Την εικόνα ενός σχετικά ομοιογενούς σώματος με ενιαίο χαρακτήρα έδιναν στην απέραντη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παράγοντες όπως η κοινή νομοθεσία, το κοινό φορολογικό σύστημα και το ίδιο νόμισμα που κυκλοφορούσε παντού. Από απόψεως κοινωνικής δομής, οι κυρίαρχες τάξεις απέλαυαν ιδιαίτερων προνομίων –όπως η πρόσβαση στην παιδεία– καθ’ όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια, ενώ οι κατώτερες τάξεις είχαν σε κάθε γωνιά της Αυτοκρατορίας τα δικά τους καθήκοντα και τις δικές τους υποχρεώσεις. Εξάλλου, στο θρησκευτικό επίπεδο ήταν κατ’ αρχήν ανεκτές οι διαφορετικές θρησκείες και δοξασίες, καθώς και οι διαφορετικοί τύποι λατρείας.

Έχοντας ολοκληρώσει –με την προσθήκη και της ανωτέρω παραγράφου– τη συνοπτική αναφορά μας στα βασικά χαρακτηριστικά του ρωμαϊκού κόσμου, μπορούμε πλέον να εξετάσουμε τη θέση που κατείχαν και το ρόλο που διαδραμάτισαν η ελληνική γλώσσα και εν γένει η ελληνική παιδεία στο εσωτερικό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εν πρώτοις, πρέπει να αναφέρουμε ότι τα ελληνικά ήταν η κυρίαρχη γλώσσα στην Ανατολή, δηλαδή στον παλαιό ελληνικό κόσμο και στις περιοχές που είχαν κατακτηθεί από τους Έλληνες από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι εκεί πληθυσμοί παρέμειναν ως επί το πλείστον ελληνόφωνοι, η δε ελληνιστική κοινή συνέχισε να αποτελεί τη γλώσσα της εξουσίας, αυτήν που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για να απαντούν στα αιτήματα των Ελλήνων ή για να ανακοινώνουν τις αποφάσεις τους. Με άλλα λόγια, στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας υπήρχε κατ’ ουσίαν ένας δίγλωσσος ρωμαϊκός κόσμος, όπου η λατινική και η ελληνική συνυπήρχαν χωρίς να συγκρούονται και χωρίς να υποταχθεί η δεύτερη στην πρώτη.

Βεβαίως, οι νόμοι και τα αυτοκρατορικά διατάγματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εκδίδονταν στα λατινικά, στη γλώσσα δηλαδή που μιλούσαν στη Δύση. Όμως, τα κείμενα αυτά –όπως και όσα άλλα εξυπηρετούσαν διοικητικές ανάγκες, λόγου χάρη επιστολές αυτοκρατόρων και αξιωματούχων, αυτοκρατορικές αποκρίσεις– έπρεπε στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας να μεταφράζονται στα ελληνικά, ώστε να γίνονται κατανοητά από τα ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας. Και τούτο, διότι η ελληνική ήταν η κυρίαρχη γλώσσα σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ανατολής, ενώ παρουσίαζε υψηλό βαθμό διείσδυσης και σε αρκετές περιοχές της υπαίθρου. Πολλοί ήταν εκείνοι που, πέραν της μητρικής γλώσσας –τα ελληνικά, τα συριακά και τα αιγυπτιακά ήταν οι τρεις βασικές γλωσσικές ομάδες των λαών που κατοικούσαν στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας–, μεταχειρίζονταν την ελληνική ως δεύτερη γλώσσα και ήταν στην πραγματικότητα δίγλωσσοι. Η ελληνική ήταν το «γλωσσικό διαβατήριο» που επέτρεπε σε κάποιον να ταξιδέψει από τα Βαλκάνια έως τη Συρία και την Αίγυπτο, ενώ ελληνομαθείς υπήρχαν και στο δυτικό τμήμα της βορειοαφρικανικής ακτογραμμής αλλά και στη Ρώμη.

Ωστόσο, η ελληνική γλώσσα και η όλη ελληνική παιδεία στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δεν ήταν ίδιες πλέον με τη γλώσσα και την παιδεία του ελληνικού κόσμου των Κλασικών Χρόνων. Η κοινή διάλεκτος που χρησιμοποιούσαν όσοι λαοί της Ανατολής είχαν τα ελληνικά ως μητρική ή ως δεύτερη γλώσσα ήταν πολύ διαφορετική από τις παραδοσιακές ελληνικές διαλέκτους. Εξάλλου, η ελληνική παιδεία, ο ελληνισμός ως όλον, μπολιάστηκε με τοπικά πολιτισμικά γνωρίσματα, εμπλουτίστηκε από τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των λαών της Ανατολής και αναπόφευκτα μετασχηματίστηκε.

*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ένας κατ’ ουσίαν δίγλωσσος κόσμος, όπου η λατινική και η ελληνική συνυπήρχαν χωρίς να συγκρούονται και χωρίς να υποταχθεί η δεύτερη στην πρώτη.

Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Οι Ρωμαϊκοί Χρόνοι (Μέρος Α’)

Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Οι Ρωμαϊκοί Χρόνοι (Μέρος Β’)