Απελευθέρωση Αθήνας: «Επέσατε θύματα, αδέλφια εσείς…»
Μια προσωπική μαρτυρία για τη 12η Οκτωβρίου 1944
- Τι είναι το shutdown της αμερικανικής κυβέρνησης και τι είναι το ταβάνι του χρέους;
- Όταν ο Μακρόν αποκαλούσε το Πρωθυπουργικό Μέγαρο «το κλουβί με τις τρελές»
- Έκλεβαν πολυτελή οχήματα SUV και τα πωλούσαν στο εξωτερικό – Το αιματηρό επεισόδιο με τον αρχηγό της σπείρας
- Πώς η υπόθεση Πελικό έδωσε άλλες διαστάσεις στη σεξουαλική βία
Την παραμονή όλος σχεδόν ο πληθυσμός του λεκανοπεδίου πέρασε τη νύχτα άυπνος ή άγρυπνος. Είχε διαδοθεί πως, φεύγοντας, οι Γερμανοί θ’ ανατίναζαν το λιμάνι του Πειραιά, που πράγματι είχαν υπονομεύσει. Κάθε τόσο ακούγονταν κάτι εκρήξεις, αλλά δεν ήταν οι «δυνατές», οι καταλυτικές που περιμέναμε (ιδίως όσοι είχαμε ζήσει την καταστροφή της 6ης Απριλίου 1941, τότε που τινάχτηκε το λιμάνι στον αέρα, και μαζί το σπίτι μου, ένα ημιτριώροφο νεοκλασικό στου «Βρυώνη»· δεν έμεινε τίποτα).
Στις 11 Οκτώβρη του ’44 έμενα σ’ ένα σπιτουλάκι στη Μενάνδρου, πλάι στον Άγιο Κωνσταντίνο και το Εθνικό Θέατρο. Ακούγαμε ανελλιπώς ραδιόφωνο —παρ’ όλο που οι Γερμανοί τα ’χαν «σφραγίσει»—, το «Μπι-Μπι-Σι» και το Κάιρο, και ξέραμε πως οι κατακτητές φεύγουν, ξεκουμπίζονται. Δειλά στην αρχή, βγήκαμε στους δρόμους· δεν υπήρχαν φώτα στην Ομόνοια, αλλά δεν υπήρχε και ίχνος Ναζί ή Αστυνομίας ή Ταγμάτων Ασφαλείας.
Η νύχτα της 11ης προς 12η Οκτωβρίου 1944 σημάδευε το απόλυτο κενό εξουσίας.
«ΤΑ ΝΕΑ», 29.10.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Όσο κι αν φαίνεται τώρα αστείο, κείνη τη νύχτα ο γιος του φούρναρη της γειτονιάς, οργανωμένος στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, με εξαρτύσεις και στολή και πιστόλι, μια παρδαλή κόρη πριμαντόνας, που είχε χάσει τον Ιταλό «αρραβωνιαστικό» της στη δίνη της πτώσης του Μουσολίνι και είχε προσχωρήσει και στο… φούρναρη και στον ΕΛΑΣ, οπλισμένη κι αυτή, αλλά κι ο αδελφός μου Νίκος… 13 χρόνων, και εγώ, κι οι δυο μας με καλύμματα μπάλας για… κράνη, σχηματίσαμε περίπολο και «ελέγχαμε» την είσοδο της Πειραιώς προς την Ομόνοια, διακρίνοντας μόλις τα πρόσωπα των περαστικών —που κι αυτοί είχαν πιστόλια κι είχαν σχηματίσει περιπόλους— μέσ’ απ’ τις ανταύγειες κάτι πυρκαγιών που μαίνονταν στο ξέμακρο, ανάμεσα Πειραιά και Πέραμα.
Κάποτε κουραστήκαμε. Ελλείψει εχθρού γυρίσαμε να κοιμηθούμε. Το πρωί μάς περίμενε η Απελευθέρωση!
Κατά τις 9, από την Ομόνοια πάλι, είδαμε στο ξέμακρο της οδού Αθηνάς, σε προοπτική —τότε δεν υπήρχε νέφος κι όλα ήταν διαυγή—, να υποστέλλεται στην Ακρόπολη η σβάστικα, η μισητή γερμανική σημαία. Αυτό ήταν! Πού βρέθηκε τόσος κόσμος και γέμισε τους δρόμους; Για πότε σχηματίστηκαν διαδηλώσεις; Πώς ξεφύτρωσε —μάλλον από το Εργατικό Κέντρο της οδού Αγησιλάου— ολόκληρη φανφάρα Τροχιοδρομικών (ήταν αυτοί που δούλευαν στα τραμ) κι έκανε παρέλαση συνταγμένη; Εκεί κατά τις δέκα ο λαός των συνοικιών είχε πλημμυρίσει το κέντρο και κάποιος κοντός με χωνί —μου είπαν πως ήταν ο δημοσιογράφος Νίκος Καπιτσόγλου, ζει, πέθανε;— ανέβαινε στα ωραία χτιστά περίπτερα που είχε τότε η Ομόνοια στη θέση των γελοίων «νερών» και φώναζε στεντόρεια: «Προσοχή! Προσοχή! Σας ομιλεί το ΕΑΜ!» Και έριχνε συνθήματα.
«ΤΑ ΝΕΑ», 29.10.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Το πλήθος, που αντάλλασσε χαιρετισμούς «Χριστός ανέστη», «Ο λαός ανέστη», τράβηξε τον ανήφορο και γέμισε την Πανεπιστημίου. Απ’ τα μπαλκόνια των ξενοδοχείων οι «Χίτες» παρακολουθούσαν έντρομοι.
Το πλήθος σταμάτησε στο Αρσάκειο και εκεί κάποιος ανεβασμένος στο πεζούλι, πλάι στα σκαλάκια, είπε από το χωνί: «Αδέρφια, να γονατίσουμε όλοι και να τιμήσουμε τους νεκρούς μας, τους νεκρούς του Αγώνα».
Κάθε κίνηση στην Πανεπιστημίου σταμάτησε, κι όλοι γονατίσαμε, σ’ άσφαλτο και πεζοδρόμια, και το άσμα γοερό αντήχησε από χιλιάδες στόματα και πνιγμένα απ’ τη συγκίνηση λαρύγγια: «Επέσατε θύματα, αδέλφια εσείς…»
Το κλάμα που έγινε δεν περιγράφεται! Και να που πάνω σ’ αυτό, στη μεγάλη συγκίνηση, πέφτει μαχαίρι ο ψίθυρος: «Οι Γερμανοί… Οι Γερμανοί…» Στιγμιαία ο κόσμος πάγωσε. Πράγματι, στο ύψος της Εθνικής Βιβλιοθήκης κατηφόριζαν αργά, ανάμεσα στο πλήθος, μια μοτοσικλέτα με καλάθι —αν θυμάμαι καλά—, ένα αμφίβιο κι ένα φορτηγό, με Γερμανούς οπλισμένους με αυτόματα, αλλά που κρατούσαν «τιμητικά» τη σημαία τους, καθόλου επιθετικοί. Σοβαροί μονάχα κι ανήσυχοι…
Με το παιδικό μυαλό μου, θα ’θελα ίσως να ορμήσει το πλήθος και να πνίξει, να εξαφανίσει αυτούς τους λίγους «κακούς», που ήταν αληθινά ευκολότατη λεία για ένα ωραίο λιντσάρισμα. Και όμως. Δεν έγινε τίποτα. Σιγά-σιγά ο κόσμος άνοιγε δρόμο κι οι Γερμανοί κατηφόριζαν άκρη-άκρη την Πανεπιστημίου, ώσπου χάθηκαν στη στροφή προς την Ομόνοια.
Τότε, ή λίγο αργότερα, ακούστηκαν κάποιοι πυροβολισμοί. Είπαν πως χτυπήθηκαν μ’ ένα σαράβαλο γεμάτο μαχητές του Εφεδρικού Νέου Φαλήρου, που ανέβαινε ασθμαίνοντας την οδό Πειραιώς.
Οι διαδηλώσεις —με σημαίες και των Συμμάχων, που οι δεξιοί πρόβαλλαν πολύ περισσότερο κι από τις ελληνικές!— συνεχίστηκαν, πάνω κάτω, όλη μέρα σχεδόν. Τ’ απόγεμα κάποιοι εγκατέστησαν σ’ όλες τις κολόνες της Πανεπιστημίου και της Σταδίου μεγάφωνα: συνδεμένα με το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, μετέδιδαν ειδήσεις θριαμβευτικές από τα μέτωπα, συνθήματα πατριωτικά και μουσική. Ο ενθουσιασμός συντηρήθηκε ως αργά το βράδυ.
Κείνη την πρώτη μέρα σημειώθηκαν και μερικά κρούσματα αυτοδικίας. Προσωπικά, ήμουν παρών σε δύο. […]
Προς το σούρουπο είδαμε στην Αθήνα και τους πρώτους αντάρτες. Ένα πρώην γερμανικό αμφίβιο τούς ακούμπησε αμήχανους στο πεζοδρόμιο τού τότε κινηματογράφου «Έσπερος» στη Σταδίου. Μπήκαν στο εκεί ξενοδοχείο, που είχε γίνει στρατηγείο, αλλά αρνήθηκαν διαρρήδην να χρησιμοποιήσουν το… ασανσέρ. Δεν δέχονταν, αυτούς τουλάχιστον, να τους «μαντρώσουν» στο «κλουβί».
Την ώρα που γίνονταν αυτά στην Αθήνα, 12 Οκτώβρη 1944, στο Κρεμλίνο ο Τσώρτσιλ κι ο Στάλιν μοίραζαν την κεντρική και νότια Ευρώπη. Ο Τσώρτσιλ —κι αυτό δεν διαψεύσθηκε ποτέ— λέει ότι του έγραψε σ’ ένα χαρτί: «ΕΛΛΑΣ: Μεγ. Βρετανία (εν συμφωνία με ΗΠΑ) 90%, Ρωσία 10%».
«Έσπρωξα το φύλλον χάρτου προς τον Στάλιν» γράφει ο δόλιος Ουίνστον, ο οποίος είχε ήδη ακούσει τη μετάφραση. «Υπήρξε σύντομος σιωπή. Και μετά επήρε το μπλε μολύβι του, εσημείωσε την έγκρισίν του και μου το επέστρεψε. Όλα είχαν κανονιστεί εις διάστημα όσον απαιτείται διά να αρχίσωμεν…»
Έκτοτε, κι ας λέει ό,τι θέλει όποιος θέλει, ΑΝΗΚΟΜΕΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΥΣΙΝ. Τουλάχιστον έως τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο…
*Κείμενο του διακεκριμένου δημοσιογράφου, λογοτεχνικού κριτικού και μεταφραστή Κώστα Σταματίου (1929-1991) για την ημέρα όπου η Αθήνα αποτίναξε το βαρύ ζυγό του κατακτητή, τη 12η Οκτωβρίου 1944. Το δισέλιδο άρθρο του Σταματίου για το τέλος της Γερμανικής Κατοχής στην πρωτεύουσα έφερε τον τίτλο «Η αλήθεια για την Απελευθέρωση της Αθήνας» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» την Τρίτη 29 Οκτωβρίου 1985.
Η κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, με τους πανηγυρισμούς την ημέρα της απελευθέρωσης της πρωτεύουσας, προέρχεται από τα Φωτογραφικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη (φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις