Στάσιμος ο θεσμός του οικογενειακού γιατρού
Χρειάζεται σχεδιασμός της υγείας από την αρχή, με έλεγχο της ποιότητας και παρακολούθηση του πληθυσμού πριν φτάσει στο νοσοκομείο
Οι δαπάνες υγείας αυξάνονται με ρυθμό 12% την τελευταία διετία, ενώ η δημόσια δαπάνη έχει φτάσει τα 5 δισ. ευρώ, όμως αν δεν υπάρξει άμεσα προσαρμογή αντίστοιχη με τον πληθωρισμό θα δημιουργούνται ελλείμματα ή με βάση τη νομοθεσία των τελευταίων ετών, clawback.
Το αποτέλεσμα στο μεταξύ, είναι οι ασθενείς που κάνουν χρήση των υπηρεσιών υγείας, ονομαστικά να πρέπει να καταβάλλουν συμμετοχή της τάξης του 30-35%, όμως στην πράξη καταλήγουν να πληρώνουν από την τσέπη τους το 60% της δαπάνης.
Τα στοιχεία αυτά παρέθεσε ο καθηγητής Πολιτικής Υγείας και κοσμήτορας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Κυριάκος Σουλιώτης μιλώντας στο 22ο Συνέδριο Healthworld που οργάνωσε το Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο στην ενότητα της διακυβέρνησης του συστήματος υγείας.
Αντίστοιχα όμως, σε ότι αφορά την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, οι ειδικοί τόνισαν ότι ο θεσμός του προσωπικού γιατρού βρίσκεται στάσιμος στο αρχικό σημείο, καθώς η χώρα διαθέτει 3.350 οικογενειακούς γιατρούς με ειδικότητα.
Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού συμπεριφέρεται σαν να μην υπάρχει σύστημα υγείας και δεν αντιδρούμε ως κοινωνία
Θέτοντας τις βασικές παραμέτρους που πρέπει να πληρούνται για μια τεκμηριωμένη πολιτική υγείας, ο κ. Σουλιώτης είπε ότι πρέπει να διερευνώνται οι συνθήκες πρόσβασης, το σύστημα υγείας πρέπει να είναι οικονομικά προσιτό και θα πρέπει να υπάρχει σύνδεση ποιότητας – αποζημίωσης, αλλά και να είναι ορατά τόσο τα αποτελέσματα στην υγεία του πληθυσμού, όσο και το πόσα χρήματα ξοδεύονται. Και καθώς κάθε χρόνο τα χρήματα εξαντλούνται και δεν έχουμε καινούριους πόρους, δεν έχουμε την πολυτέλεια η αξιοποίηση των πόρων να μη γίνεται αποδοτικά.
Μειωμένη χρηματοδότηση
Όμως στην Ελλάδα το σύστημα υγείας δεν χρηματοδοτείται αρκετά, και αυτό σε σύγκριση όχι με τις Σκανδιναβικές χώρες, αλλά με την Πορτογαλία.
«Χρειάζεται σχεδιασμός από το σημείο μηδέν του συστήματος υγείας», είπε ο καθηγητής, «γιατί λείπει η δημόσια πολιτική, το σχέδιο, η συντήρηση και η ασφάλεια, όπως συνέβη με το στέγαστρο Καλατράβα».
Στην ίδια κατεύθυνση, ο γενικός γραμματέας της Ένωσης Ασθενών Ελλάδος Γιώργος Καλαμίτσης ανέφερε ότι εδώ και 10 χρόνια η υγεία βρίσκεται στο ίδιο σημείο, μακριά από το σημείο που θα θέλαμε όλοι. Όμως η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού συμπεριφέρεται σαν να μην υπάρχει σύστημα υγείας και δεν αντιδρούμε ως κοινωνία. Ως παράδειγμα ανέφερε την ίδρυση των γραφείων δικαιωμάτων ληπτών υπηρεσιών υγείας το 2017, που λειτούργησαν στα μεγαλύτερα νοσοκομεία. Όμως ποτέ δεν δημιουργήθηκε μια ενιαία πλατφόρμα για να διαπιστωθεί τι ζητούν οι ασθενείς, ποιά προβλήματα αντιμετώπισαν κατά τη νοσηλεία τους. Μάλιστα οι υπάλληλοι των γραφείων αυτών, χρησιμοποιούνταν για να δίνουν πληροφορίες για το νοσοκομείο, αντί να καταγράφουν τα προβλήματα των ασθενών.
Το ζήτημα της παρακολούθησης των δεικτών των νοσοκομείων, έθεσε ο καθηγητής Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Νίκος Πολύζος, καθώς ο ίδιος ως π. γενικός γραμματέας Υγείας είχε δημιουργήσει το σύστημα ΕΣΥnet στο υπουργείο Υγείας, το οποίο εγκαταλείφθηκε και επανέρχεται τώρα ως Β.Ι.
Υπογράμμισε ότι το σύστημα αυτό δεν πρέπει να αποτελεί μέρος της γραφειοκρατίας, αντίθετα αποτελεί εργαλείο αξιολόγησης, καθώς περιλαμβάνει δείκτες λειτουργικότητας και οικονομικών δεδομένων για τα νοσοκομεία.
Όμως χρειάζεται να λειτουργήσει συγκριτικά για τα νοσοκομεία, ως προς τα αποτελέσματα στα διάφορα τμήματα και να γίνεται σύγκριση, ανά τρίμηνο ή εξάμηνο, για τη διασφάλιση της ποιότητας, αλλά και τη διαφάνεια και τη λογοδοσία.
Για τη λογοδοσία, ανέφερε ότι είναι ανάγκη για σωστή διοίκηση από τις υγειονομικές περιφέρειες και τα νοσοκομεία, για τα οποία η επιλογή των διοικητών να γίνεται αξιοκρατικά.
Χωρίς παρακολούθηση οι ασθενείς
Στη συζήτηση του συνεδρίου για την πρωτοβάθμια περίθαλψη, ο πρόεδρος την Ελληνικής Ακαδημίας Γενικής Οικογενειακής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας Ανάργυρος Μαργιόλης, επεσήμανε ότι οι προσπάθειες για καθιέρωση του προσωπικού γιατρού βρίσκονται ακόμη στο αρχικό στάδιο, καθώς διαθέτουμε στη χώρα 3.350 οικογενειακούς γιατρούς με ειδικότητα. Ο ίδιος τόνισε ότι χρειάζεται μια ισχυρή ΠΦΥ εξαιτίας ενός μεγάλου ελλείμματος στην παρακολούθηση των χρονίων νοσημάτων των ασθενών. Ταυτόχρονα, μπορεί να διασφαλίσει τη συνέχεια στη φροντίδα των ασθενών, το συντονισμό και τη συμμόρφωση, αλλά και την ανάπτυξη δικτύων για την καθολική κάλυψη της υγείας και φροντίδας.
Από την πλευρά του ο ομ. καθηγητής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας Χρήστος Λιονής, επεσήμανε ότι πέρα από τις στρεβλώσεις του συστήματος, δεν υπάρχει στη χώρα μας διαφορά στη θεραπεία από τη φροντίδα και δυστυχώς αποδίδεται στον οικογενειακό γιατρό τελευταίος ρόλος.
Τέλος ο καθ. Λοιμωξιολογίας Χαρ. Γώγος, επεσήμανε ότι εξαιτίας της πανδημίας και των συστημάτων παρακολούθησης των λοιμώξεων που έχουν εισαχθεί, διαπιστώνεται ότι πέραν των λοιμώξεων, βρίσκονται σε άνοδο όλες οι χρόνιες παθήσεις – διαβήτης, υπερλιπιδαιμία κλπ – οι οποίες αφέθηκαν χωρίς παρακολούθηση τα προηγούμενα χρόνια, ακριβώς λόγω της πανδημίας.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις