Την Τρίτη 4 Οκτωβρίου 1955, περί τις 11:35 μ.μ., απεβίωσε στην οικία του, στην Εκάλη, ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, τότε πρωθυπουργός της χώρας (την ίδια ημέρα, λίγες μόλις ώρες νωρίτερα, ο Παπάγος είχε υπογράψει την απόφαση με την οποία εκχωρούσε τις πρωθυπουργικές του αρμοδιότητες στον αναπληρωτή πρωθυπουργό, τον αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως και υπουργό Εξωτερικών Στέφανο Στεφανόπουλο).


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 5.10.1955, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στην ανακοίνωση που είχε εκδώσει ο θεράπων ιατρός του Παπάγου την 1η πρωινή της 5ης Οκτωβρίου αναφέρονταν τα ακόλουθα: «Ενώ η κατάστασις της υγείας του στρατάρχου ιδία κατά τας τελευταίας ημέρας παρουσίαζεν ικανοποιητικήν βελτίωσιν, προχθές Δευτέραν και περί την 8ην μ.μ. ήρχισεν αποτόμως δεικνύουσα τα πρώτα σημεία γενικής κάμψεως. Ο στρατάρχης διήλθε την νύκτα ανήσυχος. Χθες Τρίτην 8.30 πρωινήν έσχε την πρώτην από του στόματος απώλειαν αίματος. Η αιμορραγία αυτή προοδευτικώς βαίνουσα αυξανομένη κατά το διάστημα της ημέρας κατορθώθη να ανασταλή μόνον μέχρι της 9.30 μ.μ., ότε νέαι συνεχείς αιμορραγίαι επηκολούθησαν. Αι γενόμεναι μεταγγίσεις, αιμοστατικά κ.λπ. ουδέν κατώρθωσαν και ο στρατάρχης υπέκυψε περί ώραν 11.35 μ.μ. διατηρών μέχρι τελευταίας στιγμής την πλήρη πνευματικήν διαύγειάν του».


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 5.10.1955, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, γιος αξιωματικού του Πυροβολικού, είχε γεννηθεί στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 1883. Μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών σπουδών του φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή των Βρυξελλών (1902-1904) και ακολούθως, επί μία διετία, στη Σχολή Ιππικού του Υπρ.

Επιστρέφοντας στην πατρίδα, το 1906, κατατάχθηκε στο Στρατό ως ανθυπίλαρχος. Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους υπηρέτησε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού ως διαγγελεύς του αρχιστρατήγου Διαδόχου Κωνσταντίνου.


Το 1917 τέθηκε εκτός υπηρεσίας και εξορίστηκε ως φιλοβασιλικός. Ανακλήθηκε στην υπηρεσία το 1920 και ανέλαβε καθήκοντα επιτελάρχη της Μεραρχίας Ιππικού στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Αφού τέθηκε και πάλι σε αποστρατεία το 1922, επανήλθε στο στράτευμα ως συνταγματάρχης το 1926.

Υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις έως το 1934, όταν προήχθη στο βαθμό του αντιστρατήγου και ανέλαβε τη διοίκηση του Α’ Σώματος Στρατού.

Έχοντας προηγουμένως ασκήσει δις υπουργικά καθήκοντα (ως υπουργός των Στρατιωτικών), ο Παπάγος κατέστη, το 1936, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Με την ιδιότητά του αυτήν επιδόθηκε στην αμυντική προπαρασκευή της χώρας, ενώ την 28η Οκτωβρίου 1940 ανέλαβε την αρχιστρατηγία των ενόπλων δυνάμεων στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Ο Παπάγος διηύθυνε τις επιχειρήσεις του Μετώπου της Βορείου Ηπείρου και μετά την εξαπολυθείσα γερμανική επίθεση, τον Απρίλιο του 1941 του Μακεδονικού Μετώπου.

Μετά την κατάρρευση της αντίστασης από Συμμαχικής πλευράς δεν ακολούθησε την ελληνική κυβέρνηση στην Αίγυπτο και παρέμεινε στη χώρα, στο πλευρό του δοκιμαζόμενου λαού. Αρνήθηκε επίμονα οποιαδήποτε συνεργασία με την κατοχική κυβέρνηση και αποποιήθηκε τη σύνταξη που του απονεμήθηκε.

Η προσπάθειά του να οργανώσει τον αγώνα κατά του κατακτητή είχε ως συνέπεια τη σύλληψή του από τους Γερμανούς, στις 26 Ιουλίου 1943, και τον εγκλεισμό του σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως στη Γερμανία.


Επανήλθε στην Ελλάδα το Μάρτιο του 1945, ενώ το 1947 η ελληνική βουλή, με ψήφισμά της, του απένειμε το βαθμό του στρατηγού. Τον Ιανουάριο του 1949 η κυβέρνηση Σοφούλη ανέθεσε στον Παπάγο την αρχιστρατηγία του Εθνικού Στρατού στην εθνοκτόνο εμφύλια αναμέτρηση. Εκείνος, αναδιοργανώνοντας την ηγεσία του στρατεύματος και καταφέρνοντας να εμφυσήσει επιθετικό πνεύμα στους αξιωματικούς και τους οπλίτες, ηγήθηκε του αγώνα κατά του ΔΣΕ μέχρι την τελική νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων.

Την 21η Οκτωβρίου 1949 απονεμήθηκε ισοβίως στον Παπάγο ο τίτλος του στρατάρχη. Στις 30 Μαΐου 1951 ο Παπάγος υπέβαλε την παραίτησή του από τη θέση του αρχιστρατήγου με αυξημένες αρμοδιότητες επί των τριών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων.


Λίγο αργότερα εξήγγειλε τη συγκρότηση πολιτικού σχηματισμού υπό την αρχηγία του, του Ελληνικού Συναγερμού. Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 το νεοσύστατο κόμμα του Παπάγου έγινε αξιωματική αντιπολίτευση (αν και έλαβε με διαφορά τις περισσότερες ψήφους), ενώ στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1952 η λαϊκή ψήφος έδωσε στον Παπάγο την πρωθυπουργία με ένα συντριπτικό ποσοστό, που άγγιξε το 50%.

Ο στρατάρχης Παπάγος ήταν έγγαμος και είχε αποκτήσει δύο τέκνα.

Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει στις 6 Οκτωβρίου 1955, την παραμονή της κηδείας του στρατάρχη, δημοσιεύτηκε ένα αποχαιρετιστήριο άρθρο υπό τον τίτλο «Εις την έπαλξιν του καθήκοντος». Στο εν λόγω κείμενο αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, τα εξής:


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.10.1955, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο θάνατος του Στρατάρχου Πρωθυπουργού δεν επροκάλεσεν ίσως κατάπληξιν. Διότι υπήρχεν αλάθητος η πρόβλεψις περί της εξελίξεως της καταστάσεως της υγείας του, η οποία επεδεινούτο διαρκώς κατά τρόπον μη εμπνέοντα ελπίδας. Αλλ’ αν δεν επροκάλεσε διά τον λόγον αυτόν έκπληξιν, ενεποίησεν, εν τούτοις, βαθυτάτην εντύπωσιν. Ο ελληνικός λαός εδοκίμασε ειλικρινή θλίψιν. Παρεμερίσθησαν όλα τα τυχόν κομματικά πάθη και αι διαφοραί που δημιουργεί η πολιτική, και μέσα από τον κυκεώνα των εποχών, των γεγονότων και των περιστάσεων ανέδυσεν η μορφή του εκλιπόντος ως μια φυσιογνωμία ευγενούς και ανιδιοτελούς στρατιωτικού που είχε τάξει ολόκληρον την ζωήν του εις την υπηρεσίαν της πατρίδος του. Ο θάνατος του Στρατάρχου, που το όνομα και η σταδιοδρομία του είχε συνταυτισθή με όλας τας στρατιωτικάς εξορμήσεις της Ελλάδος, δεν ήτο δυνατόν να μη γίνη αισθητός από κάθε ελληνικήν ψυχήν. Υπήρξεν η απώλεια ενός πατριώτου, ενός στρατιώτου αξιοποιήσαντος την παράδοσιν του ηρωισμού της φυλής και ενός αγωνιστού που μέχρι της τελευταίας στιγμής του δεν εγκατέλειψε την έπαλξιν του αγώνος του. Απέθανεν εν τη εκτελέσει του καθήκοντος προσφέρων και από της επιθανατίου κλίνης του τας πολυτίμους υπηρεσίας του προς την ελληνικήν πατρίδα. Δι’ αυτό και η φυσιογνωμία του θα παραμείνη και διά τας μελλούσας γενεάς ως ένα φωτεινόν σύμβολον αγνού πατριωτισμού και ως ένα παράδειγμα αξιομίμητον ανθρώπου που έταξεν ως σκοπόν της ζωής του την εκπλήρωσιν του καθήκοντός του.  

[…]

Τα κύρια χαρακτηριστικά του εκλιπόντος μεγάλου στρατιώτου ήσαν: στρατιωτική μόρφωσις αρτία, ευθυκρισία πλήρης, εκλογή ικανών στρατιωτικών συνεργατών, επιμονή διά την πλήρη εκτέλεσιν δοθεισών διαταγών, έμπνευσις εις τους υφισταμένους του τού φόβου των ευθυνών και του αισθήματος ότι έχουν επικεφαλής των έναν έξοχον ηγέτην, τον στρατιώτην που έπεσε προχθές εις την τελευταίαν του έπαλξιν.