτι αφιχθέντα νεκρό ο Άγιος Πέτρος» γράφει ο δημοσιογράφος Δημήτρης Μανιάτης στα Νέα, το 2012, φωτίζοντας ένα κομμάτι του δυνατού μυαλού του Λευτέρη Χαψιάδη, ο οποίος επέτρεπε στο συναίσθημά του να δαμάσει το πνεύμα του –μόνο έτσι βγαίνουν διαμάντια στο φως.
«Λέγομαι Λέλος Αθάνατος και έγραφα τραγούδια», απαντάει ο στιχουργός.
«Α, εσύ ήσουν που έγραψες το τραγούδι «Μία είναι η ουσία» και με έκανες ρεζίλι; Γιατί έγραψες «Αϊντε ν’ αρρωστήσει ο Αγιος Πέτρος να τη βγάλουμε και φέτος»;», του λέει έξαλλος ο Αγιος του Παραδείσου και ο Λέλος τον «ψήνει» τελικά λέγοντάς του πως είναι ο καλύτερος των αγίων για τον κόσμο. Κάπως έτσι κερδίζει μια θέση στον Παράδεισο. Το παραπάνω φανταστικό και σουρεαλιστικό σενάριο περιλαμβάνεται στο μυθιστόρημα «Ένας άγγελος αλήτης» του στιχουργού λαϊκών επιτυχιών Λευτέρη Χαψιάδη.
Και μπορεί ο Λέλος του βιβλίου – που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Χαψιάδη – να χρειάστηκε «ψήσιμο» για να κερδίσει μια θέση στον Παράδεισο του μυθιστορήματος, για τον ίδιο όμως τον Χαψιάδη χρειάστηκε ένα τραγούδι-σουξέ (από τα μεγαλύτερα και διαχρονικότερα του λαϊκού τραγουδιού) για να κερδίσει μια θέση πλάι στους αναγνωρίσιμους στιχουργούς του χώρου. Κι αυτό δεν είναι άλλο από το «Μία είναι η ουσία» που έγραψε σε μουσική Χρήστου Νικολόπουλου το 1984 και πρωτοερμήνευσε η Χάρις Αλεξίου στον δίσκο “Εμφύλιος έρωτας”» συνεχίζει ο Δημήτρης Μανιάτης στα Νέα.
«Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος με μάγεψε»
«Γεννήθηκα στις Φέρες του νομού Έβρου τον Οκτώβρη του 1953. Οι γονείς μου ποντιακής καταγωγής και οι δυο. Ο πατέρας μου από τα Σούρμενα του Πόντου και η μητέρα μου από τη Σαμψούντα. Μεγάλωσα στα Κοίλα των Φερών, μέσα σε μια ευτυχισμένη οικογένεια και ήμουν το μικρότερο παιδί μετά από τις δυο αδερφές μου που με λάτρευαν.
Στα δώδεκά μου ήρθαμε στην Αλεξανδρούπολη, όπου και τελείωσα το Γυμνάσιο. Η αγάπη μου για το τραγούδι ήρθε από πολύ νωρίς στη ζωή μου, αλλά στην Αλεξανδρούπολη ανακάλυψα το πικ απ και τους δίσκους βινυλίου.
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ήταν ο άνθρωπος που με μάγεψε. Η ζωή μου καθορίστηκε κυριολεκτικά από τους στίχους του και η αγάπη μου γι’ αυτόν με τράβηξε στην Αθήνα.
Ως φοιτητής στη Βιολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πάτρας, ασχολήθηκα με τη μελέτη του ρεμπέτικου τραγουδιού και ευτύχισα να γνωρίσω τους περισσότερους εκπροσώπους του. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που βρέθηκα σε μια γενιά, που συνάντησε τόσο σημαντικούς ανθρώπους. Πρόλαβα και είδα τον Τσιτσάνη ζωντανό και τον Μίκη Θεοδωράκη με το Μάνο Χατζηδάκι να οδηγούν το τραγούδι στον ουρανό.
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος όμως, ήταν για μένα ο δημιουργός του Σύμπαντος. Ως στιχουργός στο τραγούδι μπήκα εντελώς τυχαία στο 1983. Μπήκα να κάνω μια βόλτα στο μακρύ δρόμο του λαϊκού τραγουδιού.
Τραγούδια μου τραγούδησαν οι πιο πολλοί Έλληνες τραγουδιστές».
Έτσι συστηνόταν ο Λευτέρης Χαψιάδης στο βιογραφικό σημείωμα των βιβλίων του ξεκαθαρίζοντας, πάντα, που χτυπούσε η καρδιά του.
Όταν οι περισσότεροι συνομήλικοί του απολάμβαναν την ποπ και τη ροκ, ο Χαψιάδης ανακάλυπτε γεγονότα και λεπτομέρειες γύρω από τα ρεμπέτικα τραγούδια, τους ερμηνευτές και τους στίχους τους, τα περισσότερα από αυτά ελάχιστα γνωστά στο ευρύ κοινό.
Το περίπτερο του πατέρα και το ρεμπέτικο
Την εποχή που ζούσαν στην Αλεξανδρούπολη ο πατέρας του είχε περίπτερο. Η δουλειά στο περίπτερο έδωσε στον Λευτέρη την ευκαιρία να διαβάζει πολύ και να ενδιαφερθεί για τους στίχους των ρεμπέτικων. Όταν οι περισσότεροι συνομήλικοί του απολάμβαναν την ποπ και τη ροκ, ο Χαψιάδης ανακάλυπτε γεγονότα και λεπτομέρειες γύρω από τα ρεμπέτικα τραγούδια, τους ερμηνευτές και τους στίχους τους, τα περισσότερα από αυτά ελάχιστα γνωστά στο ευρύ κοινό.
Ανέπτυξε, έτσι, τη συνήθεια να συλλέγει ρεμπέτικους στίχους και να σημειώνει για αυτούς σε ένα τετράδιο. Αυτό του έδωσε το διαβατήριο ώστε να γίνει αποδεκτός στους κύκλους των βασικών παραγόντων του κλάδου του ρεμπέτικου τα επόμενα χρόνια.
Για έξι μήνες, παρακολούθησε μαθήματα στο τμήμα Βιολογίας στην Πάτρα, πριν εγκαταλείψει τις σπουδές του και απορροφηθεί πλήρως από τον επαγγελματικό κόσμο των ρεμπέτικων στην Αθήνα.
Γνωρίστηκε με τον Γιώργο Νταλάρα, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Στράτο Διονυσίου, τον Μανώλη Αγγελόπουλο… Έγινε στενός φίλος με τον μυθιστοριογράφο Βασίλη Βασιλικό.
Στο πρώτο του μυθιστόρημα, μάλιστα, ο Χαψιάδης αφιερώνει ένα κεφάλαιο σε μια δραματική περίοδο της ζωής του Βασιλικού, αμέσως μετά τον χαμό της συζύγου του, Μιμής, στη Ρώμη.
«Θα γνωρίσεις τον μεγαλύτερό σου θαυμαστή»
«Η Βιολογία με ενδιέφερε ελάχιστα. Πάντοτε έψαχνα τρόπο να γνωρίσω τον Λευτέρη Παπαδόπουλο» θα πει, χρόνια μετά, ο Λευτέρης Χαψιάδης εξιστορώντας το χρονικό της καθοριστικής συνάντησης. «Το 1974 διάβασα μια συνέντευξη του Γιώργου Νταλάρα στην εφημερίδα Τα Νέα. Μόλις είχε εγκαταλείψει την αίγλη της παραλίας και τραγουδούσε στην μπουάτ “Θεμέλιο” στην Πλάκα. Ο Γιώργος Νταλάρας έλεγε ότι ήθελε να κάνει δίσκο με παλιά ρεμπέτικα, αλλά ήταν δύσκολο να βρει δίσκους. Μάλιστα, αγαπούσε πολύ τον Γιώργο Κάβουρα, του οποίου εγώ είχα ήδη από παλιούς δίσκους 40 τραγούδια. Με όπλο στα χέρια μου δύο κασέτες με τραγούδια του Κάβουρα, πήγα ως πελάτης στο “Θεμέλιο”.
»Το πρόγραμμα τελείωσε και μπήκα στα καμαρίνια. Του είπα ότι του έφερα δώρο τα τραγούδια του Κάβουρα. Έμεινε έκπληκτος. Ενώ ήταν έτοιμος να φύγει, άνοιξε το κασετόφωνο και άρχισε να τα ακούει. Δεν ήξερε σχεδόν κανένα».
Στη συζήτηση που ακολούθησε, ο Λευτέρης Χαψιάδης είπε στον Γιώργο Νταλάρα ότι είχε τρομερή επιθυμία να συναντήσει τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Ήταν 2:00 το πρωί, όταν το σύμπαν συνωμότησε και χτύπησε το τηλέφωνο στο καμαρίνι του Νταλάρα. Ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. «Λευτέρη, όπου κι αν είσαι, πάρε ταξί κι έλα. Θα γνωρίσεις τον μεγαλύτερό σου θαυμαστή», είπε ο τραγουδιστής στον στιχουργό. «Πες του να έρθει αύριο το μεσημέρι στα Νέα», απάντησε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Η συνέχεια πέρασε στην ιστορία του ελληνικού πενταγράμμου.
«Γυρίζοντας, Χρήστο, στην Ελλάδα θα γράψω ένα τραγούδι που θα μιλάει για τα μπαλέτα Μπολσόι”. Το γράφω κι έχει δύο στίχους: “Ποιος σου έμαθε εντέλει να χορεύεις τσιφτετέλι, μήπως ήσουν στα Μπολσόι, μπαλαρίνα από σόι».
«Εγώ είχα πάει με τη Νεολαία του ΠΑΣΟΚ»
Τα σουξέ του Λευτέρη Χαψιάδη τη δεκαετία του ’80 διαδέχονταν το ένα το άλλο. Ένα από τα τραγούδια που γνώρισαν ιδιαίτερη επιτυχία εκείνη την εποχή ήταν το «Όταν χορεύεις μάτια μου» με τον Μανώλη Αγγελόπουλο. Το τελευταίο τραγούδι του δίσκου, το οποίο δυο χρόνια μετά ηχογραφήθηκε ξανά και συμπεριλήφθηκε στον προσωπικό δίσκο του Αγγελόπουλου «Έλληνας είμαι». Την ιστορία του «Όταν χορεύεις μάτια μου» την αφηγήθηκε σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο, συγγραφέα και ραδιοφωνικό παραγωγό, Θανάση Γιώγλου.
«Αυτό ήταν ένα σημαδιακό τραγούδι. Είχαμε πάει στη Μόσχα, στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαιών. Είχε έρθει κι ένα καλλιτεχνικό πρόγραμμα, που τραγουδούσε ο Νταλάρας με την Αλεξίου κι έπαιζε μπουζούκι ο Χρήστος Νικολόπουλος. Εγώ είχα πάει με τη Νεολαία του ΠΑΣΟΚ. Μας πήγαν μια φορά στα μπαλέτα Μπολσόι και είχαν τον “Καρυοθραύστη” του Τσαϊκόφσκι.
Έπαθα πλάκα! Αυτόματα μου ήρθε μια έμπνευση και λέω: “Γυρίζοντας, Χρήστο, στην Ελλάδα θα γράψω ένα τραγούδι που θα μιλάει για τα μπαλέτα Μπολσόι”. Το γράφω κι έχει δύο στίχους: “Ποιος σου έμαθε εντέλει να χορεύεις τσιφτετέλι, μήπως ήσουν στα Μπολσόι, μπαλαρίνα από σόι. / Όταν χορεύεις μάτια μου, ζηλεύουν κι οι γοργόνες κι απ’ τον χορό σου τρέμουνε στην πίστα οι κολόνες / Ποιος σου δίδαξε τον τρόπο να ταρακουνάς τον τόπο, μήπως πήρες το πτυχίο στου Νουρέγιεφ το σχολείο;”.
»Αυτό είχε δύο στίχους και το ρεφρέν. Kι έχω την έμπνευση και λέω “Χρήστο, ξέρεις με ποιον θα γίνει χαμός μ’ αυτό;” “Με ποιον;” λέει. “Με έναν που είναι κόντρα με τον στίχο. Με τον Αγγελόπουλο τον Μανώλη, τον κουμπάρο μου”. Είχαμε ήδη γνωριστεί με τον Μανώλη, τον είχα παντρέψει στον δεύτερο γάμο του. Τον Μανώλη τον γνώρισα την πρώτη μέρα που έγραφα το πρώτο μου τραγούδι. Ο Τερζής τραγουδούσε το “Φαντασία μου πλανεύτρα” και ο Μανώλης πήγε στην Columbia να πληρωθεί και πέρασε από το studio. Τότε τα studio είχαν άλλη ζεστασιά, έρχονταν να πιουν τον καφέ τους, κι ας μη γράφανε.
Κι ακούει τον Τερζή να τραγουδά το “Φαντασία μου πλανεύτρα” και λέει στον Νικολόπουλο:
– Ποιος έγραψε τα λόγια σ’ αυτό το τραγούδι;
– Ένα καινούργιο παιδί, ο Χαψιάδης.
– Πιτσιρίκο, εσύ τα ’γραψες;
– Ναι, του λέω.
– Γράψε το όνομά σου και δώσε και το τηλέφωνό σου.
Με παίρνει την άλλη μέρα τηλέφωνο και λέει: “Τον κύριο Χατζιάδη, παρακαλώ”. Λέω: “Χαψιάδη θες να πεις. Έλα, Μανώλη…” “Ναι, ρε παιδί μου, δεν το διάβασα καλά. Κερνάω καφέ στο ξενοδοχείο “Ομόνοια”, έρχεσαι;” Εγώ δούλευα τότε στην Πανεπιστημίου. Κι από τότε γίναμε αχώριστοι φίλοι. Μου στοίχισε πολύ που έφυγε ο Μανώλης και δεν πρόλαβε τον τελευταίο του δίσκο να τον χαρεί, που έβγαλε τόσα σουξέ».
«Την επόμενη ημέρα περνούσα εξετάσεις θώρακος για τη δουλειά μου στη Γραμματεία Νέας Γενιάς. Με κυρίευσε η ιδέα του θανάτου, λοιπόν. Σκεφτόμουν την κηδεία μου, τα κλάματα της μάνας μου, τέτοια! Και τότε μου έρχεται η πρώτη φράση σχεδόν αυτόματα: «Mία είναι η ουσία»».
«Μία είναι η ουσία»
Ένα, φυσικά από τα πιο δημοφιλή τραγούδια του Χαψιάδη, αν όχι το πιο δημοφιλές, είναι το «Μια είναι η ουσία», που κυκλοφόρησε κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Το τραγούδι ερμηνεύτηκε αρχικά από τη Χάρις Αλεξίου και αργότερα από αρκετούς άλλους ερμηνευτές, συμπεριλαμβανομένου του Γιώργου Νταλάρα.
Οι στίχοι του τραγουδιού πραγματεύονται περιπαικτικά την αθανασία. Ο στιχουργός παραδέχεται ότι τίποτα δεν είναι αθάνατο και παρακαλεί τον Θεό, αφού πρώτα πιει μερικά ποτά, να εξαλείψει οριστικά τον θάνατο. Οι στίχοι χρησιμοποιούνται σε ένα απόσπασμα στο δεύτερο βιβλίο του, όπου ο συγγραφέας πεθαίνει και αγωνίζεται να μπει στον Παράδεισο, αλλά συναντά τον ενοχλημένο Άγιο Πέτρο, που δεν φαίνεται να του αρέσει καθόλου το συγκεκριμένο τραγούδι.
«Ας δούμε όμως πώς αφηγείται στα Νέα ο Λευτέρης Χαψιάδης την εποχή αλλά και τον τρόπο που εμπνεύστηκε τους στίχους της μεγάλης αυτής επιτυχίας» γράφει ο Δημήτρης Μανιάτης, το 2012, πιάνοντας την ιστορία από το σημείο που ο Λέλος Αθάνατος σύγχισε τον Άγιο Πέτρο.
«Έγραφαν τότε ο Χρήστος ο Νικολόπουλος και ο Νίκος ο Τάτσης τραγούδια για τον δίσκο «Εμφύλιος έρωτας» της Χ. Αλεξίου. Μου έδωσε λοιπόν ο Χρήστος μουσικές για να γράψω πάνω τους στίχους. Η αλήθεια είναι πως αυτός ο τρόπος είναι πολύ δύσκολος και λίγοι στιχουργοί μπορούν να ανταπεξέλθουν. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, για παράδειγμα, που πίστευε πως ο ίδιος ο στίχος κρύβει μέσα του τη μελωδία, δεν είχε γράψει ποτέ έτσι. Εγώ όταν πήρα τις μουσικές του Χρήστου – σ.σ.: ο Χαψιάδης στον δίσκο εκτός από το συγκεκριμένο κομμάτι έγραψε και το «Αδιέξοδο» – αγχώθηκα πολύ. Δεν μπορούσα να γράψω λέξη. Οι συντελεστές είχαν ήδη μπει στο στούντιο και ο χρόνος τελείωνε. Ζήτησα από τον Νικολόπουλο μία ακόμη ημέρα για να γράψω», θυμάται ο Χαψιάδης.
Δείτε το βίντεο
»Η συνέχεια είναι ολίγον μακάβρια – αν και τελικά ευχάριστη -, η πρώτη ύλη της έμπνευσης είναι απρόβλεπτη πολλές φορές: «Κλείνομαι στο σπίτι και ξαφνικά με πιάνει τσιγαρόβηχας. Μου φωνάζει η γυναίκα μου τότε από το διπλανό δωμάτιο: «Θα πεθάνεις από το τσιγάρο!». Εγώ την επόμενη ημέρα περνούσα εξετάσεις θώρακος για τη δουλειά μου στη Γραμματεία Νέας Γενιάς. Με κυρίευσε η ιδέα του θανάτου, λοιπόν. Σκεφτόμουν την κηδεία μου, τα κλάματα της μάνας μου, τέτοια! Και τότε μου έρχεται η πρώτη φράση σχεδόν αυτόματα: «Mία είναι η ουσία».
»Στη συνέχεια βρήκα και εύστοχο ρεφρέν και το ίδιο βράδυ παίρνοντας ένα ταξί πήγα στο καλοκαιρινό Στορκ, όπου εμφανίζονταν οι Νικολόπουλος, Αλεξίου, Πάριος. Διαβάζει ο Νικολόπουλος στο διάλειμμα τους στίχους, ενθουσιάζεται και στο καμαρίνι το παίζει αμέσως με τη Χαρούλα. Είναι η πρώτη φορά που το άκουσα κι εγώ», συμπληρώνει ο Λευτέρης Χαψιάδης για ένα τραγούδι που ακούγεται ανελλιπώς σε όλα τα κέντρα εδώ και 28 χρόνια, έχει γνωρίσει δεκάδες επανεκτελέσεις (Γλυκερία, Νταλάρας, Βιτάλη, Μπάσης κ.ά.) και θέτει ως προϋπόθεση της αθανασίας των ανθρώπων είτε έναν Θεό πότη που θα σκότωνε τον Χάρο (πάνω στο μεθύσι) του είτε τον αναίμακτο λόγο της αρρώστιας του Αγίου Πέτρου που θα έδινε μια μικρή παράταση στον βίο μας – έστω και για έναν χρόνο» καταλήγει ο Δημήτρης Μανιάτης, στα Νέα.
Η αλήθεια είναι ότι ο στίχος «υπάρχει αθανασία» έχει άλλο ειδικό βάρος στην ψυχή μας μετά τον θάνατο του εμπνευστή του, του Λευτέρη Χαψιάδη.
Μία είναι η ουσία
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις