Επιστολές του Γκράουτσο Μαρξ στον Γούντι Άλεν και στον Τ.Σ. Έλιοτ
Ο κωμικός και κινηματογραφικός αστέρας είχε αδυναμία στη μακρά αλληλογραφία, η οποία διαμόρφωνε φιλίες και τεθλασμένες ισορροπίες, πάντα μέσα από την κρυπτογραφημένη σκέψη του.
22 Μαρτίου 1967
Το 1961, οι κωμικοί Γκράουτσο Μαρξ και Γούντι Άλεν συναντήθηκαν για πρώτη φορά και ξεκίνησαν μια φιλία που θα διαρκούσε 16 χρόνια. Ο Μαρξ -μεγαλύτερος κατά 45 χρόνια- θύμιζε στον Άλεν «έναν Εβραίο θείο στην οικογένειά μου, έναν εξυπνάκια Εβραίο θείο με σαρκαστικό πνεύμα», ενώ ο Άλεν ήταν, σύμφωνα με τον Μαρξ το 1976, «το σημαντικότερο κωμικό ταλέντο που υπάρχει».
Τον Μάρτιο του 1967, μετά από μια μακρά διακοπή της αλληλογραφίας τους που ο Άλεν βρήκε εξοργιστική, ο Μαρξ του έγραψε τελικά ένα γράμμα. Παρά τις προσπάθειες να προσδιοριστεί το νόημά της, το ακρωνύμιο «WW» που χρησιμοποιεί ο Μαρξ για να απευθυνθεί στον Άλεν παραμένει ένα μυστήριο.
Αγαπητέ WW:
Ο Goodie Ace είπε σε κάποιον άνεργο φίλο μου ότι ήσουν απογοητευμένος ή ενοχλημένος ή χαρούμενος ή μεθυσμένος που δεν απάντησα στο γράμμα που μου έγραψες πριν από μερικά χρόνια. Ξέρεις, βέβαια, ότι δεν βγάζει κανείς χρήματα με το να απαντά σε γράμματα -εκτός αν πρόκειται για πιστωτικές επιστολές από την Ελβετία ή τη μαφία. Σου γράφω απρόθυμα, γιατί ξέρω ότι κάνεις έξι πράγματα ταυτόχρονα – στα πέντε περιλαμβάνεται και το σεξ. Δεν ξέρω πού βρίσκεις τον χρόνο να αλληλογραφείς.
Ελπίζω ότι το έργο σου θα εξακολουθεί να παίζεται όταν φτάσω στη Νέα Υόρκη την πρώτη ή τη δεύτερη εβδομάδα του Απριλίου. Αυτό πρέπει να είναι τρομερά ενοχλητικό για τους κριτικούς που, αν θυμάμαι καλά, έλεγαν ότι δεν θα πήγαινε γιατί ήταν πολύ αστείο. Αφού παίζεται ακόμα, πρέπει να είναι ακόμα πιο ενοχλημένοι. Αυτό συνέβη και με το έργο του γιου μου, στο οποίο συνεργάστηκε με τον Μπομπ Φίσερ. Το ηθικό δίδαγμα είναι: Μη γράφετε κωμωδίες που κάνουν το κοινό να γελάει.
Αυτό το πρόβλημα των κριτικών συζητείται από τότε που έκανα Bar Mitzvah, πριν από σχεδόν 100 χρόνια. Δεν το είπα ποτέ σε κανέναν, αλλά έλαβα δύο δώρα όταν βγήκα από την παιδική ηλικία σε αυτό που φαντάζομαι ότι σήμερα είναι η ανδρική ηλικία. Ένας θείος, ο οποίος είχε τότε πολλά χρήματα, μου χάρισε ένα ζευγάρι μαύρες, μακριές κάλτσες και μια θεία, η οποία προσπαθούσε να με κανακέψει, μου έδωσε ένα ασημένιο ρολόι. Τρεις ημέρες αφότου έλαβα αυτά τα δώρα, το ρολόι εξαφανίστηκε.
Ο λόγος που εξαφανίστηκε ήταν ότι ο αδελφός μου ο Τσίκο δεν έπαιζε μπιλιάρδο τόσο καλά όσο νόμιζε. Το έβαλε ενέχυρο σε ένα ενεχυροδανειστήριο στην 89η οδό και την Τρίτη Λεωφόρο. Μια μέρα, καθώς περιπλανιόμουν άσκοπα, το ανακάλυψα κρεμασμένο στη βιτρίνα του ενεχυροδανειστηρίου. Αν δεν ήταν χαραγμένα τα αρχικά μου στο πίσω μέρος, δεν θα το είχα αναγνωρίσει, γιατί ο ήλιος το είχε αμαυρώσει τόσο πολύ που ήταν πλέον καρβουνόμαυρο. Οι κάλτσες, τις οποίες φορούσα επί μια εβδομάδα χωρίς ποτέ να τις πλύνω, είχαν, πλέον, στίγματα πράσινου χρώματος. Αυτή ήταν η συνολική ανταμοιβή μου για την επιβίωση 13 ετών.
Το ηθικό δίδαγμα είναι: Μη γράφετε κωμωδίες που κάνουν το κοινό να γελάει.
Και αυτός, εν συντομία, είναι ο λόγος για τον οποίο δεν σου έχω γράψει εδώ και αρκετό καιρό. Φοράω ακόμα τις κάλτσες – δεν είναι πια οι κάλτσες μου, είναι απλά κομμάτια του ποδιού μου.
Μου έγραψες ότι θα ερχόσουν εδώ τον Φεβρουάριο, και εγώ, μέσα σε μια φρενίτιδα ενθουσιασμού, αγόρασα τόσα προϊόντα από το ντελικατέσεν που, αν τα είχα κρατήσει σε μετρητά αντί για αλλαντικά, θα είχα καλύψει τη συνεισφορά μου στο Ενωμένο Εβραϊκό Ταμείο Πρόνοιας για το 1967 και το 1968.
Νομίζω ότι θα βρίσκομαι στο ξενοδοχείο St Regis στη Νέα Υόρκη. Και για όνομα του Θεού, μην κάνεις άλλη επιτυχία – με τρελαίνει. Τις καλύτερες ευχές μου σε σένα και στον μικρό σου φίλο, τον μικρό Ντίκι.
Η εύθραυστη φιλία του Τ.Σ Έλιοτ και του Γκράουτσο Μαρξ
Το 1961, ο Τ.Σ. Έλιοτ έγραψε στον Γκράουτσο Μαρξ μια θαυμαστή επιστολή ζητώντας μια φωτογραφία του κωμικού ηθοποιού και χιουμορίστα. Ο Μαρξ ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό και οι δύο τους συνέχισαν να αλληλογραφούν μέχρι που τελικά συναντήθηκαν, τον Ιούνιο του 1964, στο Λονδίνο, όταν ο Γκράουτσο και η τρίτη σύζυγός του, Ίντεν, πήγαν στο σπίτι των Έλιοτ για δείπνο.
Ο Έλιοτ δεν έδωσε ποτέ δημόσια αναφορά για το τι συνέβη εκείνο το βράδυ. Ο Γκράουτσο, όμως, περιέγραψε την περίσταση σε μια επιστολή προς τον αδελφό του, Γκούμο, την επόμενη μέρα.
«Όταν διάβασα την επιστολή για πέμπτη φορά περίπου, αντιλήφθηκα μια υποβόσκουσα ένταση μεταξύ των δύο ανδρών» γράφει ο Αμερικανός συγγραφέας, Λι Σίγκελ, στο New Yorker και συνεχίζει: «Όταν ακούμε ή διαβάζουμε τις εκφράσεις μιας διασημότητας, οι λέξεις αναπηδούν από τη δημόσια περσόνα και δημιουργούν κάτι σαν μια δυνατή, παρεμβατική ανατροφοδότηση από ένα μικρόφωνο. Μου πήρε λίγο χρόνο να συνδέσω τα λόγια του Γκράουτσο με την πραγματική του ζωή».
Ακίνδυνος σαρκασμός ή καυστική ειρωνία;
Το έργο του Γκράουτσο ήταν πολύ πιο σκοτεινό από ό,τι συνήθως γίνεται αντιληπτό και υπήρχε μια σχεδόν αδιάλειπτη συνέχεια μεταξύ της ζωής και του έργου. Ο Γκράουτσο οδηγούνταν από ντροπή για την έλλειψη επίσημης εκπαίδευσης, αφού εγκατέλειψε το σχολείο στην έβδομη τάξη. Είχε επίσης τραυματιστεί από τη γονόρροια που κόλλησε από μια πόρνη ενώ βρισκόταν στον δρόμο, σε ηλικία δεκαπέντε ετών.
«Διαβάζοντας την αλληλογραφία του έχοντας κατά νου τους δαίμονές του, κατάλαβα σταδιακά ότι αυτό που φαινόταν να είναι ακίνδυνος σαρκασμός ήταν στην πραγματικότητα μια καυστική ειλικρίνεια» εξηγεί ο Λι Σίγκελ.
«Αρχίζεις να υποψιάζεσαι ότι, κάτω από τον σεβασμό τους για την αύρα της φήμης του καθενός, οι δύο άνδρες ένιωθαν μια ενστικτώδη εχθρότητα απέναντι στον κοινωνικό τύπο που αντιπροσώπευε ο καθένας τους».
Ήταν ασέβεια εκ μέρους του να είναι τόσο ευαίσθητος;
«Η ένταση μεταξύ του Γκράουτσο και του Έλιοτ έγινε ξαφνικά αισθητή όταν ξαναδιάβασα μια ανταλλαγή απόψεων που είχαν σχετικά με τις δύο φωτογραφίες που είχε στείλει ο Γκράουτσο. Ο Έλιοτ διαβεβαίωσε τον Γκράουτσο ότι η μία από αυτές κρεμόταν τώρα σε έναν τοίχο στο γραφείο του, «μαζί με άλλους διάσημους φίλους όπως ο W. B. Yeats και ο Paul Valery». Περίπου τρεισήμισι μήνες αργότερα, ο Γράουτσο έγραψε στον Έλιοτ για να του πει ότι μόλις είχε διαβάσει ένα δοκίμιο για τον Έλιοτ, του Στίβεν Σπέντερ, που είχε δημοσιευτεί στο Times Book Review. Σε αυτό, ο Σπέντερ περιέγραφε τα πορτρέτα στον τοίχο του γραφείου του Έλιοτ, αλλά, όπως είπε ο Γκράουτσο, «ένα όνομα έλαμψε me την απουσία του. Πιστεύω ότι αυτό ήταν μια παράλειψη εκ μέρους του Στίβεν Σπέντερ». Ο Έλιοτ απάντησε δύο εβδομάδες αργότερα, λέγοντας: «Νομίζω ότι ο Στίβεν Σπέντερ προσπαθούσε μόνο να απαριθμήσει τις ελαιογραφίες και τις υδατογραφίες και όχι τις φωτογραφίες – το πιστεύω» περιγράφει ο Λι Σίγκελ δίνοντας ζωντανές εικόνες από την αλληλογραφία των δύο ανδρών.
Θα μπορούσε πράγματι ο Έλιοτ να κρεμάσει μια φωτογραφία του Γκράουτσο σε έναν τοίχο δίπλα στους δύο μεγαλύτερους ποιητές του εικοστού αιώνα; Είχε δίκιο ο Γκράουτσο να είναι επιφυλακτικός απέναντι στη συγκατάβαση και τον πατρονάρισμα; Ήταν ασέβεια εκ μέρους του να είναι τόσο ευαίσθητος; Ήταν η φράση «το πιστεύω» του Έλιοτ απόηχος της άκαμπτης, επίσημης γλώσσας του Γκράουτσο, ένα σκόπιμο χτύπημα στην επιτήδευση του ή, ίσως, μια παρωδία της ευγενικής συνομιλίας;
«Αρχίζεις να υποψιάζεσαι ότι, κάτω από τον σεβασμό τους για την αύρα της φήμης του καθενός, οι δύο άνδρες ένιωθαν μια ενστικτώδη εχθρότητα απέναντι στον κοινωνικό τύπο που αντιπροσώπευε ο καθένας τους.
«Ο Γκράουτσο ήταν μια διασημότητα της ποπ κουλτούρας, παιδί μεταναστών, ένας τραχύς, ψυχαναγκαστικά ειλικρινής Εβραίος. Ο Έλιοτ ήταν ένας λογοτεχνικός μανδαρίνος, το σίγουρο προϊόν της αριστοκρατίας του Σεντ Λούις, wasp από κούνια και ένας ελλειπτικός καθολικός που έδινε τη δυνατότητα για σοβαρές, ευπρεπείς εκρήξεις αντισημιτισμού» αποσαφηνίζει ο Λι Σίγκελ.
Δείτε το βίντεο
Τι συνέβη, τελικά, σε εκείνο το περιβόητο δείπνο, του 1964;
Ο Γκράουτσο και ο Έλιοτ υποσχέθηκαν να επισκεφθούν ο ένας τον άλλον, πριν ο Γκράουτσο έρθει τελικά για δείπνο στους Έλιοτ, τον Ιούνιο του 1964. Σύμφωνα με την επιστολή του Γκράουτσο προς τον αδερφό του, Γκούμο -η μόνη υπάρχουσα αναφορά για το δείπνο- ο Έλιοτ ήταν ευγενικός και εξυπηρετικός. Ο Γκράουτσο, από την άλλη πλευρά, είχε κολλήσει με τον «Βασιλιά Ληρ», στον οποίο ο ήρωας, ο Edgar, τυχαίνει να μεταμφιέζεται σε έναν τρελό ονόματι Tom. Παρά την ευγενική αδιαφορία του Τομ Έλιοτ για τις πυρετώδεις ιδέες του σχετικά με τον «Ληρ» («κι αυτό απέτυχε να γοητεύσει τον ποιητή», έγραψε ο Γκράουτσο στον Γκούμο), ο Γκράουτσο συνέχισε. Ο Έλιοτ, έγραψε, «ανέφερε ένα αστείο -ένα δικό μου- που είχα ξεχάσει από καιρό. Τώρα ήταν η σειρά μου να χαμογελάσω ευγενικά. Δεν επρόκειτο να αφήσω κανέναν -ούτε καν τον Βρετανό ποιητή από το Σεντ Λούις- να μου χαλάσει τη λογοτεχνική βραδιά».
Ο Γκράουτσο εξήγησε τη σχέση του Ληρ με τις κόρες του. Τέλος, ο Έλιοτ «με ρώτησε αν θυμόμουν τη σκηνή της δικαστικής αίθουσας στο Duck Soup*. Ευτυχώς είχα ξεχάσει κάθε λέξη. Ήταν προφανώς το τέλος της λογοτεχνικής βραδιάς».
(*Το Duck Soup είναι μια αμερικανική ταινία μιούζικαλ μαύρης κωμωδίας προ-Κώδικα του 1933 σε σενάριο Μπερτ Κάλμαρ και Χάρι Ρούμπι, με πρόσθετους διαλόγους των Άρθουρ Σίκμαν και Νατ Πέριν, σε σκηνοθεσία Λέο ΜακΚάρι, στο οποίο πρωταγωνιστούσε ο Γκράουτσο Μαρξ).
Χάθηκαν στην μετάφραση
Κατά τη διάρκεια της δίκης στο «Duck Soup», η γλώσσα κρατιέται πάνω από τη φωτιά των λογοπαίγνιων, των διφορούμενων εννοιών και των non sequiturs μέχρι να λιώσει σε ανοησίες. (Ή σχεδόν ανοησίες, τέλος πάντων: «Υπάρχουν πολλοί ελεύθεροι ελέφαντες στο τσίρκο», λέει ο Τσίκο σε ένα σημείο). Στη σκηνή της δίκης στον «Βασιλιά Ληρ», ο Έντγκαρ/Τομ διαμαρτύρεται για την ανοησία του ίδιου του Ανόητου, λέγοντας: «Ο βρωμερός δαίμονας στοιχειώνει τον φτωχό Τομ με τη φωνή αηδονιού». Ίσως αυτή να ήταν και η εσωτερική κραυγή διαμαρτυρίας του Έλιοτ στο δείπνο. Αλλά ο Γκράουτσο ήταν τόσο αμυντικός παρουσία του «Βρετανού ποιητή από το Σεντ Λούις» που φαίνεται να του διέφυγε ο διακριτικός φόρος τιμής του Έλιοτ στη διανόησή του. Ο Γκράουτσο εξακολουθούσε να μην μπορεί να αποτινάξει την αρχέγονη ντροπή που αποτελούσε το κίνητρο της κωμικής του τέχνης καθώς και την πηγή του αυτοπροστατευτικού εγωισμού του. «Σας είπα ότι τον φωνάζαμε Τομ;» έγραφε στο τέλος της επιστολής προς τον Γκούμο. «Πιθανόν επειδή αυτό είναι το όνομά του. Εγώ, βέβαια, του ζήτησα να με φωνάζει κι εμένα Τομ, αλλά μόνο επειδή απεχθάνομαι το όνομα Ιούλιος».
Αν οι δύο άνδρες αντάλλαξαν επιπλέον επιστολές μεταξύ του δείπνου του Ιουνίου 1964 και του θανάτου του Έλιοτ, τον Ιανουάριο του 1965, δεν έχει βρεθεί καμία. Είναι περίεργο ότι δεν υπήρξε ευχαριστήριο σημείωμα από τον Γκράουτσο προς τον Έλιοτ μετά το δείπνο.
*Ο Γκράουτσο Μαρξ γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1890, στη Νέα Υόρκη και πέθανε στις 19 Αυγούστου 1977, στο Λος Άντζελες.
*Με στοιχεία από newyorker.com / theguardian.com
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις