Ζαν Κοκτώ: Η τέχνη του θαυματοποιού
Η απελευθέρωση από το σήμερα
- Ο Έλον Μασκ πλημμύρισε το Χ με παραπληροφόρηση για τον προϋπολογισμό και κέρδισε
- Πώς αμοίβονται οι αργίες Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς
- Η Ουγγαρία δίνει άσυλο σε πρώην υφυπουργό της Πολωνίας - Σε βάρος του ισχύει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης
- Τρίωρη στάση εργασίας θα πραγματοποιήσουν σήμερα οι εργαζόμενοι της Hellenic Train
Στις 10 Αυγούστου του 1901, στις 4 και μισή το απόγευμα, δύο Εγγλέζες γεροντοκόρες σεργιάνιζαν στο πάρκο των Βερσαλλιών. Είχαν επισκεφθή τα ανάκτορα του μεγαλυτέρου των Λουδοβίκων και πήγαιναν να δουν το μικρό Τριανόν. Καμμιά ιδιορρυθμία δεν μπορούσε να καταλογισθή ιδιαίτερα στο παθητικό της μις Μόμπερλυ και της μις Τζόρνταιν, εκτός βέβαια από το γεγονός ότι ήσαν Εγγλέζες και γεροντοκόρες. Φαίνεται όμως πως αυτό ήταν αρκετό. Το κράμα παιδικής αφέλειας και γεροντικής δεισιδαιμονίας που χαρακτηρίζει αυτή την αναντικατάστατη τάξη τις έκανε εξαιρετικά ευπαθείς σε κάθε εκδήλωση του Υπερφυσικού. Καθώς προχωρούσαν, χωρίς βιασύνη, σε μια αλέα, τις κυρίευσε ξαφνικά μια παράξενη αίσθηση. Μια απόκοσμη σιωπή βασίλευε γύρω τους.
Τα πουλιά που κελαϊδούσαν πριν από λίγο δεν ακούγονταν πια. Το φως που περνούσε από τις φυλλωσιές έμοιαζε κι’ αυτό αλλαγμένο. Όλα έπαιρναν σιγά-σιγά την όψη μιας αναπάντεχης σκηνογραφίας και η μις Μόμπερλυ με την μις Τζόρνταιν αισθάνονταν σαν να τις είχαν βγάλει στη σκηνή μπροστά σε ένα αόρατο και παρ’ όλα αυτά πανταχού παρόν ακροατήριο. Δυο σιλουέτες που διέκριναν από μακριά τούς προκάλεσαν μια στιγμιαία ανακούφιση, αλλά όταν πλησίασαν είδαν πως είχαν να κάνουν με δυο κηπουρούς, αλλόκοτα ντυμένους, με τρικαντό (σ.σ. τρίκοχο καπέλο από μαύρο ύφασμα με ανεστραμμένο γείσο και φτερά) και πράσινη στολή. Οι δυο γεροντοκόρες συνέχισαν ωστόσο το σεργιάνι τους, κάθε βήμα τους όμως έκανε την ανησυχία τους να μεταμορφώνεται σε αγωνία. Μπροστά τους ορθωνόταν σε λίγο ένα «περίπτερον μουσικής» που δεν το είχε ο τουριστικός οδηγός. Ένας άνθρωπος καθισμένος στα σκαλάκια στύλωνε το βλέμμα απάνω τους. Πήγαν να φύγουν βιαστικά, αλλά κάποιος άλλος απρόβλεπτος επισκέπτης με μια μακριά κάπα τούς έφραξε το δρόμο. Πιο πέρα πάνω στο πράσινο χορτάρι μια κατάξανθη γυναίκα διάβαζε μελαγχολικά ένα γράμμα.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 10.10.1959, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Χρειάστηκε να περάσουν τρεις μήνες για να ηρεμήσουν οι δύο «μις» και να «καταλάβουν» τι εσήμαινε αυτή η μοναδική περιπέτεια. Τα όσα είχαν δη —πράγματα και πλάσματα— δεν ήσαν φανταστικά. Ήσαν απλώς περασμένα. Όλα είχαν υπάρξει, όλα είχαν συμβή κάποια μέρα του 1789, και για κάποιο λόγο, που έμεινε ανεξήγητος, η μις Μόμπερλυ και η μις Τζόρνταιν ξέφυγαν από το παρόν και ξαναβρέθηκαν μπροστά στη Μαρία Αντουανέττα και σε πρόσωπα της Γαλλικής Επαναστάσεως, που είχαν ζήσει στο ίδιο περιβάλλον, πάνω από έναν αιώνα πριν.
Μια τόσο καταπληκτική εμπειρία δεν μπορούσε να περιορισθή στην προσωπική ανεκδοτολογία δύο Αγγλίδων, όσο φλύαρες και αν ήσαν. Η μις Μόμπερλυ και η μις Τζόρνταιν αποφάσισαν λοιπόν να εξιστορήσουν γραπτά την περιπέτειά τους και έβγαλαν ένα βιβλίο με τον τίτλο «Τα φαντάσματα του Τριανόν», που έκανε πολλούς αναγνώστες να χαμογελάσουν — καλόβολα ή ειρωνικά.
Ο Ζαν Κοκτώ όμως δεν χαμογέλασε διαβάζοντας το χειρόγραφο. Δεν κοροϊδεύει ποτέ ό,τι είναι απίστευτο. Κι’ έπειτα η απελευθέρωση από το σήμερα είναι ένα πολύ παλιό όνειρο του ποιητή, για να μην πάρη στα σοβαρά το «παραμύθι» που διηγήθηκαν οι δυο γεροντοκόρες. Η ποιητική του διαίσθηση τον έκανε άλλωστε από καιρό να φαντασθή ένα χώρο κι’ ένα χρόνο όπου το παρόν, το παρελθόν, το μέλλον δεν θάταν πια στεγανά διαμερίσματα, αλλά θα δένονταν σε μια πρωτάκουστη «συνύπαρξη», όπου κι’ ο θάνατος ακόμα θα φαινόταν ψεύτικος.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 10.10.1959, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Αποφάσισε λοιπόν να προλογίση το βιβλίο, και το έκανε με απροσδόκητη γι’ αυτόν επισημότητα: «Η περιπέτεια που εξιστορείται εδώ είναι, χωρίς αμφιβολία, η σημαντικώτερη όλων των εποχών, και είναι κρίμα που η επιστήμη δεν αποφασίζει να ασχοληθή με αυτά τα εξαιρετικά φαινόμενα, γιατί θα είχε να ωφεληθή πολύ η ίδια».
Αυτή η κάπως μακρά εισαγωγή, που μοιάζει να μην έχη και πολλή σχέση με το θέμα, θα είναι τελικά πολύ χρήσιμη προκειμένου να μιλήσουμε για το τελευταίο φιλμ του Κοκτώ, που θα έχη τον τίτλο «Η Διαθήκη του Ορφέα» και που κινδυνεύει να φανή στα εννέα δέκατα του θεατού σαν ένα λεύκωμα μαγικών εικόνων.
Όποιος θάθελε να δη αυτόν τον καιρό τον Κοκτώ —και δεν υπάρχει φαίνεται παράδειγμα δημοσιογράφου ή απλώς περιέργου που να μην έχη συναντήσει δυσκολίες για να του πάρη συνέντευξη ή να του πιάση κουβέντα— θάπρεπε να τον αναζητήση σ’ ένα εγκαταλελειμμένο υπόγειο λατομείο της Προβηγκίας, που έχει μεταβάλει τώρα σε στούντιο.
Μέσα σ’ αυτήν την πελώρια σπηλιά από κιμωλία, που δεν μοιάζει με τίποτα και που αποτελεί επομένως το μόνο δυνατό διάκοσμο για την ποιητική φαντασία, τα πλάσματα της μυθολογίας του Κοκτώ, με τα αλογίσια κεφάλια τους, τα γύψινα κορμιά τους και τις σιδερένιες πανοπλίες τους, κυκλοφορούν σε μια σκανδαλώδη γειτονία με τις μοτοσυκλέτες, την τζαζ και τους διάσημους αστέρες —Μάρλεν Ντήτριχ, Γιουλ Μπρύννερ, Ζαν Μαραί, Ντανιέλ Ζελέν— που από φιλία για τον Κοκτώ δέχτηκαν να συμμετάσχουν στο γύρισμα της ταινίας, παίζοντας μικρούς ρόλους.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 10.10.1959, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Μέσα σ’ αυτόν τον απερίγραπτο συνωστισμό εποχών, ιδεών και ονείρων, όπου ο χρόνος καταργείται όπως και στον απογευματινό περίπατο της μις Μόμπερλυ και της μις Τζόρνταιν, μόνον ο Κοκτώ φαίνεται να πηγαινοέρχεται με άνεση. Είναι βλέπετε ποιητής κι’ έχει το ελεύθερο. Όταν του μιλάνε για λογική, εξανίσταται: «Η ταινία μου θάναι ακριβώς μια μάχη με τη λογική. Τα επεισόδια θα τυλίγονται το ένα στ’ άλλο, όπως και στον ύπνο μας, όπου οι συνήθειες δεν ελέγχουν πια τις δυνάμεις που βρίσκονται μέσα μας. Η ταινία δεν θάχει ίσως ούτε αρχή ούτε τέλος, αλλά θάχει ψυχή. Απορώ πώς τώρα πια, που οι ζωγράφοι θυσίασαν το θέμα για χάρη της ζωγραφικής αυτής καθεαυτήν, ζητάνε ακόμα απ΄τον κινηματογράφο μια υπόθεση, μια πρόφαση. Αυτό που βαρύνει δεν είναι το τι θα πεις, είναι το πώς θα το πεις, το πώς θα δείξεις τα πράγματα, το πώς θα γεμίσεις την οθόνη».
Και ο ξερακιανός εβδομηντάρης, που δεν έπαψε ποτέ να ξαφνιάζη τον κόσμο με τα καμώματά του, καγχάζει «ευγενικά»: «Μου μιλάτε για λογική… Εδώ τις προάλλες ο Πικασσό μούλεγε: Η ταινία σου θα κάνει ό,τι θέλει εκείνη. Έτσι συμβαίνει και με τους πίνακές μου. Τους αρχίζω κι’ έπειτα ζωγραφίζονται μόνοι τους, κάνουν ό,τι τους αρέσει. Σ’ το λέω, η ταινία σου δεν θα σε υπακούσει…»
[…]
Από τότε που ο Ντιαγκίλεφ, ο δημιουργός των Ρωσικών Μπαλέτων, τον γνώρισε νεαρό λογοτέχνη στο Παρίσι και του είπε «Ξάφνιασέ με», ο ποιητής του «Ορφέα» δεν έπαψε να το επιχειρή και να το κατορθώνη. Για να το πετύχη, δεν διστάζει να χρησιμοποιήση ό,τι υλικό βρει, απ’ τους αρχαίους μύθους ως τα «ψιλά» των εφημερίδων και τη δράση των τροχών. Για να δημιουργήση τη φωτιά που χρειάζεται η ποιητική υψικάμινος, καίει ό,τι νάναι. Και πρέπει να πούμε ότι συχνά το μέταλλο που βγάζει αστράφτει. Αλλά όταν στο κορύφωμα της τέχνης του θαυματοποιού πέφτη κι’ ο ίδιος μέσα στις φλόγες και γίνεται στάχτη, δεν ανασταίνεται με τη μαγική μεγαλοπρέπεια του Φοίνικα, αλλά με τη φιλάρεσκη τσαχπινιά του Ντόναλντ Ντακ.
Σαν τα πλάσματα του Ντίσνεϋ που ξανασηκώνονται όταν τα πατάη ο οδοστρωτήρας, γιατί αρνούνται ότι υπάρχει θάνατος, έτσι κι’ ο Κοκτώ πέφτει από γκρεμούς και βάραθρα χωρίς να τσακίζη τα ελαστικά του κόκκαλα. Κι’ όταν, ύστερα από τις αλλεπάλληλες ριψοκίνδυνες τούμπες, βρίσκεται πάλι σώος στα πόδια του, δεν μπορεί ν’ αντισταθή στον πειρασμό να κλείση το μάτι στο κοινό που —βέβαια— χειροκροτάει. Το χειροκρότημα δεν είναι ίσως η πρώτη ανάγκη του ποιητή, αλλά είναι ασφαλώς η πρώτη ανάγκη του Ζαν Κοκτώ.
[…]
Με τους μπουρζουάδες δεν τα πάει καλά ο Κοκτώ. Βρίσκει ότι τους λείπει η ευγένεια. «Σήμερα μόνο οι βασιλιάδες κι’ οι κομμουνιστές είναι ευγενικοί. Όταν έστειλα ένα ευχετήριο γράμμα στην πριγκίπισσα Μαργαρίτα για τα γενέθλιά της, μου απάντησε αμέσως. Το ίδιο κάνουν κι’ οι κομμουνιστές. Μόλις τους δώσης μια συνέντευξη, ένα άρθρο, μια δήλωση, σου έρχονται βροχή τα γράμματα απ’ τον αρχισυντάκτη, το θυρωρό, τον γενικό γραμματέα, τον Χρουστσώφ κ.λπ. Ενώ οι μπουρζουάδες…»
*Άρθρο για τον Ζαν Κοκτώ, που έφερε τον τίτλο «Η Διαθήκη του Ορφέα» και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» στις 10 Οκτωβρίου 1959.
Πολυσχιδής πνευματική και καλλιτεχνική προσωπικότητα του περασμένου αιώνα (ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός, σκηνοθέτης και ζωγράφος), ο Ζαν Κοκτώ (Jean Cocteau) γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1889 και απεβίωσε στις 11 Οκτωβρίου 1963.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις