Πόση αλήθεια αντέχουμε;
Διευθυντές και εργαζόμενοι, μετανάστες και ρατσιστές, Χρηματιστήριο και Διαδίκτυο πρωταγωνιστούν στις ταινίες που κάνουν πρεμιέρα αυτή την εβδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες
Ισως ο σημαντικότερος πρεσβευτής του βαθιά σκεπτόμενου, βαθιά πολιτικοποιημένου, βαθιά ουσιαστικού κινηματογράφου στη Γαλλία σήμερα, ένας άξιος διάδοχος του Βρετανού Κεν Λόουτς και των βέλγων αδελφών Νταρντέν, ο Στεφάν Μπριζέ, στην ταινία «Ενας άλλος κόσμος» (Un autre monde, Γαλλία, 2021) καταφέρνει και πάλι να μπει στην καρδιά του ζητήματος και να πει τα πράγματα ακριβώς όπως ο ίδιος πιστεύει ότι είναι (και κατά πάσα πιθανότητα όπως όντως είναι).
Ερωτήματα όπως «τι σημαίνει αγορά σήμερα;», «τι σημαίνει εργαζόμενος σήμερα;», «τι σημαίνει οικογενειακή ζωή σε συνάρτηση με την επαγγελματική ζωή σήμερα;» πέφτουν σαν βόμβες πάνω στο «τραπέζι» μιας ταινίας που εντέλει σε αφήνει παγωμένο, μουδιασμένο και εντελώς αμήχανο, όχι ως προς την αξία της αλλά για τα όσα λέει και το πώς τα λέει.
Οπλισμένος με τον πολύτιμο (και αγαπημένο του) ηθοποιό Βενσάν Λιντόν, ο Μπριζέ (σκηνοθέτης επίσης στις ταινίες «Ο νόμος της αγοράς», «Η ζωή μιας γυναίκας» και «Σε πόλεμο»), τον εμπιστεύεται στο «κουβάλημα» του μεγαλύτερου φορτίου της ταινίας: ο ηθοποιός υποδύεται τον Φιλίπ Λεμέσλ, διευθυντή ενός εργοστασίου στη Γαλλία, τόσο πολύ πιεσμένου από τα ποικίλα μέτωπα που έχει να αντιμετωπίσει, που απορείς πώς δεν έχει πάθει έμφραγμα από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας.
Η γυναίκα του (Σαντρίν Κιμπερλέν) θέλει (ή νομίζει ότι θέλει) να τον χωρίσει μην αντέχοντας την απομάκρυνσή του, τα μεγάλα κεφάλια της επιχείρησης όπου εργάζεται (προερχόμενα διόλου τυχαία από τις Ηνωμένες Πολιτείες) τον πιέζουν να προβεί σε απολύσεις, το ένα από τα δύο παιδιά του αντιμετωπίζει σοβαρά ψυχικά προβλήματα· με άλλα λόγια, ο Φιλίπ Λεμέσλ βρίσκεται στα όρια, αν όχι εκτός τους.
Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας αφορά τη σχέση του Λεμέσλ τόσο με το προσωπικό όσο και με τους ανωτέρους του. Ο Μπριζέ είναι αδίστακτα ειλικρινής, δεν «χαϊδεύει» καμία κατάσταση, δεν ελπίζει σε κανενός τύπου happy end αλλά δεν αρνείται την προσπάθεια.
Ο κυνισμός είναι δεδομένος, οι συναισθηματισμοί πολυτέλεια· ειδάλλως δεν υπάρχει περίπτωση να επιβιώσεις. Αυτό λέει η ταινία και πάνω σε αυτό θα πρέπει να παρθούν κάποιες αποφάσεις ζωής από τον Φιλίπ Λεμέσλ, ο οποίος κατά βάθος θέλει να υποστηρίξει το προσωπικό του όμως αυτό είναι αδύνατον αφού «nobody gives a fuck» όπως ακούμε το κεφάλι της επιχείρησης να του λέει (με το επιχείρημα μάλιστα ότι έχει και εκείνος ανωτέρους στους οποίους πρέπει να λογοδοτήσει – στη Wall Street).
Παρ’ όλ’ αυτά, το σενάριο είναι τόσο καλά προσεγμένο σε λεπτομέρειες που κατά κάποιο τρόπο σε αναγκάζει να «μπεις και στα παπούτσια» όλων όσοι εμπλέκονται σε αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση, να εξετάσεις όλες τις πλευρές και ίσως να δώσεις σε όλους κάποιο δίκιο.
Και όλα αυτά με τη δράση περιορισμένη σχεδόν αποκλειστικά μέσα σε δωμάτια, βλέπουμε κυρίως ανθρώπους εγκλωβισμένους σε τέσσερις κλειστούς τοίχους να διαπραγματεύονται συνέχεια. Αλλά ποτέ μα ποτέ δεν κουραζόμαστε. Γιατί όλοι οι ηθοποιοί εκτελούν στην εντέλεια, πολύ καλά διαβασμένοι τους διαλόγους τους οι οποίοι, τελικά, έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε αυτήν την τόσο σκληρή ταινία που είναι σκληρή ακριβώς επειδή είναι τόσο αληθινή.
Μια θαρραλέα γυναίκα
Εξίσου απέριττα ακριβής είναι ο σκηνοθετικός χειρισμός της ταινίας «Ο μικρός αδελφός» (Un Petit Frère, Γαλλία, 2022) που επίσης χαρακτηρίζεται από ένα «δυνατό» θέμα: την προσπάθεια μιας μετανάστριας από την Ακτή Ελεφαντοστού να επιβιώσει στο Παρίσι του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας της δεκαετίας του 1980 όπου φτάνει μαζί με τα δύο της αγόρια.
Παρακολουθούμε την εξέλιξή της (όπως και των δύο παιδιών της) στο πέρασμα του χρόνου. Με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της μετά τη «Μια νέα γυναίκα», η 36χρονη Λεονόρ Σεράιγ δείχνει μια αξιοθαύμαστη ωριμότητα σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των σχέσεων ανάμεσα στην κεντρική ηρωίδα της ταινίας (και βαρόμετρό της), με όλα τα πρόσωπα που σχετίζονται μαζί της. Οι εραστές της, η μητέρα της και φυσικά τα δύο της παιδιά δημιουργούν έναν απολύτως ρεαλιστικό και αναγνωρίσιμο στον θεατή κόσμο, μέσα από τον οποίο η Σεράιγ, ούτε τον οίκτο κανενός ζητά, ούτε και στρέφεται ποτέ προς την πλευρά της ρητορικής και της κατήχησης (κάτι που συχνά είναι αναπόφευκτο με τέτοια θέματα).
Αντιθέτως, η σκηνοθεσία της είναι τόσο αποστασιοποιημένη και η απεικόνιση των καταστάσεων τόσο αντικειμενική, που τα συναισθήματά μας ως προς τη στάση της ηρωίδας απέναντι στη ζωή και τους ανθρώπους ποικίλλουν.
Από τη μια τη θαυμάζεις από την άλλη σε προβληματίζει. Είναι μια μητέρα που αγαπά πολύ τα παιδιά της αλλά συγχρόνως είναι μια γυναίκα που ποτέ δεν θα βάλει τον εαυτό της στο περιθώριο για αυτά. Είναι μια θαρραλέα γυναίκα, περήφανη για τα δημιουργήματά της αλλά συγχρόνως, όπως όλοι, κάνει λάθη τα οποία έχουν συνέπειες. Και η Αναμπέλ Λενγκρόν που έχει κερδίσει διάφορα βραβεία για τη δουλειά της την υποδύεται υποδειγματικά (να σημειωθεί ότι η ταινία προβλήθηκε εντός διαγωνισμού στο περσινό Φεστιβάλ των Καννών).
«Εξυπνο» και «χαζό» χρήμα
Το χρήμα μονομαχεί στην ταινία «Αουτσάιντερς» (Dumb money, ΗΠΑ, 2023)· το «έξυπνο χρήμα» έρχεται σε σύγκρουση με το «χαζό χρήμα» στην αρένα του Κολοσσαίου του διεθνούς χρηματιστηρίου, τη Γουόλ Στριτ. Και είναι μια εκδοχή της αληθινής ιστορίας του Κιθ Γκιλ (Πολ Ντάνο) ενός καλοπροαιρετου, happy-go-lucky τύπου με το παρατσούκλι Βρεγμένο Γατάκι, ο οποίος αποφασίζοντας να επενδύσει σε μια εταιρεία «της πλάκας» ονόματι GameStop προκάλεσε στους κύκλους των χρηματιστών έκρηξη παρόμοια με της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα.
Από εκεί, ο σκηνοθέτης Κρεγκ Γκιπέσπι κάνει μια βαθιά βουτιά σε έναν κόσμο στα όρια της τρέλας, γεύσεις από τον οποία έχει προσφέρει τόσο το «Μεγάλο σορτάρισμα» του Ανταμ Μακέι όσο και ο «Λύκος της Wall Street» του Μάρτιν Σκορσέζε. Η διαφορά εδώ είναι ότι τη διαφορά θα κάνει κυριολεκτικά ένας… κανένας. Με μόνο επιχείρημά του για το GameStop ότι του «αρέσει αυτή η μετοχή», ο Γκιλ θα επιμείνει σε αυτήν ανακοινώνοντας τη δραστηριότητά του μέσω του καναλιού του στο Youtube, πείθοντας πολύ φτωχό κοσμάκη να τον ακολουθήσει παρά τον χλευασμό των μεγαλοχρηματιστών.
Η ιδέα ότι στην Αμερική (και ίσως όχι μόνο) αν είσαι λίγο έξυπνος μπορείς να γίνεις πάμπλουτος φαίνεται να υποκινεί το σενάριο των Ρεμπέκα Αντζελο, Λόρεν Σούκερ Μπλουμ, την ώρα που ο Γκιλέσπι το εικονογραφεί ισορροπώντας προσεκτικά ανάμεσα στο χιούμορ και το δράμα και αφιερώνοντας αρκετό χρόνο στο να μάθουμε ποιος είναι τελικά ο Γκιλ. Η παράνοια του Χρηματιστηρίου με την οποία ο ίδιος ο Κιθ δεν μπορεί καλά -καλά να «συντονιστεί», οι παγίδες, τα χτυπήματα κάτω από τη μέση και φυσικά η παντοδυναμία του Διαδικτύου δημιουργούν ένα δυνατό «χρηματιστηριακό κοκτέιλ» το οποίο, εντέλει σου αφήνει μια πικρή γεύση.
Προβάλλονται επίσης
«Blue beetle» (ΗΠΑ, 2023) του Ανχελ Μανουέλ Σότο. Πρόκειται για την πρώτη σόλο κινηματογραφική μεταφορά του υπερήρωα του χάρτινου κόσμου της DC Comics Blue Beetle o oποίος εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1939 στα κόμικς Mystery Men και με την πάροδο των χρόνων μεταλλάχθηκε καταλήγοντας το 2006 στον ήρωα της DC που βλέπουμε εδώ.
Απόφοιτος πανεπιστημίου, γόνος φτωχής οικογένειας η οποία περνά μεγάλη οικονομική κρίση, ο Χάιμε (Ξόλο Μαριντουένα) θα βρεθεί με ένα αρχαίο κειμήλιο εξωγήινης βιοτεχνολογίας στα χέρια του, ένα σκαραβαίο ο οποίος θα τον επιλέξει ως ξενιστή του. Και κάπως έτσι θα μπούμε (τρόπος του λέγειν δηλαδή) στον κόσμο του, όπου τη διαφορά κάνουν τα ασταμάτητα «λατίνο» καλαμπούρια (με την ανάλογη λατίνο προφορά) αλλά και η Σούζαν Σαράντον στον ρόλο της «κακιάς» καπιταλίστριας που θα βρεθεί αντιμέτωπή του.
Δεν είναι ακριβώς το θέαμα που πάνω – κάτω περιμένεις, ίσως επειδή τα λατίνο προέλευσης καλαμπούρια δίνουν στην ταινία μια ασυνήθιστη εικόνα, συν τω ότι δεν δείχνει να παίρνει και τόσο σοβαρά τον εαυτό της, κάτι που βρήκα θετικό. Παρ’ όλ’ αυτά δεν παύει να απευθύνεται στο «ειδικό κοινό» εκείνων που λατρεύουν τους χάρτινους υπερήρωες της DC και της Marvel.
«Ζουγκλοπαρέα 2: Ο γύρος του κόσμου» (Les As de la Jungle 2, 2023) των Λοράν Μπρου, Γιανίκ Μουλάν, Μπενουά Σμβίγ. Γαλλικά κινούμενα σχέδια στα οποία η ομάδα ζώων και φίλων της «Ζουγκλοπαρέας» (2017) θα ταξιδέψει σε κάθε γωνιά του κόσμου για να βρει το αντίδοτο για τον τοξικό ροζ αφρό που εκρήγνυται όταν έρθει σε επαφή με το νερό με το οποίο ο Σούπερ Κακός της ιστορίας έχει ραντίσει το δάσος τους.
Επανέκδοση
«Απαγορευμένα παιχνίδια» (Jeux interdits, Γαλλία, 1952) του Ρενέ Κλεμάν. Η βίαιη αρπαγή της παιδικής αθωότητας εξαιτίας του πολέμου αλλά και η συνθηκολόγηση των παιδιών με την ιδέα του θανάτου είναι το θέμα της αριστουργηματικής αυτής ταινίας του Ρενέ Κλεμάν, στην οποία η Μπριζίτ Φοσέ υποδύεται το ορφανό κοριτσάκι που θα βρει τον φύλακα άγγελο στο πρόσωπο αγοριού (Ζορζ Πουζουλί) στο γαλλικό ύπαιθρο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ακόμα και σήμερα, 71 χρόνια μετά την πρώτη προβολή του, ό,τι και να πεις είναι λίγο για το πώς ο Κλεμάν χειρίστηκε αυτό το τόσο λεπτό θέμα και μάλιστα σε μια ταινία που σύμφωνα με τη Φοσέ είχε ξεκινήσει για μικρού μήκους και έγινε τελικά μεγάλου.
Αρτιο σε κάθε τομέα, γι’ αυτό και παραμένει στα κορυφαία αντιπολεμικά αριστουργήματα όλων των εποχών. Υπήρξε υποψήφιο για το Οσκαρ σεναρίου γραμμένου κατευθείαν για την οθόνη και κέρδισε ένα ειδικό Οσκαρ καλύτερης μη αγγλόφωνης ταινίας (ξενόγλωσσης ταινίας).
- Πώς θα αποφύγουμε τα προβλήματα από τη διατροφική κραιπάλη των γιορτών
- Μητσοτάκης: Έρχεται το parco.gov.gr για την προστασία των ανηλίκων από τον εθισμό στα social
- Χεσούς Νάβας: «Το ποδόσφαιρο είναι η ζωή μου – Υπήρχαν μέρες που δεν μπορούσα να περπατήσω»
- Χριστούγεννα: KFC, καλικάντζαροί και άλλες παράξενες παραδόσεις απ’ όλον τον κόσμο
- Ολυμπιακός: Τα 25 λεπτά των παικτών, τα 90 των διαιτητών…
- Μοζαμβίκη: Στους 94 έχουν φτάσει οι νεκροί μετά το πέρασμα του κυκλώνα Σίντο