[…]

Ίσως όμως ο Οδυσσέας Ελύτης να θυμήθηκε το γέροντα της αρχαίας Αθήνας (αυτόν που «τη φωνή του την ένιωσε πέφτοντας στην καρδιά της μέρας ήσυχη σαν ακίνητη» ο άλλος, ο σύγχρονός μας γέροντας που χάσαμε πια και τη φωνή και τη μορφή του το προπερασμένο φθινόπωρο), θέλω να πω τα παράξενα λόγια που είπε στους μαθητές και φίλους τη μέρα που του είχαν ορίσει να πιη το κώνειο. Σ’ όλη μου τη ζωή, τους διηγήθηκε, έβλεπα το ίδιο όνειρο, άλλοτε με μια μορφή κι άλλοτε με άλλη, να μου λέει: «Σωκράτη, μουσικήν ποίει και εργάζου». Και γω νόμιζα πως όπως οι θεατές φωνάζουν στους αθλητές που τρέχουν «τρέχα», έτσι και το όνειρο με παρακινούσε να κάνω αυτό ακριβώς που έκανα σ’ όλη μου τη ζωή, να κάνω μουσική, πα να πη φιλοσοφία, αφού η φιλοσοφία είναι η μέγιστη μουσική. Όμως τώρα που βρέθηκα στη φυλακή και καθυστέρησε εξαιτίας της γιορτής η εκτέλεσή μου, συλλογίστηκα μήπως αυτό που ήθελε να πη το όνειρο είναι αυτό που εννοεί όλος ο κόσμος με τη μουσική, να κάνω δηλαδή ποιήματα. Έτσι αποφάσισα και γω να κάνω ποιήματα. Κι αφού έκανα σα θυσία στο θεό το πρώτο μου ποίημα, ύστερα σκέφτηκα πως ο ποιητής, αν πρόκειται να είναι ποιητής, πρέπει να κάνει μύθους και όχι λόγους, κι επειδή εγώ δεν έχω την ικανότητα να κάνω μύθους, πήρα τους μύθους του Αισώπου που τους θυμόμουν και τους είχα πρόχειρους κι αυτούς τους έκανα ποιήματα.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.6.1973, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Έτσι κι ο Ελύτης τραγούδησε, όπως εκείνος πίστευε, ολόκληρη τη ζωή του. Και κάποια ποιήματά του ήρθαν οι μουσικοί και τους δώσαν τον ήχο και τραγουδήθηκαν· όμως ήταν τραγούδια όπως ήταν ποίηση η σωκρατική φιλοσοφία. Δεν ήταν τραγούδια όπως όλος ο κόσμος εννοεί το τραγούδι, όπως θα έλεγε ο Σωκράτης «δημώδης μουσική». Και αποφάσισε, κοντεύουν δέκα χρόνια τώρα, να κάνει «αληθινά» τραγούδια για να τα τραγουδήσουν οι ανθρώποι, οι νέοι και οι νέες με τις κιθάρες και με τα ξεχτένιστα μαλλιά. «Το τετράφυλλο δάκρυ το αναζήτησε με το λύχνο του άστρου» —κανείς δε μπορεί να πη αν τώχει βρη— μαζί και την ψυχή του, «στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου». Αφήνει τώρα τις ακτές του κόσμου και ανοίγεται στο πέλαγος του τραγουδιού με το μεθύσι της χαράς και της φαντασίας, και μας αποκαλύπτει το μυστικό της θάλασσας, «το θαλασσινό τριφύλλι» που «το φυτεύουνε και βγαίνει πριν ο ήλιος ανατείλει… μια φορά στα χίλια χρόνια τα θαλασσινά τελώνια… κι όποιος τόβρει δεν πεθαίνει». Αυτά όμως είναι τραγούδια που θέλουν νιάτα και φωνή και χαρά και μεράκι και έρωτα για ν’ αναστηθούν, και ν’ αναστήσουν.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.6.1973, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ωστόσο η «μυθολογία», όπως θάγραφαν και οι σοφοί λόγιοι, του Ελύτη είναι η ίδια για όποιον ξέρει να διαβάζει ή ν’ ακούει το λόγο του ποιητή και να τον θυμάται, καλύτερα για όποιον τον αποθηκεύει μέσα στη στέρνα της καρδιάς του να κυκλοφορήσει με το αίμα και να του δώσει χρώμα και δύναμη.

*Απόσπασμα από επιφυλλίδα του αειμνήστου Μανόλη Ανδρόνικου, που έφερε τον τίτλο «Το τετράφυλλο δάκρυ και το θαλασσινό τριφύλλι» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Πέμπτη 21 Ιουνίου 1973.


Ο Μανόλης Ανδρόνικος

Το βράδυ της Δευτέρας 19ης Oκτωβρίου 1964 έλαβε χώρα στο θέατρο Κοτοπούλη – Rex η πρώτη εκτέλεση του «λαϊκού ορατορίου» των Μίκη Θεοδωράκη και Οδυσσέα Ελύτη «Το άξιον εστί».