Μάχη της Λειψίας: Κάθε άνθρωπος γνωρίζει μια τελευταίαν ημέρα και μια τελευταίαν ευτυχία
Το μεγαλείο και η κατάρρευσις του κατακτητού
Στις 19 Οκτωβρίου 1813 ολοκληρώθηκε η περίφημη Μάχη της Λειψίας, η αποκληθείσα και Μάχη των Εθνών, ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια των Ναπολεόντειων Πολέμων. Στην κρίσιμη αυτήν πολεμική αναμέτρηση, που διεξήχθη από τις 16 έως τις 19 Οκτωβρίου 1813, συγκρούστηκε η Μεγάλη Στρατιά του Ναπολέοντος Βοναπάρτη με τις σαφώς υπέρτερες από αριθμητικής απόψεως δυνάμεις του συνασπισμού που είχαν συγκροτήσει εναντίον του γάλλου αυτοκράτορα Αυστριακοί, Πρώσοι, Ρώσοι και Σουηδοί.
Η ήττα των δυνάμεων του Ναπολέοντος —που είχαν αναγκαστεί να υποχωρήσουν από τη Ρωσία την προηγούμενη χρονιά, μετά τη Μάχη του Μποροντίνο— σε αυτήν την τεράστιας κλίμακας σύγκρουση πλησίον της Λειψίας, στο βασίλειο της Σαξονίας, σήμανε το τέλος της γαλλικής παρουσίας ανατολικά του Ρήνου και κατ’ ουσίαν προανήγγειλε τη μετέπειτα συντριβή του κορσικανού στρατηλάτη στο Βατερλώ (Ιούνιος 1815).
Στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα» που είχε κυκλοφορήσει τη Δευτέρα 14 Μαΐου 1934 υπήρχε ένα αξιοπρόσεκτο κείμενο για τη Μάχη της Λειψίας, στο πλαίσιο μιας ολόκληρης σειράς δημοσιευμάτων που ήταν αφιερωμένα στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη και στον ταραχώδη βίο του. Εκεί αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Κλεισμένος σ’ έναν πύργο, στο Ντύπεν της Σαξωνίας, ο Ναπολέων παρεσκεύαζε την πορεία του εναντίον του Βερολίνου. Το σχέδιό του ήταν να χτυπήση πρώτα τον Βερναδόττη (σ.σ. ο σουηδός διάδοχος Jean-Baptiste-Jules Bernadotte), έπειτα τον Μπλύχερ (σ.σ. πρώσος στρατάρχης), και με αλλεπάλληλες νίκες να προλάβη και να εξουδετερώση τις κινήσεις και τους σκοπούς του εχθρού.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 14.5.1934, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Αλλά την εργασία του διέκοψαν στρατηγοί οι οποίοι εζήτησαν να τον ιδούν. Εσηκώθη για να προϋπαντήση· ήξερεν από πριν τι ήθελαν· οι έμπιστοί του τον είχαν πληροφορήση ότι η δυσφορία των σωματαρχών του όλο κ’ εμεγάλωνε, καθώς και η επιθυμία τους να γυρίσουν προς τον Ρήνο για να διαχειμάσουν. «Δεν είμαι πια κύριος της στρατιάς μου» του είχε διαμηνύση λίγες ημέρες πρωτύτερα ο στρατάρχης Νέυ. Διστακτικοί, με προσχηματικά επιχειρήματα, ένας-ένας οι στρατηγοί εμίλησαν για να διατυπώσουν την ίδιαν αίτησιν: να μη βαδίσουν εναντίον του Βερολίνου, αλλά πίσω προς την Λειψίαν. Ο αυτοκράτωρ τούς άκουε σιωπηλός, με το βλέμμα γυρισμένο αλλού. Και όταν όλοι ετελείωσαν, τους είπεν:
— Η αποστασία της Βαυαρίας επίκειται. Μια αναδίπλωσις προς την Λειψίαν θα έπληττε το ηθικόν του στρατεύματος. Θα το σκεφθώ.
Όλη την ημέρα έμεινε μόνος, χωρίς να δεχθή κανέναν απολύτως, σκυμμένος επάνω στους χάρτες του. Ο Κωλαινκούρ (σ.σ. γάλλος στρατηγός, διπλωμάτης και σύμβουλος του Ναπολέοντος), που επαραμόνευε μπροστά στην πόρτα, δεν άκουε παρά το ούρλιασμα του ανέμου που εφυσομανούσε γύρω από τον πύργο. Τέλος του επετράπη η είσοδος. Ευρήκε τον αυτοκράτορα να πηγαινοέρχεται μέσα στο δωμάτιο και να μονολογή: «Οι Γάλλοι δεν ξέρουν να υπομείνουν τις αποτυχίες»· έπειτα τον είδε να βυθίζεται σ’ ένα είδος αλγεινού ρεμβασμού.
Την άλλη μέρα ο Ναπολέων ανήγγειλε την αναχώρησιν για τη Λειψία. Γενικός πυρετός, αστραπιαία μετάδοσις των διαταγών· η πελωρία στρατιά εξεκίνησε. Στην «Μάχη των Εθνών», που άρχισε την επομένη, ο Κορσικανός δεν είχε να αντιτάξη παρά 180 χιλιάδες άνδρες στις 300 χιλιάδες των συνησπισμένων εχθρών του. Το βράδυ της πρώτης ημέρας τα κέρδη του περιωρίζοντο σ’ ένα τμήμα του πεδίου της μάχης. Το πρωί της επομένης κατέφθασε και ο Βερναδόττης με τη στρατιά του. Ο Ναπολέων εσκέφθη να αναδιπλωθή, αλλά δεν μπόρεσε να αποφασίση έναν ελιγμό που θα έδινε στους εχθρούς του το θέαμα μιας εικονικής ήττης του. Επεχείρησε πάλι να βρη διέξοδον με τις διαπραγματεύσεις. Εκάλεσε τον αιχμάλωτον Αυστριακόν στρατηγόν Μέρφελτ και τον επεφόρτισε να πάη να ζητήση ανακωχή από τον αυτοκράτορα Φραγκίσκον. Οι όροι του ήσαν καταπληκτικοί — περιελάμβαναν ένα ολόκληρο σχέδιον αναδιοργανώσεως της Ευρώπης με πλήρη υποχώρησιν ιδικήν του. Κατάπληκτος ο στρατηγός εξεκίνησε για το αυστριακό στρατόπεδο. Όταν παρουσιάσθη και ανέφερεν όσα του είχεν ειπή ο Ναπολέων, κανείς δεν τον επίστεψε· τον επήραν για τρελλόν. Πώς, επάνω στη βράσιν της μάχης, ο Ναπολέων εγκατέλειπε τη μισήν Ευρώπη κ’ επεφόρτιζεν έναν αιχμάλωτο να διαβιβάση την πρότασίν του; Τόσο αδύνατος ήταν; Αυτός, μέσα στη σκηνή του, επερίμενε με νευρικότητα την επιστροφή του Μέρφελτ. Έως αργά την νύκτα ανέβαλλε να εκδώση διαταγές· εμιλούσεν ώρα πολλή για την οικογένειά του, για τη γυναίκα του, για το παιδί του. Έξαφνα κατελήφθη απο οξυτάτην γαστραλγίαν και, κατάχλωμος, ακούμπησε στο τοίχωμα της σκηνής του για να μην πέση. Οι άλλοι θέλησαν να φωνάξουν τον γιατρό.
— Σας το απαγορεύω, είπεν αυτός, ενώ οι σπασμοί των πόνων παρεμόρφωναν το πρόσωπό του. Η σκηνή του ηγεμόνος είνε διαφανής σαν το κρύσταλλο. Πρέπει να είμαι όρθιος για να παραμείνη ο καθένας στη θέσιν του.
— Μεγαλειότατε, πλαγιάστε.
— Αδύνατον, πρέπει να πεθάνω όρθιος, εγώ!
— Μεγαλειότατε, επιτρέψετέ μου να φωνάξω τον γιατρό.
— Όχι, σας είπα· σ’ έναν άρρωστο στρατιώτη εγώ διατάσσω και δίνουν εισιτήριο για το νοσοκομείο. Σ’ εμένα, ποιος θα μου δώση ένα εισιτήριον άμοιρου στρατιώτη;
Σκληρές στιγμές!
— Δεν είνε τίποτε… προσέξετε προ πάντων να μην μπη κανείς.
Μισή ώρα μετά την κρίσιν έδωκε τη διαταγήν όχι οπισθοχωρήσεως, αλλά προσπελάσεως της Λειψίας. Αι δυνάμεις του ανήρχοντο μόλις στο ήμισυ των δυνάμεων του εχθρού.
Την άλλη μέρα ο Ναπολέων εσταμάτησε κοντά σ’ έναν μύλο. Ο εχθρός είχεν εξαπολύση ταυτόχρονον επίθεσιν και από τις τρεις πλευρές. Η πανευρωπαϊκή εκείνη μάχη είχε φθάση στην κρίσιμη φάσιν της. Μέσα στη γενική σύγχυσιν και αναστάτωσιν διεδόθη η είδησις ότι ο δόλιος Βερναδόττης έπεισε τους Σάξωνας να στρέψουν τα κανόνια τους εναντίον των Γάλλων.
— Τι ατιμία! εφώναξεν ο αυτοκράτωρ μόλις έμαθε την προδοσία του τελευταίου συμμάχου που του είχεν απομείνη στη Γερμανία.
Σάξωνες αξιωματικοί που του έμειναν πιστοί έσπασαν μπροστά του τα σπαθιά τους. Ένας δραγώνος της συνοδείας του εξαπελύθη εν καλπασμώ προς τον κάμπο, φωνάζοντας:
— Δεν τους θέλομε, τους μπαμπέσηδες! Οι Γάλλοι είνε εδώ… Ζήτω ο αυτοκράτωρ! Θάνατος στους Σάξωνες!
Όλη η συνοδεία ώρμησε μαζί του κατά των νέων εχθρών. Σε λίγο ένας νεαρός αξιωματικός εξαναγύρισε καλπάζων για να προσφέρη στον αυτοκράτορα ένα λάβαρον που είχεν αρπάξη από τους Σάξωνας και να σωριασθή νεκρός στα πόδια του.
— Τι θησαυροί υπάρχουν στη Γαλλία μας με τέτοια παλληκάρια! εψιθύρισεν ο άλλος.
Την ημέρα εκείνη έχασεν 60.000 άνδρες. Ενικήθη…
Ενώ όλος ο στρατός του έφευγε διά μέσου της Λειψίας, ο αυτοκράτωρ υπηγόρευε στον Μπερτιέ, τον επιτελάρχη του, τις διαταγές του για την υποχώρησιν. «Του είχαν φέρη ένα ξύλινο σκαμνί», γράφει ένας μάρτυς, «επάνω στο οποίον έπεσεν εξηντλημένος από την κούρασιν και αποκοιμήθηκε με τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατα. Οι στρατηγοί, βουβοί και σκοτεινοί, εστέκοντο γύρω από την φωτιά· μακρυά ακουόταν ο σάλαγος των φαλάγγων που υποχωρούσαν».
Το πρωί της άλλης ημέρας το κακόν επεδεινώθη. Η προσέγγισις του εχθρού επροκάλεσεν αντιγαλλικές ταραχές μέσα στην πόλιν. Ένας συνταγματάρχης εφοβήθη και διέταξε να ανατιναχθή μια μεγάλη γέφυρα. Όλη η οπισθοφυλακή —τέσσερα σώματα στρατού— και 150 κανόνια απεκόπησαν και έπεσαν στα χέρια του εχθρού. Ένας στρατάρχης εγλύτωσε κολυμπώντας, ένας άλλος επνίγη. Και την ώρα του κινδύνου ο στρατάρχης Ωζερώ είπε σ’ έναν συνάδελφό του:
— Θαρρείτε πως είμαι τρελλός για να πάω να σκοτωθώ σε καμμιά συνοικία της Λειψίας για το χατήρι αυτού του ανισόρροπου;
Για πρώτη φορά ένας από τους πιο παλιούς συμπολεμιστάς του εξέφραζε —με τόσον κυνισμό— την αδιαφορία του για την νίκη και την δόξα του αυτοκράτορος. Τίποτε άλλο δεν εκέντριζεν αυτόν τον άνθρωπον παρά το ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως, ένστικτον φυσικόν για έναν στρατιώτη, αλλά απρεπές για έναν στρατάρχη. Ένας άλλος, ο Μαρμόν, σύντροφος του Ναπολέοντος από τα νεανικά του χρόνια, εδιάλεξε τις στιγμές εκείνες του κινδύνου για να του γράψη παραπονούμενος ότι δεν είχε μνημονευθή στην ημερησία διαταγή του στρατού, ενώ είχεν, αυτός μονάχος, κρατήση επί δέκα ολόκληρες ώρες τον τάδε τομέα — άθλος που αδίκως είχεν αποδοθή σε κάποιον άλλον. «Δεν σας υπηρέτησα ποτέ πιστότερα από αυτή την φορά, μεγαλειότατε, και δεν ξέρω τίποτε χειρότερο από την παραγνώρισιν σε τέτοιες περιστάσεις». Προμηνύματα της μοίρας: ο Μαρμόν και ο Ωζερώ θα είνε εκείνοι που, στην κρίσιμη ώρα, θα προδώσουν τον αυτοκράτορα.
Την ίδιαν ημέρα, λίγα χιλιόμετρα πιο μακρυά, στην Βαϊμάρη, ενώ τα κανόνια της Λειψίας εβροντούσαν και κανείς ακόμη δεν ήξερε ποιος θα έβγαινε στο τέλος νικητής, ο Γκαίτε, κλεισμένος στο γραφείο του, προαισθάνθηκε το πεπρωμένον του ανθρώπου που λίγους μήνες πρωτύτερα έκρινεν αήττητον· κ’ έγραψεν, υπό τους μακρινούς ήχους των πυροβόλων, μεγαλόπνοους στίχους διά το μεγαλείο και την κατάρρευσιν του κατακτητού. «Κάθε άνθρωπος», ετελείωνεν, «όποιος και να είνε, γνωρίζει μια τελευταίαν ημέρα και μια τελευταίαν ευτυχία».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις