Λέγαμε σε παλαιότερο σημείωμά μας ότι αυτό που παρουσιάζεται από τον σημερινό σκηνοθέτη ως εκσυγχρονισμένο αρχαίο δράμα δεν είναι ούτε αρχαίο δράμα αλλ’ ούτε αληθινά σημερινό θέατρο. Πρέπει να προσθέσωμε ότι, συγκρινόμενο με ένα νεώτερο δράμα, αποδεικνύεται κατώτερο όταν ελέγχεται σύμφωνα με τα κριτήρια της νεώτερης θεατρικής τέχνης. Και έχει κατά τούτο δίκιο ο Γρηγόριος Ξενόπουλος όταν γράφη: «Τι τα θέλετε; Κακά τα ψέματα. Αν αφήσωμε κατά μέρος την πρόληψη, την προκατάληψη και την προγονοπληξία, θα ιδούμε, θ’ αναγνωρίσουμε πως το νεώτερο και το σύγχρονο θέατρο είναι ανώτερο από κάθε αρχαίο, και του Αισχύλου ακόμα. Θέλω να πω μη βιασθήτε να διαρρήξετε τα ιμάτιά σας πως ο σύγχρονος θεατής στα σημερινά θέατρά μας με νεώτερα και σύγχρονα έργα χαίρεται πιο άρτια, πιο ωλοκληρωμένη να πούμε Τέχνη, παρά όταν βλέπη, με τα τελειότερα μέσα, τον Αγαμέμνονα, τον Οιδίποδα ή την Αντιγόνη. Γιατί εννοεί κι αισθάνεται καλύτερα αυτή την τέχνη που είναι πιο κοντά στον νου και στην καρδιά του, και τόσο περισσότερο, όσο πλησιέστερος είναι ο μεγάλος συγγραφέας που προτιμά». Αναφέροντας αυτά τα λόγια, πρέπει να προσθέσωμε ότι τα παίρνομε από ένα άρθρο δημοσιευμένο το 1949 με τίτλο «Περί το δήθεν πρόβλημα του αρχαίου θεάτρου», όπου ο Ξενόπουλος καταδικάζει την αναβίωση του αρχαίου δράματος και υποστηρίζει τον εκσυγχρονισμό του.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 4.8.1962, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αλλά, αναρωτιόμαστε τώρα εμείς, αφού τα αρχαία δράματα, έστω και εκσυγχρονισμένα με τα τελειότερα μέσα που διαθέτει το σημερινό θέατρο, είναι κατώτερα από τα νεώτερα, τότε γιατί να τα ανεβάζωμε; Αφού το νεώτερο θέατρο μάς ικανοποιεί απόλυτα, τι μας χρειάζεται ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης, που ακόμη και όταν τους ντύνωμε με σύγχρονα ρούχα φαίνονται κατώτεροι από έναν Μπρεχτ, έναν Τέννεση Ουίλλιαμς ή έναν Σάμουελ Μπέκετ σήμερα, όπως φαίνονταν κατώτεροι, για τον Ξενόπουλο, από έναν Ίψεν, σήμερα ωστόσο ξεπερασμένον; Και ποια είναι η έννοια και ποιος ο σκοπός αυτής της προσφυγής σ’ ένα θεατρικό είδος που βρίσκεται δυόμιση χιλιετίες πίσω μας; […]

Η προσπάθεια που απέβλεψε στην αναβίωση των αρχαίων δραμάτων δεν ξεκίνησε με τον σκοπό να πλουτίση το σύγχρονο ρεπερτόριο και να το βοηθήση να ικανοποιήση την μεγάλη κατανάλωση ενός καθημερινού θεάματος, όπως είναι το σύγχρονο θέατρο, όπου απαιτείται μεγάλη παραγωγή. Ούτε με τον σκοπό να συμβάλη στην ανανέωση του συγχρόνου θεάτρου κατά τον τρόπο που αναμορφώνεται η γυναικεία μόδα με προσφυγές σε παλαιότερες εποχές. Ούτε, επίσης, για να προσφέρη σε δραματικούς ηθοποιούς ρόλους αβανταδόρικους και σε δεξιοτέχνες σκηνοθέτες ένα θεατρικό υλικό που να επιδέχεται αυθαίρετους και ανεξέλεγκτους πειραματισμούς. Όλα αυτά ανήκουν στην δικαιοδοσία του συγχρόνου θεάτρου και μονάχα οι σύγχρονοι θεατρικοί συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιοί και τεχνικοί, ερχόμενοι σε συνεχή επαφή με το κοινό της εποχής τους και σφυγμομετρώντας τα γούστα του τα εκλεκτά και τα αγοραία, αφού αυτά ρυθμίζουν την θεατρική παραγωγή, είναι σε θέση, ή υποτίθεται πως είναι σε θέση, να γνωρίζουν τι ζητεί το κοινό από το θέατρο της εποχής του και να του το δίνουν, όταν μπορούν. Άλλο πράγμα όμως είναι το γούστο, που αλλάζει όπως και η μόδα, και άλλο είναι η καλλιτεχνική ευαισθησία, που είναι κάτι πολύ πιο βαθύ, πολύ πιο διαρκές, όπως τουλάχιστον μαρτυρεί η απήχηση που έχουν τα μεγάλα έργα τέχνης όλων των τόπων και όλων των εποχών σε τόπους και σε εποχές όπου τα γούστα του κοινού είναι άσχετα ή και αντίθετα προς την καλλιτεχνική ευαισθησία των δημιουργών τους. Το γούστο, συχνά, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να διαστρέφη εκείνο που αποζητά η ευαισθησία. Όταν εκσυγχρονίζωμε ένα έργο τέχνης, το μεταβάλλομε μοιραία από άφθορο σε φθαρτό και του περιορίζομε την ζωή στο τόσο βραχύ σήμερα. […]

Η αναδρομή στο αρχαίο δράμα, που σημειώθηκε στα χρόνια μας, δεν είχε ως σκοπό να δώση χαρακτήρα επικαιρότητος σε έργα που είναι και δεν μπορούν παρά να παραμείνουν αρχαία. Ούτε όμως είχε ως κίνητρο την στεγνή αρχαιολογική περιέργεια. Άλλωστε, και ο αρχαιολόγος δεν κινείται από μόνη περιέργεια, έστω και επιστημονική. Γιατί δεν είναι μονάχα ένας επιστήμονας, είναι και ένας οραματιστής· και με τα υλικά των ερειπίων ανοικοδομεί, νοερά, ναούς κι ανάκτορα, και με τις αινιγματικές για τους μη ειδικούς παραστάσεις, τις γριφώδεις επιγραφές και τα αντικείμενα καθημερινής χρήσεως ξαναζεί μια περίοδο της ζωής της ανθρωπότητος που τέλειωσε εδώ και αιώνες ή χιλιετίες. Και ξαναζωντανεύει ένα κομμάτι από την ενιαία σε έκταση και σε χρόνο ανθρωπότητα, ένα κομμάτι της που έζησε και πέθανε, μα που ωστόσο είναι δικό μας και είναι και μια κληρονομιά που επιτρέπει στον Άνθρωπο να δη άγνωστες και καταχωνιασμένες πτυχές του, να ξαναζήση εποχές της ζωής του αποκαλυπτικές, να νιώση από θαμμένα επί αιώνες έργα τέχνης κραδασμούς που δεν μπορεί να του δώσουν τα σημερινά, να νιώση τον εαυτό του πιο πλούσιο, να συγκρίνη και να παραλληλίση και να ξαναβρή ίσως ένα χαμένο μονοπάτι.

[…]


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 4.8.1962, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στην πορεία μας προς το παρελθόν γνωρίσαμε την ιστορία και τα επιτεύγματα της ανθρωπότητος όσο δεν τα γνώρισε καμμιά άλλη εποχή. Και, με την νοοτροπία του συλλέκτου που αποκτήσαμε, γεμίσαμε με έργα τέχνης μουσεία και πινακοθήκες, βιβλιοθήκες και τώρα δισκοθήκες, αποκαλύψαμε μνημεία θαμμένα και θαμμένους πολιτισμούς, και ποτέ άλλοτε η ανθρωπότης δεν ήταν τόσο πλούσια κληρονόμος έργων πνεύματος και τέχνης όσο σήμερα. Μα δεν είναι μονάχα από νοοτροπία συλλέκτου που ερευνούμε το παρελθόν. Αν μας απασχολή τόσο πολύ το παρελθόν, είναι γιατί αναζητούμε, ασυνείδητα ίσως, ερείσματα και πίστεις που δεν μπορεί να μας δώση το σήμερα, γιατί θέλομε να αποκτήσωμε το αίσθημα της συνέχειας, που έχομε χάσει, και μένομε έτσι ξεκρέμαστοι, και γιατί προσπαθούμε να διακρίνωμε αιώνιους νόμους. Και για να το κατορθώσωμε, πρέπει να ταυτίσωμε το εφήμερο σήμερα με το χθες, το αχανές χθες, και να το νιώσωμε σαν μια ενότητα συμπαγή, που είναι ολόκληρη δική μας. Σ’ αυτό το χθες ανήκουν, και πρέπει να ανήκουν, χωρίς καμμιά χρονική σειρά, τα μεγάλα έργα τέχνης όλων των εποχών και όλων των τόπων, η δε αξιολόγησή τους γίνεται με τους κραδασμούς που προκαλούν στην ευαισθησία μας, άσχετα από τα εφήμερα γούστα μας.

*Άρθρο του Αλεξανδρινού με ζακυνθινή καταγωγή μουσικού, μουσικοκριτικού και συγγραφέα Διονυσίου Γιατρά (1908-2000) για το αρχαίο δράμα, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 4 Αυγούστου 1962.


Ο Διονύσιος Γιατράς

Το σημερινό δημοσίευμά μας αποτελεί κατ’ ουσίαν συνέχεια του χθεσινού άρθρου μας για το αρχαίο δράμα, όπου παρατέθηκαν οι σχετικές απόψεις του Άγγελου Τερζάκη.

*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, η Αλέκα Κατσέλη (Μήδεια) και ο Θόδωρος Μορίδης (Άγγελος) στη «Μήδεια» του Ευριπίδη, σε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου τον Ιούλιο του 1968 (πηγή: Ψηφιοποιημένο αρχείο Εθνικού Θεάτρου/www.nt-archive.gr).