Στην καλύτερη φάση μετά την υπερδεκαετή κρίση στον κλάδο βρίσκονται σήμερα οι ελληνικές τράπεζες. Έχοντας εξυγιάνει τους ισολογισμούς τους και ενισχύσει τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, διαθέτουν τη δύναμη πυρός για την επιτάχυνση των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης με νέες χορηγήσεις προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, έρχονται καλύτερες ημέρες ως προς την πρόσβασή τους στις διεθνείς αγορές, μετά την επιστροφή της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα.

Παγκόσμια έκρηξη επιχειρηματικότητας

Ο ανταγωνισμός

Εξάλλου, για πρώτη φορά από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας, το σύστημα έχει εισέλθει σε διαδικασία αποσυγκέντρωσης, με την ανάδειξη νέων μικρότερων σχημάτων, που οξύνουν τον ανταγωνισμό. Από τη μία πλευρά, βρίσκεται σε εξέλιξη η δημιουργία του πέμπτου τραπεζικού πόλου με την επιχειρούμενη συγχώνευση της Attica Bank και της Παγκρήτιας Τράπεζας και από την άλλη η Optima Bank διεκδικεί μερίδια στην εγχώρια αγορά, όντας ισχυροποιημένη μετά την πρόσφατη αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου.

Παράλληλα, το ρόλο τους στην αγορά διεκδικούν εκ νέου οι συνεταιριστικές τράπεζες, οι οποίες στα χρόνια της κρίσης δέχθηκαν το ισχυρότερο πλήγμα. Μετά από ένα αναπόφευκτο κύμα εκκαθαρίσεων, σήμερα σε λειτουργία παραμένουν οι Χανίων, Ηπείρου, Καρδίτσας και Θεσσαλίας. Κεντρικό στόχο των διοικήσεών τους αποτελεί η επάνοδος στην κανονικότητα, δια της ενίσχυσης των κεφαλαίων τους και της μείωσης των δεικτών καθυστερήσεων. Πρόκειται για αναγκαίες συνθήκες προς την κατεύθυνση αύξησης των εργασιών τους στον τομέα των πιστώσεων προς μικρομεσαία σχήματα.

Οι χορηγήσεις

Παρά την αυξημένη ρευστότητα ωστόσο, εφέτος ο ρυθμός ανόδου των χορηγήσεων έχει αποκλιμακωθεί αισθητά. Πρόκειται για αποτέλεσμα τόσο της ανόδου των επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ, που έχει καταστήσει ακριβότερα τα δανειακά προϊόντα, όσο και του κλίματος αβεβαιότητας για την πορεία της οικονομίας που δημιουργεί το ασταθές διεθνές περιβάλλον.

Στις διοικήσεις των τραπεζών επικρατεί αυτήν την περίοδο έντονος προβληματισμός για τη μειωμένη ζήτηση για χρηματοδοτήσεις, αλλά και για τις μαζικές πρόωρες αποπληρωμές δανείων από πελάτες με επαρκή ρευστότητα, που θέτουν εν αμφιβόλω τους στόχους για την πιστωτική επέκταση του 2023. Με εξαίρεση της δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης που υλοποιούνται με ικανοποιητικούς ρυθμούς, οι αιτήσεις για τις υπόλοιπες κατηγορίες χορηγήσεων έχουν μειωθεί σημαντικά.

Οι πτήσεις στη λιανική τραπεζική και ειδικά στη στεγαστική πίστη παραμένουν χαμηλές, ενώ η άνοδος στα υπόλοιπα των καταναλωτικών δανείων δεν αλλάζει τη μεγάλη εικόνα. Την ίδια στιγμή σημαντική πτώση καταγράφουν τα αιτήματα για νέες δανειοδοτήσεις από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ τα μεγαλύτερα σχήματα όχι μόνο δεν ενισχύουν τις γραμμές πίστωσης, αλλά προχωρούν και σε πρόωρες αποπληρωμές των οφειλών τους.

Βασική αιτία, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, αποτελεί η άνοδος του κόστους δανεισμού στη ζώνη του ευρώ, το οποίο με βάση την τελευταία δημόσια τοποθέτηση της επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρις ότου υποχωρήσει ο πληθωρισμός.

«Τόσο για ψυχολογικούς λόγους, λόγω της αβεβαιότητας που δημιουργεί η τρέχουσα νομισματική πολιτική, όσο και για πραγματικούς, δηλαδή την αύξηση των επιτοκίων, δεν υπάρχει αυτήν την περίοδο διάθεση για ανάληψη ρίσκου από την πλειονότητα των επιχειρήσεων» τονίζουν οι ίδιοι κύκλοι.

Συμπληρώνουν δε, πως «σε αυτό το περιβάλλον, ήλθαν να προστεθούν οι φυσικές καταστροφές του καλοκαιριού, οι οποίες επιβαρύνουν το οικονομικό κλίμα, ενώ θα έχουν αρνητική επίδραση και στους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ τουλάχιστον έως και το τέλος του 2023».

Επίσης, τονίζουν ότι «δεν πρέπει να λησμονούμε το γεγονός ότι σε πλήθος κλάδων της οικονομίας, ειδικά στον τομέα του εμπορίου, οι τζίροι τους τελευταίους μήνες κινούνται καθοδικά, καθώς το ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος που απορροφάται από τις δαπάνες για τρόφιμα, λόγω της ακρίβειας, έχει ενισχυθεί σημαντικά».

Η πορεία των δανείων

Τα τελευταία στοιχεία που δημοσιοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος για την πιστωτική επέκταση και τα υπόλοιπα των χορηγήσεων, καταδεικνύουν του λόγου το αληθές.

Σύμφωνα με αυτά, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης της εγχώριας οικονομίας διαμορφώθηκε σε 0,6%, τον Ιούλιο του 2023, από 2,7% τον προηγούμενο μήνα.

Μέσα δε σε ένα μήνα, αφαιρέθηκε ρευστότητα ύψους 1,4 δισ. ευρώ από την αγορά, καθώς οι αποπληρωμές δανείων ξεπέρασαν τις νέες χορηγήσεις κατά αυτό το ποσό.

Ο υψηλότερος ρυθμός υποχώρησης σε ετήσια βάση εντοπίζεται στη στεγαστική πίστη με -3,8% και ακολουθούν οι ελεύθεροι επαγγελματίες με -2,9%.

Στις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις η πιστωτική επέκταση υποχώρησε την υπό εξέταση περίοδο στο 3% από 5,8% τον Ιούνιο και 6,7% το Μάιο.