Κάποιες μέρες, ειδικά ύστερα από εκλογικές αναμετρήσεις και γεγονότα εθνικού ενδιαφέροντος, σκρολάροντας στα σόσιαλ μίντια και συζητώντας με γνωστούς και φίλους (κυρίως γνωστούς, οι φίλοι είναι πιο τσεκαρισμένοι) έχω την εντύπωση ότι, τον τελευταίο καιρό, ζει στη χώρα μας μια ιδιαίτερη φυλή.

Που σαν να έρχεται από τα Χάμπτονς με μια ενδιάμεση στάση στα πιο έγκριτα δημοσιογραφικά, πολιτικά και πολιτιστικά κέντρα του κόσμου. Που χάρη μας κάνουν αφού μοιράζονται τον αέρα που αναπνέουν με εμάς τους υποανάπτυκτους που ούτε να ψηφίσουμε ξέρουμε ούτε να αποκωδικοποιήσουμε την επικαιρότητα ούτε να αξιολογήσουμε σωστά τους πολιτικούς ούτε να φάμε ούτε να πιούμε ούτε να διαβάσουμε τα σωστά βιβλία (μα τι μπανάλ να ασχολούμαστε με τον Καραγάτση) ούτε να δούμε τις σωστές ταινίες.

Και το χειρότερο; Δεν μας φταίει το χάλι μας, έχουμε πέσει και στο πιο χαμηλό σκαλοπάτι του αυτοεξευτελισμού αφού παρακολουθούμε και σίριαλ εποχής που εξυμνούν την πατριαρχία (εν τω μεταξύ, στα σίριαλ εποχής έχουν τέτοιο γκαϊλέ με τα σύγχρονα αιτήματα ώστε σε αγροικίες του 1950 υπάρχει οργανωμένο φεμινιστικό κίνημα και σε σκυλάδικο του 1980 ο μαγαζάτορας λέει σε πελάτη που την πέφτει σε τραγουδίστρια πως όταν μια γυναίκα λέει «όχι» εννοεί «όχι»).

Μισό λεπτό όμως διότι γλίστρησα στην ουρά της μαντάμ Σουσού.

Πολιτικά δεν το συζητώ. Αυτοί οι «θυμίστε μου πώς το λέτε εσείς εδώ γιατί ξεχνάω πώς το λέμε εμείς εκεί» είναι με τους χαμένους. Οι οποίοι όμως δεν είναι και ακριβώς χαμένοι.

Απλά κερδίζουν (συνέχεια δε) οι άλλοι διότι αυτός ο της τελευταίας υποστάθμης λαός, ο διεφθαρμένος και πολιτικά αστοιχείωτος ψηφίζει λάθος και έτσι έχουμε τη χειρότερη κυβέρνηση ever, αλλά πάρα πολύ χάλια είναι γενικά παγκόσμιοι ηγέτες και δεν υπάρχει σωσμός, εξ ου και όλοι αυτοί είναι μεν very χολοσκασμένοι αλλά, ούτως ή άλλως, μακριά από το αγριεμένο πλήθος ημών των υπολοίπων.

Οπως το έγραψε ο στιχουργός-μπουρλοτιέρης των σόσιαλ. Αυτοί είναι ευαίσθητοι εκ γενετής ενώ εμείς οι υπόλοιποι κάπως σαν να πήραμε φως στη γέννα (δικό μου το τελευταίο) και είμαστε «είλωτες, ραγιάδες, εξαγορασμένοι ιδιώτες και μισθοφόροι της ζωής». Γι’ αυτό ψηφίζουμε έτσι όπως ψηφίζουμε. Και κάπου εδώ ανοίγει το πλάνο και είναι σαν να βλέπω πλησίστιο το πλατό των «Παρατράγουδων» κι εκείνη την κυρία που φώναζε «Αντώνη αγάπη μου, έλα πάρε με από δω».

Αυτοί οι «θυμίστε μου πώς το λέτε εσείς εδώ γιατί ξεχνάω πώς το λέμε εμείς εκεί» είναι με τους χαμένους. Οι οποίοι όμως δεν είναι και ακριβώς χαμένοι

Ο Δημήτρης Ψαθάς άρχισε να γράφει τη «Μαντάμ Σουσού» σε αυτοτελή επεισόδια για το περιοδικό «Θησαυρός» το 1939. Σε βιβλίο όμως και με πιο ανεπτυγμένες τις ιστορίες της κυκλοφόρησε το 1948. Ακριβώς μετά την Κατοχή. Υστερα από μια περίοδο εξαθλίωσης του βιοτικού επιπέδου, ειδικά των Αθηναίων. Και η επιτυχία της οφείλεται, πέρα από τον αριστουργηματικό τρόπο με τον οποίο «ζωγράφιζε» στις ηθογραφίες του ο Ψαθάς, στο ότι η εποχή έκανε πολύ αναγνωρίσιμα αυτά τα ψώνια.

Ετσι και τώρα. Υστερα από μια δεκαετία κρίσης όχι μόνο οικονομικής αλλά και αξιών και διαρραγής του φλοιού της καθημερινότητας, η οποία μάλιστα συμπίπτει με την έκρηξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι συνθήκες ευνοούν το να δηλώνει κάποιος ελιτιστής, αυθεντία, ειδικός σε κάτι.

Είναι η εποχή που η αποσπασματική πληροφορία εύκολα κυκλοφορεί ως βαθιά γνώση. Και εκλείπει η παραγωγική ταπεινότητα. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι σουσούδες του δημόσιου λόγου είναι το ότι, όπως η ηρωίδα του Ψαθά, αναγνωρίζονται πολύ εύκολα. Και προκαλούν θυμηδία.

Το δις εξαμαρτείν

Το προεκλογικό αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν να φύγει ο Μητσοτάκης. Το πλήρωσαν με μια κατρακύλα ποσοστών που, προς το παρόν, συνεχίζει ακάθεκτη.

Πώς το λένε όμως αυτό με το χούι που ουδέποτε σε εγκαταλείπει; Ετσι ακριβώς. Τέσσερις μόλις μήνες μετά και οι Χάρης Δούκας του ΠΑΣΟΚ και Κώστας Ζαχαριάδης του ΣΥΡΙΖΑ συνεργάζονται, φιλιούνται και αγκαλιάζονται με κοινό σύνθημα και στόχο να διώξουν τον Μπακογιάννη.

Και καλά ο Δούκας, ήταν στη Χαριλάου Τρικούπη. Ο Ζαχαριάδης δεν διδάχθηκε τίποτα από τα δράματα της Κουμουνδούρου; Τίποτα όμως;

Έντυπη έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»