Λουί Αραγκόν: Το ειπωμένο και το ανείπωτο
Η ανάγκη της λέξης, η ανάγκη της γραφής
Το να προσπαθήσει κανείς να μιλήσει για τον Λουί Αραγκόν, μ’ όλα όσα έχουν γραφτεί γι’ αυτόν εδώ και πενήντα τουλάχιστον χρόνια, μ’ όλα όσα έχει πει ο ίδιος για τον εαυτό του τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του, δεν είναι εύκολο. Η καταγραφή των γεγονότων είναι κάτι απλό. Η περιγραφή όμως της κινούμενης και απορούσας ύπαρξής του, της ερώτησης, όχι που θέτει, αλλά που είναι, αυτής της ορμής που τον οδηγεί «να βλέπει πιο μπροστά από τον εαυτό του», είναι κάτι πολύ δύσκολο.
Γιατί ο Αραγκόν ενσάρκωσε την αγωνία του ανθρώπου για τον εαυτό του και τον κόσμο. Αποτελώντας μια ερώτηση γνωστικού χαρακτήρα, και γι’ αυτό τραγική, με κατεύθυνση τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον, ατομικό και συλλογικό. Τα πεδία όπου αναζήτησε αυτή την απάντηση ήταν όλες οι εκφάνσεις της ζωής. Την έψαξε με τη συμμετοχή, το λόγο και τον έρωτα.
Η ζωή δεν περι-γράφεται. Έτσι κι ο Αραγκόν, δεν μπορεί κανείς να τον καθηλώσει. Κυλάει μαζί με τη ζωή και την ιστορία. Η συνέχεια στη ζωή και στο έργο του δε διασφαλίζεται παρά μονάχα με την οργανική συμμετοχή του στο ρου της ιστορίας, με την κατανόηση του κόσμου μέσ’ στην εξέλιξή του, με το μεγάλο ναι που είπε στον άνθρωπο και στο μέλλον.
[…]
Η ανάγκη της λέξης στον Αραγκόν, τη ανάγκη της γραφής είναι μια ανάγκη φυσιολογική, οργανική. Που εμφανίζεται πριν την ίδια τη γραφή, πριν τα πέντε του χρόνια. Για να διαγράψει την τροχιά της ως το τελευταίο του ποίημα, δύο μήνες πριν απ’ το θάνατο.
Ο Αραγκόν, πριν ακόμα να μάθει να γράφει, υπαγορεύει στις θείες του δικά του θεατρικά έργα. Αυτό το παιδί, που η γέννησή του θεωρείται αμάρτημα, που ζει σ’ ένα περιβάλλον όλο αινίγματα κι αντιφάσεις, δε ρωτά για να μάθει. Ενδύεται όμως τις ερωτήσεις που δεν κάνει. Προσπαθεί, με τη γραφή, να δημιουργήσει τον δικό του αυτόνομο κόσμο, έξω από το διχασμό της νόμιμης/μη νόμιμης άποψης για την ύπαρξή του, του μύθου και της αλήθειας. Να εξωτερικεύσει τις φαντασιώσεις του. Η γραφή έχει γι’ αυτόν αρχικά αυτή την απελευθερωτική λειτουργία που θα συνεχίσει να έχει και σε όλη του τη ζωή.
[…]
Ο Αραγκόν δε ζει «πέρα από τη γραφή», όπως ο Μπρετόν. Ο Αραγκόν ζει «μέσα και με τη γραφή». Η γραφή είναι η ζωή του. Και τα μάτια του είναι στραμμένα προς την εξωτερική πραγματικότητα. Η γραφή γι’ αυτόν δεν μπορεί να αυτονομηθεί από την πράξη, από την επανάσταση — με όποιο περιεχόμενο μπορεί να δίνει κάθε φορά στον όρο. Ούτε από την ηθική. Αυτή η κατάφαση στη γραφή εντάσσεται στα όρια μιας γενικότερης κατάφασης.
[…]
Η αντίληψη που θέλει τον Αραγκόν ν’ αλλάζει ριζικά μετά το ταξίδι του στην ΕΣΣΔ το 1930 είναι απλοϊκή — αν όχι αντιδιαλεκτική. Η αλλαγή του Αραγκόν στις αρχές της δεκαετίας του ’30 δεν είναι παρά η φυσική κατάληξη ενός ανθρώπου ανήσυχου, ενός κατ’ ουσίαν αιρετικού του σουρεαλισμού, που ήδη στα 1925 έχει γράψει για το προλεταριάτο του πνεύματος, που απεγνωσμένα ζητάει λύση στις αντιφάσεις του. Αυτή η λύση θα δοθεί με την ένταξή του στο ΓΚΚ, με την είσοδο της ιστορίας στη ζωή και στο έργο του. Το πέρασμα από τον ιδεαλισμό στο μαρξισμό και από τον ατομικισμό στη συλλογική ευθύνη είναι σίγουρα μια σημαντική αλλαγή. Με τις ανάλογες φυσικά συνέπειες στο επίπεδο της γραφής.
Με το ζήλο του νεοφώτιστου, ο Αραγκόν περνά από το πεζοτράγουδο στη γνήσια παραδοσιακή μυθιστορηματική φόρμα· από την «καθαρή» ποίηση στην «περιστασιακή» ποίηση κι απ’ τον ελεύθερο στίχο στην ομοιοκαταληξία και το τραγούδι.
Ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι ξεκάρφωτα. Ομολογεί πια στο φως της ημέρας αυτά που θέλει. Αυτά που μπορεί και που είναι «παράνομα» για τους «σουρεαλιστές». Το σημαντικό όμως είναι πως οι αλλαγές δεν παραμένουν απλώς στο επίπεδο της φόρμας — σ’ αυτό το επίπεδο διαλέγει κάποια άλλη φόρμα και μάλιστα πιο παραδοσιακή. Ο Αραγκόν ανανεώνει τη μορφή ξεκινώντας από το περιεχόμενο, ανανεώνοντας τη λειτουργία του. Ο ίδιος ο ρόλος της γραφής διευρύνεται. Δεν είναι πια ούτε απλώς απελευθερωτική για το συγγραφέα ούτε απλώς φορέας άρνησης κι εξέγερσης. Είναι όλ’ αυτά αλλά και παράλληλα είναι φορέας ελπίδας, κατάφασης, μέσο για την εξήγηση του κόσμου και την επαναστατική αλλαγή του. Όλοι οι προβληματισμοί του Αραγκόν περνούν πια στην πράξη.
[…]
Για τον Αραγκόν η περίοδος της «μαθητείας» έχει περάσει πια. Το πέρασμα από τον πρωτόγονο υπερ-ρεαλιστικό ρεαλισμό στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό έχει προ πολλού συντελεστεί και στα είκοσι αυτά χρόνια ζωής και γραφής έχει δώσει το στίγμα του. Είναι η στιγμή της νέας αλλαγής. Τώρα ο αγώνας αλλάζει πάλι, όπως και οι αναγκαιότητες. Οι ίδιες οι ιστορικές συνθήκες απαιτούν αυτόν τον «πειραματικό χαρακτήρα», αυτή την εκ του σύνεγγυς παρακολούθηση της πραγματικότητας. Το χαμήλωμα του τόνου, το ψάξιμο. Ο Αραγκόν για άλλη μια φορά μεταμορφώνεται. Επανασυνδέεται με τις αναζητήσεις της νιότης του, με το πνεύμα, μάλλον, εκείνης της αναζήτησης. Σε διαφορετικά πλαίσια αυτή τη φορά. Κρατά και το μυθιστόρημα και την ποίηση, αλλάζοντας τους όρους γραφής. Φτάνοντας τελικά στην απομυθοποίηση της γραφής και του συγγραφέα, ύψιστη κατάθεση δημιουργού.
Τα θέματα στα μυθιστορήματά του αλλάζουν. Δεν είναι πια τόσο εμφανώς πολιτικά, όσο ουσιαστικά πολιτικά. Προδιαγράφουν τη νέα πολιτική, τις νέες δηλαδή σχέσεις του ανθρώπου με τον κόσμο, πιο χαμηλόφωνη, πιο μπλεγμένη, πιο δύσκολη. Σ’ αυτό το σημείο αρχίζει να μιλά πολύ και ο συγγραφέας για τον εαυτό του. Ο Αραγκόν έχει καταφέρει να εντάξει σε μια ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου ολοκληρωμένα την ανθρώπινη ύπαρξη. Να ξεπεράσει το φόβο της «προσωπικής φωνής», να την εντάξει κι αυτή στην πολιτική. Είναι η εποχή της ωριμότητας, της σύνθεσης. Ο Αραγκόν δεν πετά τίποτα απ’ ό,τι έχει ζήσει και μάθει, και σ’ αυτή την περίοδο τα εκμεταλλεύεται στο έπακρο. Βαθύτατα διαλεκτικός. Εξηγώντας πια το γιατί μιας λανθασμένης επιλογής και, συνειδητά, μη απορρίπτοντάς την αλλά κρατώντας τα θετικά της στοιχεία. Μέσα στην εικοσάχρονη αγωνιστική του πορεία έχει αφομοιώσει απόλυτα τη διαλεκτική, προσαρμόζοντάς την στο άτομό του. Έτσι, αυτό που μετράει στα καινούργια του έργα δεν είναι η λέξη. Είναι η αντίθεση ανάμεσα στη λέξη και στην απουσία της. Οι τρύπες του κειμένου. Η «δαντέλα» —όπως ο ίδιος τη χαρακτηρίζει— «ειπωμένο/ανείπωτο», τόσο στην ποίηση όσο και στο μυθιστόρημα.
[…]
Ο Αραγκόν δε θεοποιεί. Δε μυθοποιεί. Κατεβάζει την ιερότητα και το μύθο στα μέτρα του ανθρώπου, στη γη. Τον έρωτά του, τον αγώνα του, την τέχνη του. Ρίχνει απλώς ένα γλυκό βλέμμα πάνω σ’ όλα τα προβλήματα, το βλέμμα εκείνου που ξέρει, εκείνου που πιστεύει στο μέλλον.
Τόσο ο έρωτας όσο και ο κομμουνισμός αποτέλεσαν για τον Αραγκόν μια θρησκεία, αλλά με την έννοια της σύνθεσης, της συμφιλίωσης. Εκεί πήραν όνομα όλα τ’ ανείπωτα, εκεί μαζεύτηκαν όλα τα σκόρπια.
Αυτός που κομμάτιαζε το τραγούδι του καθώς κομματιασμένη ήταν η αγάπη του, ο κουρασμένος σουρεαλιστής που σκότωνε τον εαυτό του κι έκαιγε το έργο του, βρήκε τη ζωή «στα χείλη της Έλσας» και στο κόμμα του. Που «του ’δωσε τα μάτια και τη μνήμη». Βρήκε τον έρωτα και την ιδεολογία. Την κατεξοχήν ερωτική —επειδή ακριβώς είναι ανθρώπινη— ιδεολογία. Τον κομμουνισμό.
«Η γυναίκα είναι το μέλλον του κόσμου». Κι ο κομμουνισμός, συμπληρώνουμε μεις. Κι ο Αραγκόν ένας άνθρωπος που, ακόμα και νεκρός, έχει μονάχα μέλλον.
*Αποσπάσματα από κείμενο της κριτικού λογοτεχνίας και μεταφράστριας Τιτίκας Δημητρούλια (καθηγήτριας στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ), που είχε περιληφθεί —εν είδει εκτενούς εισαγωγικού σημειώματος— στο βιβλίο του Λουί Αραγκόν «Οι κομμουνιστές, Φλεβάρης-Σεπτέμβρης 1939» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1989).
Ο γάλλος λογοτέχνης Λουί Αραγκόν (Louis Aragon), διακεκριμένος πεζογράφος, ποιητής και δοκιμιογράφος, γεννήθηκε στο Παρίσι στις 3 Οκτωβρίου 1897 και απεβίωσε στη γαλλική πρωτεύουσα στις 24 Δεκεμβρίου 1982.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις