Στο τεύχος του περιοδικού Marxism Today που είχε κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο του 1989 είχε περιληφθεί μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο γνωστό μαρξιστή ιστορικό Έρικ Χομπσμπάουμ ή, κατ’ άλλη εκδοχή, Χόμπσμπομ (Eric Hobsbawm, 1917-2012) ο διάσημος αμερικανός θεατρικός συγγραφέας Άρθουρ Μίλερ (Arthur Asher Miller).


Ο Έρικ Χομπσμπάουμ

Στο πλαίσιο της συνομιλίας των δύο ανδρών ο Μίλερ, που ήταν τότε 74 ετών (γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 17 Οκτωβρίου 1915 και απεβίωσε στο Roxbury της πολιτείας του Κονέκτικατ στις 10 Φεβρουαρίου 2005), είχε προβεί σε έναν απολογισμό τής μέχρι τότε ζωής του, εξετάζοντας παράλληλα την οδυνηρή πορεία της αμερικανικής ψυχής και της αμερικανικής κοινωνίας από την εποχή του διαβόητου μακαρθισμού έως την αποξένωση της δεκαετίας του ’80.


Αφιερωμένο στην εν λόγω συνέντευξη ήταν ένα άρθρο των «Νέων» που είχαν κυκλοφορήσει το Σάββατο 28 Ιανουαρίου 1989. Από το δημοσίευμα αυτό προέρχονται τα ακόλουθα αποσπάσματα:

Χομπσμπάουμ: Γιατί άραγε υπήρξε τη δεκαετία του ’50 μια τέτοια επιμονή στις δημόσιες ομολογίες και στην υποχρέωση του καθενός να καταγγέλλει τους φίλους του; 

Μίλερ: Για ορισμένα πράγματα που συνέβαιναν στη χώρα ήμασταν πάντα ορθόδοξοι. Και όταν έχεις υιοθετήσει την ιδέα ότι η ορθοδοξία είναι αυτό που χρειάζεται, πρέπει να περάσεις από την Ιερά Εξέταση. Εκείνη την εποχή βέβαια φαινόταν παράλογο, αφού στην Αμερική υπήρχε το μικρότερο κομμουνιστικό κόμμα του κόσμου. Από μια άποψη, όμως, επικρατούσε πάντα ο φόβος για τον επικίνδυνο εχθρό, πράγμα παράδοξο σε μια χώρα που αποτελείται από μετανάστες. Φαντάζομαι ότι πρόκειται για μια περιοδική ένδειξη αστάθειας.

[…]


«ΤΑ ΝΕΑ», 28.1.1989, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας αρνείται ότι υπάρχει ουσιαστική στροφή της αμερικανικής πολιτικής προς τα δεξιά και υποστηρίζει ότι η χώρα του δεν μπορεί να κυβερνηθεί με μια δεξιά ημερήσια διάταξη. Αν και «η παλιά διχοτόμηση Αριστεράς – Δεξιάς δεν έχει πια νόημα. Το βέβαιο είναι ότι υπάρχει συναισθηματική έλξη για τον άνθρωπο που δουλεύει με τα χέρια του, αλλά δεν του αποδίδεται πια ιστορική αξία. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι οι φορείς του μέλλοντος. Υπάρχει σήμερα μια τρομακτικά πραγματιστική άποψη για τον επιχειρηματία. Ο κόσμος κατηγορεί τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά από την άλλη μεριά επιλέγει ως καλό παράδειγμα μια άλλη μεγάλη επιχείρηση».

Ο Μίλερ τονίζει ότι η ιδέα της «κοινωνίας» έχει επικίνδυνα διαβρωθεί. «Στη Νέα Υόρκη και σ’ οποιαδήποτε μεγαλούπολη παρακολουθούμε τη διάλυση της ίδιας της πόλης». Επιπλέον, υποχωρεί και η συλλογική συνείδηση. «Στη θέση των παλιών, απλών οικονομικών συγκρούσεων, των πραγματικών θα μπορούσαμε να πούμε συγκρούσεων, έχουν αναπτυχθεί συμβολικές συγκρούσεις, που έχουν να κάνουν περισσότερο με διαφορές κουλτούρας και στυλ».


Αν ερχόταν σε σας ένα παιδί, ρωτάει ο βρετανός ιστορικός, και σας έλεγε «θέλω να αφιερώσω τη ζωή μου για να σώσω την ανθρώπινη φυλή και να φτιάξω εδώ και τώρα έναν καλύτερο κόσμο», τι θα το συμβουλεύατε; «Θα του έλεγα να καθορίσει πρώτα με ακρίβεια το στίγμα της επαγγελματικής του ζωής και να ασχοληθεί τίμια με αυτούς που βρίσκονται γύρω του. Πολύ σύντομα θα βρεθεί σε δύσκολη θέση. Εκεί είναι το πρόβλημα».


Κάποτε βέβαια η συζήτηση θα έρθει και στη Μέριλιν Μονρόε. «Το Χόλιγουντ ήταν γεμάτο από εξαιρετικά όμορφες γυναίκες», σημειώνει ο Έρικ Χομπσμπάουμ, «που είχαν επιλεγεί για το σεξαπίλ τους, την ακτινοβολία τους και άλλα τέτοια προσόντα. Κι όμως, η Μέριλιν φαινόταν να έχει έναν ιδιαίτερο ρόλο. Τι είχε λοιπόν αυτή η γυναίκα;» «Ένα συνδυασμό χαρακτηριστικών» απαντάει ο Μίλερ. «Πρώτα απ’ όλα, η ομορφιά και η φυσική της χάρη. Έπειτα, ο μύθος γύρω απ’ αυτήν: αυτή η αντίθεση ανάμεσα στην τρομερή παιδική της ηλικία, μια περίοδο εγκατάλειψης και κακομεταχείρισης, και στη μόνιμη ευφυΐα και γλυκύτητα που τη χαρακτήριζε, παρά το παρελθόν της εκείνο. Είχε ένα είδος αμεσότητας που έβγαινε από τα σπλάχνα της, μιας αμεσότητας που ήταν από μόνη της σεξουαλική αλλά και αφοπλιστική, και υποχρέωνε ακόμα και τον πιο κυνικό να σκεφτεί ότι στη γυναίκα αυτήν υπήρχαν περισσότερα πράγματα από ένα σώμα. Η ίδια ήταν ένας υπέροχος προάγγελος των όσων έμελλαν να γίνουν. Πολύ νωρίς, πιστεύοντας ότι δεν είχε μέλλον —και πράγματι το μέλλον της θα ήταν σύντομο—, επαναστάτησε εναντίον κάθε περιορισμού. Δεν ήταν μια γυναίκα: ήταν η Μέριλιν. Απαρνήθηκε την υποκρισία που συνοδεύει μια σταρ. Και η φυσικότητά της έδιωχνε τους ανθρώπους».


«ΤΑ ΝΕΑ», 28.1.1989, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στην ερώτηση τι πιστεύει για τους άλλους μεγάλους θεατρικούς συγγραφείς της εποχής μας, ο Μίλερ απαντάει: «Στην Αμερική καλύτερος ήταν ο Ο’Νηλ. Τη δεκαετία του ’30 με συγκινούσε ο Κλίφορντ Όντετς, αλλά έβρισκα πάντα τη δουλειά του αδύνατη. Οι άλλοι δεν σήμαιναν πολλά για μένα. Είχα πραγματική ψύχωση με τον Ίψεν και τους Έλληνες, και μετά με τον Τσέχωφ. Το ελκυστικό με τα έργα όλων αυτών ήταν ότι επέτρεπαν, για να μην πω ότι απαιτούσαν, να κινούνται μαζί η ψυχολογία του ατόμου και η κοινωνία, σε μια αδιαχώριστη ενότητα, όπως συμβαίνει και στη ζωή, μόνο που δεν το γνωρίζουμε παρά κατά το ήμισυ. Το νερό είναι στο ψάρι και το ψάρι στο νερό. Δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ των δύο. Φαντάζομαι ότι προσπάθησα, μ’ ένα διαφορετικό τρόπο, να συνεχίσω αυτή την παράδοση».


Ο βρετανός ιστορικός πιστεύει ότι υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους ο κόσμος μπορεί να πιστεύει ότι ο Μίλερ είναι μεγάλη φυσιογνωμία. Ο ένας ότι είναι μεγάλος δραματουργός, ο άλλος ότι πρόκειται για άνθρωπο της Αριστεράς που έχει υποστεί και πολεμήσει διακρίσεις και διώξεις, και ο τρίτος ότι παντρεύτηκε τη Μέριλιν Μονρόε. Υπάρχει άραγε καμιά σχέση μεταξύ αυτών των τριών λόγων; «Μόνο με την έννοια ότι η Μέριλιν φαινόταν να συνδέεται με την αλήθεια, με την πραγματική, τη συναισθηματική αλήθεια, σε αντίθεση με τις κοινωνικές της μορφές. Η Μέριλιν ήταν μια αντάρτισσα. Δεν είχε κανένα απολύτως μερίδιο στην κοινωνία, η ιδιοκτησία δεν σήμαινε τίποτα γι’ αυτήν. Τα χρήματα είχαν συμβολικό χαρακτήρα, ήθελε να κάνει όσα και οποιαδήποτε άλλη ηθοποιός μόνο και μόνο για να δείξει ότι άξιζε αυτά τα χρήματα, αλλά στη συνέχεια δεν ήξερε πώς να τα φυλάξει ή να τα ξοδέψει. Ήταν κάτι δυσνόητο για κείνη, δεν είχε αστικές ευαισθησίες. Μ’ αυτή την έννοια συνδέονται αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω. Η συνάντησή μας είχε προφανώς κάτι να κάνει με τον καιρό που ανακάλυψα τον εαυτό μου. Αυτά όμως είναι ελαφρώς θεωρητικά».


«ΤΑ ΝΕΑ», 28.1.1989, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Και όταν φτάσει η «Ημέρα της Κρίσεως», τι θα πει για τον εαυτό του; «Φαντάζομαι ότι, αν έχω κάποια δικαιολογία για το ό,τι έζησα, είναι ότι δεν είμαι τίποτα άλλο από λάθη, αποτυχίες και τα τοιαύτα, αλλά τουλάχιστον προσπάθησα να φτιάξω ένα καλό ζευγάρι παπούτσια. Κι αυτό έχει κάποια αξία».