Το γράψιμο ενάντια στο τραύμα – Για το «Μονόκλινο σε μπουάτ» της Όλγας Στέφου
Η Όλγα Στέφου δείχνει ότι πώς το βίωμα, όσο τραυματικό και εάν είναι, μπορεί να γίνει λογοτεχνικό κείμενο
Πώς μπορεί το βίωμα να γίνει λογοτεχνικό κείμενο; Αυτό είναι κάτι που βασανίζει τους ανθρώπους που γράφουν, περίπου για όσο καιρό υπάρχει αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε λογοτεχνία.
Μεγάλη, άλλωστε, είναι και η συζήτηση ως προς το τι συνιστά λογοτεχνία και τι απλή μαρτυρία ή καταγραφή. Τόσο ως προς το τι συνιστά τη διαχωριστική γραμμή ως προς την πρακτική αυτού που γράφει, όσο και ως προς το πώς το προσλαμβάνει ο αναγνώστης.
Ωστόσο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κρίσιμο πέρασμα, σε κάποιες περιπτώσεις σχεδόν αδιόρατο, είναι όταν ακριβώς το κείμενο κατορθώνει να λειτουργεί ως κάτι πέρα από την απλή μαρτυρία.
Όταν γίνεται, δηλαδή, κάτι που δεν καταγράφει ένα συμβάν όσο συγκλονιστικό και εάν είναι αυτό, αλλά κάτι πέρα από αυτό: κάτι που το διαβάζεις και νιώθεις και σκέφτεσαι.
Αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με το ότι ένα λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να «εξωραΐζει» τα πράγματα – η λογοτεχνία από τον 20ο αιώνα και μετά δεν «φοβάται» να αποτυπώσει τη φρίκη – όσο με την ιδιαίτερη αποτύπωση που κάνει ένα λογοτεχνικό κείμενο, τον τρόπο που συνδυάζει την αποστασιοποίηση με την έμφαση.
Αυτό, προφανώς, δεν μειώνει το ρόλο μαρτυρίας που μπορεί να έχει ένα λογοτεχνικό κείμενο. Ή την ικανότητα ενός λογοτεχνικού κειμένου να επιτελεί και ρόλο μαρτυρίας. Δείχνει, όμως, τον ιδιαίτερο λογοτεχνικό τρόπο με τον οποίο το κάνει.
Όλα καταγράφονται με ένα τρόπο που συνδυάζει δεξιοτεχνικά την ωμότητα των πραγμάτων την απόγνωση και το χιούμορ
Η Όλγα ΣτέφουΤα σημειώνω όλα αυτά με αφορμή το βιβλίο της Όλγας Στέφου «Μονόκλινο σε μπουάτ» που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Agrafina.
Στο βιβλίο της Όλγας Στέφου η αφηγηματική φωνή κινείται ανάμεσα σε μια σειρά από οδυνηρές εμπειρίες: Αυτή της κακοποίησης, αυτή της ασθένειας, και αυτή της κατάθλιψης.
Οι διαφορετικές εμπειρίες αλληλοσυνδέονται και αλληλοενισχύονται. Η εμπειρία της κακοποίησης και του βιασμού από έναν ερωτικό σύντροφο που επέμεινε να μιλά για αγάπη, συναντά την οδυνηρή εμπειρία της ασθένειας, αυτή την προσπάθεια του σώματος να τη σκοτώσει, και την κατάθλιψη που καραδοκεί.
Όλα αυτά καταγράφονται με ένα τρόπο που συνδυάζει δεξιοτεχνικά την ωμότητα των ίδιων των πραγμάτων με το χιούμορ και την απόγνωση, με τρόπο που επιτρέπει στον αναγνώστη να φορτιστεί όσο πρέπει αλλά και αποφορτιστεί εκεί που πρέπει.
Κυρίως, όμως, αυτό που κερδίζει τον αναγνώστη είναι το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό αποτυπώνει μια ουσιώδη αγωνιστικότητα, το πραγματικό σθένος ενός ανθρώπου που χωρίς να αποσιωπά ή να υποβαθμίζει το βάθος του τραύματος, ταυτόχρονα αρνείται να υποταχτεί σε αυτό, αρνείται να οριστεί γύρω από αυτό. Αυτό σημαίνει ότι δεν διαβάζουμε το βιβλίο μόνο μιας «επιζήσασας» αλλά και μιας μαχήτριας. Δεν έχουμε μόνο το θάρρος της «έκθεσης», έχουμε και την πραγματική δεξιοτεχνία της αποτύπωσης.
Και είναι αυτό ακριβώς που σε κερδίζει, σε συγκινεί, σε κάνει να ταυτίζεσαι και να μπαίνεις μέσα στο κλίμα του βιβλίου και στο τέλος να συμμερίζεσαι αυτόν τον πυρήνα αισιοδοξίας που προκύπτει όχι από την εθελοτυφλία απέναντι στο πρόβλημα, αλλά στην επιμονή να μην έχει αυτό ούτε μόνο ούτε πάντα το πρώτο χέρι.
Το ταλέντο της στο γράψιμο η Όλγα Στέφου το έχει ήδη δείξει, είτε στη δημοσιογραφική της δουλειά, είτε ακόμη και σε όσα γράφει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσε να γραφτεί μια ολόκληρη σάγκα σε συνέχειες γύρω από τα κατοικίδια σε ένα σπίτι;).
Τώρα, όμως, το αποδεικνύει στην πολύ πιο απαιτητική φόρμα του βιβλίου, ακόμη και εάν είναι ένα βιβλίο σε μεγάλο βαθμό βιωματικό. Και κερδίζοντας το πρώτο και κρίσιμο στοίχημα μάς κάνει απλώς να ανυπομονούμε για τη συνέχεια.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις