Πολιτική προσωπικότητα του α’ μισού του 20ού αιώνα και επιφανές στέλεχος της βενιζελικής παράταξης, ο Γεώργιος Καφαντάρης γεννήθηκε στην Ανατολική Φραγκίστα Ευρυτανίας στις 13 Οκτωβρίου 1873.

Ο κεντρογενής Καφαντάρης ενεπλάκη στην πολιτική πριν κλείσει τα 30 του, προσχωρώντας αρχικά στο κόμμα του Δημητρίου Ράλλη και ακολούθως στο Κόμμα των Φιλελευθέρων.


Εξελέγη πρώτη φορά βουλευτής το 1905, ενώ διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών στη βραχύβια κυβέρνηση Βενιζέλου το 1915 και στάθηκε ανυποχώρητα στο πλευρό αυτού κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού.

Το 1919 ορκίστηκε υπουργός Γεωργίας στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Στο διάστημα της υπουργίας του πραγματοποίησε βαθιές τομές στον τομέα της αγροτικής πολιτικής και χειρίστηκε επιτυχώς το ζήτημα της διανομής της γης σε ακτήμονες αγρότες.

Το 1920, μετά την αναπάντεχη ήττα των Φιλελευθέρων στις εκλογές του Νοεμβρίου, ο Καφαντάρης μετέβη στο εξωτερικό, απ’ όπου επέστρεψε το Σεπτέμβριο του 1922, μετά τη Μικρασιατική Τραγωδία και την επικράτηση των Γονατά και Πλαστήρα.


Το 1924 ο Καφαντάρης διορίστηκε υπουργός Δικαιοσύνης (κυβέρνηση Βενιζέλου) και αμέσως μετά ανέλαβε την πρωθυπουργία και σχημάτισε κυβέρνηση, η οποία έμελλε να μείνει στην εξουσία λίγο περισσότερο από ένα μήνα (Φεβρουάριος-Μάρτιος 1924).

Στο μετέπειτα διάστημα ο Καφαντάρης αποχώρησε από το Κόμμα των Φιλελευθέρων και ίδρυσε το Κόμμα των Προοδευτικών Φιλελευθέρων, το οποίο μετονομάστηκε από το 1928 σε Κόμμα των Προοδευτικών. Στις κυβερνήσεις που σχημάτισε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης κατά τα έτη 1926-1928 ο Καφαντάρης διετέλεσε υπουργός Οικονομικών (επί υπουργίας του, το 1928, ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος). Το 1933 ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Οικονομικών στην τελευταία κυβέρνηση Βενιζέλου.

Επί Μεταξά ο Καφαντάρης εκτοπίστηκε στη Ζάκυνθο εξαιτίας της αντικαθεστωτικής δράσης του, παρέμεινε δε εκεί τρία έτη, έως το θάνατο του δικτάτορα.

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αγωνίστηκε επί ματαίω για την εθνική συμφιλίωση και συγκρούστηκε με τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον οποίο θεώρησε υπεύθυνο για τα Δεκεμβριανά.

Το τελευταίο αξίωμα με το οποίο τιμήθηκε ο Καφαντάρης ήταν εκείνο του αντιπροέδρου στην κυβέρνηση που σχημάτισε ο Θεμιστοκλής Σοφούλης το Νοέμβριο του 1945. Το κόμμα του Καφαντάρη επέλεξε να απόσχει από τις εκλογές που διεξήχθησαν στις 31 Μαρτίου 1946.


Ο Γεώργιος Καφαντάρης απεβίωσε στις 28 Αυγούστου 1946, λίγες ημέρες πριν από το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου, που οδήγησε στην παλινόρθωση της μοναρχίας και την επάνοδο του Γεωργίου Β΄στον ελληνικό θρόνο.

Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Κυριακή 22 Νοεμβρίου 1964, στη στήλη των επιφυλλίδων, υπήρχε ένα κείμενο του Γ. Φτέρη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του μανιάτη δημοσιογράφου, κριτικού, συγγραφέα και ποιητή Γιώργου Τσιμπιδάρου, 1891-1967), που ήταν εν μέρει αφιερωμένο στον Γεώργιο Καφαντάρη. Εκεί αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Στην πινακοθήκη των παλαιών συνεργατών του Ελευθερίου Βενιζέλου η φιγούρα του Γεωργίου Καφαντάρη προβάλλεται από την πρώτη στιγμή. Ήταν αναντίρρητα μία από τις πρώτες μορφές της ανορθωτικής περιόδου, είχε την ψυχή και τη ζωντάνια της Ρούμελης. Ακούγοντάς τον θαρρούσατε πως μέσα του σαλεύουν έλατα, δέντρα συνηθισμένα στην πάλη με τις καταιγίδες, στην αντίσταση, ενομίζατε πως έρχεται μια πνοή ολοκάθαρη από το ψηλό Βελούχι. Η πατρίδα του, η Ευρυτανία, είχε δώσει στο χαρακτήρα του κάτι από την αίσθηση του ακατάβλητου, του στερεού.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 22.11.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στο στίβο της πολιτικής είχε μπει από τα πρώτα χρόνια του αιώνα μας, κι’ έτσι εγνώριζε πολύ καλά πώς εσκέπτονταν, πώς αντιμετώπιζαν τα διάφορα δημόσια ζητήματα οι παλιές πολιτικές οργανώσεις. Επροσχώρησε λοιπόν αδίσταχτα στην παράταξη των Φιλελευθέρων, όπου δεν άργησε να διακριθεί.

Σαν ρήτορας πρέπει χωρίς άλλο να τοποθετηθεί ανάμεσα στους καλύτερους που πέρασαν από το κοινοβούλιο της νεώτερης Ελλάδος. Έμοιαζε κι’ αυτός με «συγγραφέα του προφορικού λόγου», όπως είχε χαρακτηρίσει ο μακαρίτης Ζαχαρίας Παπαντωνίου, σαν ρήτορα, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, για να δείξει πόσο κρατούσε και στις πιο πρόχειρες αγορεύσεις του την εκφραστική φροντίδα που φυσικό είναι να γίνεται αισθητότερη στο γραπτό λόγο. Έτσι και οι λόγοι του Καφαντάρη στη Βουλή και οι δηλώσεις του στις εφημερίδες, χτυπούσαν σαν κείμενα. Και βρισκότανε πάντα κοντά στο ουσιώδες, με τις κεραίες που διέθετε για να συλλαμβάνει το ουσιώδες, το κύριο. Αλλά το χτυπητότερο γνώρισμα του Ευρυτάνος πολιτικού, σ’ όλη την κοινοβουλευτική διαδρομή του, ήταν η οξύτατη μαχητικότης του. Κι’ αυτή τη μαχητικότητα την εχρησιμοποιούσε πάντα για να υπηρετήσει τίμιες, εθνικές υποθέσεις, ακολουθώντας πάντα την προοδευτικότερη, την πιο φιλελεύθερη γραμμή. Θα μπορούσε μάλιστα εδώ να λεχθεί ότι με την ίδια ακλόνητη μαχητικότητα αγωνίστηκε αργότερα και για τα οικονομικά θέματα της Ελλάδος στο εξωτερικό. Και στη Γενεύη και στο Παρίσι υποστήριξε παλληκαρίσια την ελληνική άποψη μπροστά σ’ όλους τους ξένους, όποιοι κι’ αν ήτανε. Δεν επηρεαζόταν καθόλου από το ευρύ κύρος που μπορούσαν να διαθέτουν ή από το ισχυρό κράτος που αντιπροσώπευαν. Και θ’ αφηγηθούμε ένα επεισόδιο σχετικό. Κάποτε που ήρθε στο Παρίσι και διαπραγματευόταν με τον Πουανκαρέ, υπουργό τότε των Οικονομικών, ένα ζήτημα, αρρώστηκε κι’ αναγκάστηκε να μείνει λίγο κλινήρης, στο ξενοδοχείο. Εκεί τον επεσκέφθη ο Πουανκαρέ, ο τέως Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, από τις επιβλητικότερες ευρωπαϊκές προσωπικότητες. Όταν το μάθαμε οι ανταποκριτές, επήγαμε κι’ είδαμε τον Καφαντάρη. Μόνο που δεν διεμαρτυρήθη γιατί αποδώσαμε σημασία σ’ αυτή την επίσκεψη. Μας παρεκάλεσε μάλιστα να μην την τηλεγραφήσομε, γιατί την εύρισκε ολωσδιόλου επουσιώδη, μία πράξη φιλοφροσύνης, από ένα μέλος της Γαλλικής Κυβερνήσεως σ’ έναν εκπρόσωπο φίλου κράτους.  

— Ευχαριστώ τον κ. Πουανκαρέ, επρόσθεσε γελαστά. Αλλά βεβαιωθήτε —αναμεταξύ μας!— ότι δεν θα φανώ πιο υποχωρητικός όταν ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, επειδή με επεσκέφθη στο ξενοδοχείο μου.


Και κάτι άλλο συναφές, που αξίζει να το σημειώσομε. Ποτέ δεν εκοίταξε το προσωπικό διαφημιστικό του όφελος, ούτε άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί σε εντυπωσιακές λύσεις. Ήθελε να διαμορφώνονται σε όλα σαφείς καταστάσεις και οι λογαριασμοί νάναι καθαροί. Και στη Βουλή και έξω από τη Βουλή, και με τους δικούς μας και με τους ξένους.

Η δράση του, και στα υπουργεία όπου πέρασε και στα διεθνή κέντρα όπου αντιπροσώπευσε την Ελλάδα, υπήρξε κατά γενική αναγνώριση γόνιμη. Για τούτο όλος ο πολιτικός κόσμος μιας εποχής, ακόμη και οι αντίπαλοί του, τον είχαν ως το τέλος σε βαθειά εκτίμηση.

*Η κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου προέρχεται από τις ψηφιοποιημένες συλλογές του ΕΛΙΑ (Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, www.elia.org.gr).