Αντώνης Σουρούνης: Έχεις όλα τα χρόνια μπροστά σου να μάθεις
Η σφραγίδα που μας αφήνει ένας άνθρωπος εξαρτάται εντέλει όχι απ' αυτόν, αλλά από εμάς τους ίδιους
- Αμφίβια ποντίκια και αλλόκοτα ψάρια μεταξύ δεκάδων νέων ειδών στον Αμαζόνιο
- Συνελήφθησαν ανήλικοι και οι γονείς τους μετά από επίθεση σε ναυτικό - Τον χτύπησαν με γκλοπ
- Επίθεση με μαχαίρι σε δημοτικό σχολείο στο Ζάγκρεμπ - Ένας μαθητής νεκρός και 7 τραυματίες
- Συνελήφθη 51χρονος για ληστείες σε 11 φαρμακεία και καταστήματα στη Βορειοανατολική Αττική
Στις 5 Οκτωβρίου 2016 απεβίωσε στη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη, σε ηλικία 74 ετών, ο συγγραφέας Αντώνης Σουρούνης.
Ο Σουρούνης μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών σπουδών του εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει συγγενείς του.
Άρχισε να σπουδάζει κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και της Αυστρίας, αλλά διέκοψε τις σπουδές του και άρχισε να ταξιδεύει ασκώντας διάφορα επαγγέλματα, όπως αυτά του τραπεζικού υπαλλήλου, του ναυτικού και του επαγγελματία παίκτη ρουλέτας.
Το 1970 επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, ενώ από το 1987 έγινε μόνιμος κάτοικος Αθηνών και βιοποριζόταν αποκλειστικά ως συγγραφέας.
Ο Σουρούνης εμφανίστηκε πρώτη φορά στο χώρο των γραμμάτων το 1969 με τη συλλογή ιστοριών «Ένα αγόρι γελάει και κλαίει», για να ακολουθήσει το 1977 το μυθιστόρημά του «Οι συμπαίχτες».
Μάστορας της αφήγησης, ένας παραμυθάς με τελείως δικό του τρόπο θέασης της ζωής αλλά και του γραψίματος, ο Σουρούνης αντλούσε το υλικό για τα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του από τις προσωπικές του εμπειρίες, τα ταξίδια του, τα επαγγέλματά του και τις περιπέτειές του.
Οι ιστορίες του βασίζονται σε αυτοαναφορικά γεγονότα, που ο ίδιος, ως παρατηρητής, μετουσιώνει σε λογοτεχνία. Τα κείμενά του διακρίνονται κατεξοχήν για το διεισδυτικό βλέμμα του συγγραφέα, τη χειμαρρώδη γραφή του και το χιούμορ του, άλλοτε διαβολικό, βιτριολικό, κι άλλοτε γλυκόπικρο.
Οι ήρωες του Σουρούνη δεν είναι άνθρωποι της διπλανής μας πόρτας, αλλά άτομα λαϊκά, πρόσωπα βγαλμένα από μεταναστευτικές εμπειρίες και το περιθώριο της κοινωνικής αποδοχής. Στο έργο του διαγράφονται πρωτότυποι και αληθινοί οι αφηγηματικοί χαρακτήρες, ανάμεσά τους και ο συγγραφέας ως πρωταγωνιστής μέσα από τα εναλλακτικά του πρόσωπα.
Ο Αντώνης Σουρούνης τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1995 για το έργο του «Ο Χορός των Ρόδων».
Το 1994 η εφημερίδα «Τα Νέα» είχε ζητήσει από ορισμένους παλαιότερους και νέους συγγραφείς μια σύντομη αυτοτελή ιστορία, ένα διήγημα με 300 λέξεις.
Μεταξύ εκείνων που είχαν ανταποκριθεί σε αυτήν την πρόσκληση-πρόκληση των «Νέων» ήταν και ο Αντώνης Σουρούνης. Με τη γλυκόπικρη «Λόλα» του, που παρατίθεται κατωτέρω, υποδηλώνει ότι η σφραγίδα που μας αφήνει ένας άνθρωπος εξαρτάται εντέλει όχι απ’ αυτόν, αλλά από εμάς τους ίδιους.
Υπέγραφα σ’ ένα βιβλιοπωλείο στη Θεσσαλονίκη το τελευταίο μου βιβλίο και με την άκρη του ματιού μου την είδα να στέκει παράμερα και να περιμένει με το βιβλίο στα χέρια. Δεν έμοιαζε με φανατική αναγνώστρια και υπέθεσα πως θα ήταν κάποια φανατική παίχτρα, απ’ αυτές που χάνουνε νιάτα και περιουσία στη ρουλέτα και βρήκε τον εαυτό της στο μυθιστόρημά μου.
— Δεν με θυμάσαι; ρώτησε φτάνοντας μπροστά μου.
Το βλέμμα της ήταν υγρό και το χαμόγελό της λυπημένο. Με κοιτούσε όπως κοιτούσε ένα δέντρο που στον κορμό του κάποτε στηριχτήκαμε για να φιληθούμε.
— Ώστε δεν με θυμάστε… ψιθύρισε.
«ΤΑ ΝΕΑ», 27.8.1994, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Έβγαλε από την τσάντα της ένα διπλωμένο φάκελο και μου το έδωσε. Δεν είχε γραμματόσημο, αναγνώρισα όμως τα γράμματά μου. Απόρησα με το πόσο διαφορετική ήταν η γραφή μου τότε. «Λοχίας Αντώνης Σουρούνης», έγραφε πάνω – κάτω. Το γυναικείο όνομα της παραλήπτριας δεν μου έλεγε τίποτα.
— Συγνώμη… είπα με αρκετή ντροπή. Με βοηθάτε λίγο;
— Είμαι η Λόλα, είπε με περισσότερη ντροπή από μένα.
Είχαν περάσει τριάντα χρόνια, όμως θα ’πρεπε να τη θυμάμαι. Γιατί ήταν η Λόλα που ένα πρωί πέταξε στα σκουπίδια το σλιπ που φορούσα και πέταξε στα χέρια μου ένα πακέτο αμερικάνικα σώβρακα.
— Αυτά πρέπει να φοράς εσύ κι όχι εκείνα τα βρακιά!
«ΤΑ ΝΕΑ», 27.8.1994, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ήταν καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερη από μένα και σκέφτηκα, αφού ήξερε τι πρέπει να μη φοράω, θα ’ξερε και τι πρέπει να φορά. Κανονικά θα ’πρεπε να τη θυμάμαι και δυο και πέντε φορές τη μέρα. Όπως θυμάμαι, όταν φοράω γραβάτα, εκείνη που μου την έλυσε. Ήταν του πατέρα μου και την είχα φορέσει για να δείχνω συνομήλικός της και όχι γυμνασιόπαιδο. Την έβγαλα με προσοχή για να μη χαλάσω τον κόμπο και αμέσως μου την άρπαξε από τα χέρια και τη διέλυσε.
— Τι κάνεις εκεί; ρώτησα τρομαγμένος. Πώς θα τη δέσω τώρα;
— Θα μάθεις… είπε ήσυχα, καθώς ξεντυνόταν. Έχεις όλα τα χρόνια μπροστά σου να μάθεις.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις