Το εκ των έσω νεοφανές
Η αρμονική σύζευξη, το γονιμοποιό πάντρεμα παραδοσιακών και νεωτερικών στοιχείων
- Αποκάλυψη in: Μία πολυμήχανη 86χρονη παγίδευσε μέλη συμμορίας «εικονικών ατυχημάτων» στα Χανιά
- «Πνιγμός στα 30.000 πόδια» - Αεροπλάνο άρχισε να πλημμυρίζει εν ώρα πτήσης [Βίντεο]
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
- Τυχερά μου Χριστούγεννα: Για αυτά τα τρία ζώδια οι γιορτές θα είναι μέλι
Στο προ ολίγου δημοσιευθέν άρθρο μας αναφορικά με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, ο Νάσος Βαγενάς, χειριστής δεινός της νεοελληνικής γλώσσας, θέλοντας να υπογραμμίσει τη διαφορά του εκλιπόντος θεατρικού σκηνοθέτη από τη συντριπτική πλειονότητα των νέων σκηνοθετών της εποχής μας, αντιδιαστέλλει τον «υγιή νεωτερισμό» του πρώτου με την «πεπαλαιωμένη πρωτοπορία» (τι ωραία χρήση του οξύμωρου σχήματος!) των σύγχρονων δημιουργών:
[…] Είναι το κράμα το οποίο ανέφερα εκείνο που καθορίζει και το σκηνοθετικό στίγμα του Ευαγγελάτου. Το οποίο, κατά τη γνώμη μου, είναι η θαυμαστή στις παραστάσεις του συναίρεση του παραδεδομένου με το νεωτερικό, δηλαδή ο υγιής νεωτερισμός· παραστάσεις πραγματικά πρωτοποριακές, απαλλαγμένες από ψιμύθια, πουτίγκες ή μπαχαρικά, δηλαδή ερμηνείες όπου το νεοφανές αναθρώσκει εκ των έσω, οργανική απόληξη μιας ανάγνωσης του κειμένου που προϋποθέτει τη βαθιά καλλιέργεια του σκηνοθέτη. Αυτό, πιστεύω, κάνει τη διαφορά ανάμεσα στις παραστάσεις του Ευαγγελάτου και στις παραστάσεις της συντριπτικής πλειονότητας των σημερινών νέων σκηνοθετών, που διαλαλούν εν μια φωνή μιαν υποτιθέμενη ανατρεπτικότητα, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι ανήκουν στην ακαδημία μιας πεπαλαιωμένης πρωτοπορίας.
Από τη μια, η αρμονική σύζευξη, το γονιμοποιό πάντρεμα παραδοσιακών και νεωτερικών στοιχείων, που προϋποθέτει ασφαλώς —όπως επισημαίνει στην ομιλία-χαιρετισμό του ο Βαγενάς— και βαθιά καλλιέργεια και εύστοχη παρεμβατική ματιά και ευφυή ευαισθησία. Έτσι, και μόνο έτσι, αναθρώσκει το ενδογενώς νεοφυές, το οργανικά συνυφασμένο, το αληθινά πρωτοποριακό.
Από την άλλη, η κακώς εννοούμενη ανατρεπτικότητα, ο νοσηρός νεωτερισμός —ο θεωρούμενος ως αυτοσκοπός και αυταξία—, που απολήγει μοιραία στη φορτωμένη με περιττά φτιασίδια και παρωχημένα στερεότυπα καλλιτεχνική δημιουργία.
Το αντιθετικό αυτό ζεύγος, διαφορετικά βεβαίως διατυπωμένο αλλά κατά βάθος ταυτόσημο, το συναντήσαμε και σε δύο πρόσφατα άρθρα μας σχετικά με το αρχαίο δράμα.
Στο πρώτο εξ αυτών, όπου προβάλλονταν οι θέσεις του Άγγελου Τερζάκη για το πρόβλημα αλλά και την ουσία του αρχαίου δράματος, διαβάζουμε τα εξής:
Σε τι συνίσταται, με λίγα λόγια, το πρόβλημα του Αρχαίου Δράματος; Είναι διπλό. Πρώτο: Ανεξάρτητα από την υψηλή λογοτεχνική ποιότητα του αρχαίου κειμένου, να ερευνηθή αν το δραματικό του περιεχόμενο είναι αιχμάλωτο της εποχής του, εξαρτημένο από τον ψυχισμό της, από το πνευματικό της υπόβαθρο, ή μήπως την υπερβαίνει για να εγγίζει άμεσα την ευαισθησία του καθολικού ανθρώπου; Και δεύτερον: Αν γίνει δεκτή η έξω από τον ιστορικό χρόνο διάρκεια του Αρχαίου Δράματος, ποιος είναι ο καλλίτερος τρόπος ερμηνείας του; Ο προσαρμοσμένος στους ειδικούς— καλλιτεχνικούς, κοινωνικούς, πνευματικούς— όρους της εποχής του; Ή μήπως μια προσαρμογή του στη σύγχρονη αισθαντικότητα, ώστε να γεφυρωθή το χάσμα του ενδιάμεσου χρόνου χωρίς και ν’ αλλοιωθή η ουσία του Είδους, το πνεύμα του;
Ερωτήματα πολύπλοκα, στα οποία η θεωρητική απάντηση μπορεί να είναι εύκολη, η πρακτική όμως —η διά της εφαρμογής απάντηση— καθόλου πρόχειρη. […] Πολλές αναζητήσεις, πολλοί πειραματισμοί, πολλές αναμετρήσεις προηγήθηκαν, ώσπου να κατασταλάξει η ιθύνουσα γραμμή ερμηνείας.
Μουσειακή αναβίωση του Αρχαίου Δράματος, αρχαιολογική δηλαδή αναπαράσταση του τρόπου που παιζόταν η Τραγωδία στην κλασική εποχή, είναι δρόμος άγονος. Ανεξάρτητα από το ότι άρτια και υπεύθυνη αποκατάσταση των αρχαίων τεχνικών δεδομένων στην πληρότητά τους δεν είναι εφικτή, μια τέτοια απόπειρα θ’ απέληγε, μοιραία, και στο ν’ αποκόψει το έργο από την εποχή μας, να το φυλακίσει ασφυκτικά μέσα στην προθήκη του αρχαιολογικού εκθέματος. Δεν είναι νοητό να καλείται ένα κοινό σύγχρονο να συγκινηθή με την παρουσίαση μιας τραγωδίας σκηνοθετημένης για κοινό αρχαίο. Αντίθετα: Στο κείμενο του έργου, στη δραματική του τη διάρθρωση και ποιότητα, πρέπει ν’ αναζητηθούν τα αείζωα στοιχεία, εκείνα που το προικίζουν —και σε τούτο όλοι οι αρμόδιοι συμφωνούν— με διάρκεια ανεξάρτητη από εποχικές μορφές και νοοτροπίες. Μόνον έτσι ο άνθρωπος του καιρού μας θα μπορέσει να βρεθή σ’ επαφή άμεση με το τραγικό μεγαλείο και να δοκιμάσει τη δραματική συγκίνηση που δονούσε τον αρχαίο θεατή.
[…]
Στο σύγχρονο δραματικό λόγο πρέπει λοιπόν να βρεθούν αντιστοιχίες κατάλληλες. Μια απαγγελία που ν’ αποκλείει το στόμφο και που να μην ξεπέφτει στην πεζότητα. Να υψώνεται στο επίπεδο της τραγικής αξιοπρεπείας και να υποδηλώνει, όπου αυτό χρειάζεται, τη μελωδία του ογκωμένου πάθους. Και ακόμα, ο πλαστικά διαρθρωμένος λόγος να μην απομένει σε καμμιά περίσταση αδειανός, μορφικά και μόνον ωραίος. Να είναι, αντίθετα, πυκνός από εσωτερική αλήθεια, δραματική ένταση, συναισθηματική ενάργεια. Με μια λέξη, να είναι όχι ο λόγος ο καθημερινός, αλλά ο υψηλός φθόγγος της Τραγωδίας.
Στο δεύτερο από τα προαναφερθέντα άρθρα, όπου είχαν εκτεθεί οι απόψεις του μουσικού, μουσικοκριτικού και συγγραφέα Διονυσίου Γιατρά, αναφέρονταν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
Η αναδρομή στο αρχαίο δράμα, που σημειώθηκε στα χρόνια μας, δεν είχε ως σκοπό να δώση χαρακτήρα επικαιρότητος σε έργα που είναι και δεν μπορούν παρά να παραμείνουν αρχαία. Ούτε όμως είχε ως κίνητρο την στεγνή αρχαιολογική περιέργεια. Άλλωστε, και ο αρχαιολόγος δεν κινείται από μόνη περιέργεια, έστω και επιστημονική. Γιατί δεν είναι μονάχα ένας επιστήμονας, είναι και ένας οραματιστής· και με τα υλικά των ερειπίων ανοικοδομεί, νοερά, ναούς κι ανάκτορα, και με τις αινιγματικές για τους μη ειδικούς παραστάσεις, τις γριφώδεις επιγραφές και τα αντικείμενα καθημερινής χρήσεως ξαναζεί μια περίοδο της ζωής της ανθρωπότητος που τέλειωσε εδώ και αιώνες ή χιλιετίες. Και ξαναζωντανεύει ένα κομμάτι από την ενιαία σε έκταση και σε χρόνο ανθρωπότητα, ένα κομμάτι της που έζησε και πέθανε, μα που ωστόσο είναι δικό μας και είναι και μια κληρονομιά που επιτρέπει στον Άνθρωπο να δη άγνωστες και καταχωνιασμένες πτυχές του, να ξαναζήση εποχές της ζωής του αποκαλυπτικές, να νιώση από θαμμένα επί αιώνες έργα τέχνης κραδασμούς που δεν μπορεί να του δώσουν τα σημερινά, να νιώση τον εαυτό του πιο πλούσιο, να συγκρίνη και να παραλληλίση και να ξαναβρή ίσως ένα χαμένο μονοπάτι.
Στην πορεία μας προς το παρελθόν γνωρίσαμε την ιστορία και τα επιτεύγματα της ανθρωπότητος όσο δεν τα γνώρισε καμμιά άλλη εποχή. Και, με την νοοτροπία του συλλέκτου που αποκτήσαμε, γεμίσαμε με έργα τέχνης μουσεία και πινακοθήκες, βιβλιοθήκες και τώρα δισκοθήκες, αποκαλύψαμε μνημεία θαμμένα και θαμμένους πολιτισμούς, και ποτέ άλλοτε η ανθρωπότης δεν ήταν τόσο πλούσια κληρονόμος έργων πνεύματος και τέχνης όσο σήμερα. Μα δεν είναι μονάχα από νοοτροπία συλλέκτου που ερευνούμε το παρελθόν. Αν μας απασχολή τόσο πολύ το παρελθόν, είναι γιατί αναζητούμε, ασυνείδητα ίσως, ερείσματα και πίστεις που δεν μπορεί να μας δώση το σήμερα, γιατί θέλομε να αποκτήσωμε το αίσθημα της συνέχειας, που έχομε χάσει, και μένομε έτσι ξεκρέμαστοι, και γιατί προσπαθούμε να διακρίνωμε αιώνιους νόμους. Και για να το κατορθώσωμε, πρέπει να ταυτίσωμε το εφήμερο σήμερα με το χθες, το αχανές χθες, και να το νιώσωμε σαν μια ενότητα συμπαγή, που είναι ολόκληρη δική μας. Σ’ αυτό το χθες ανήκουν, και πρέπει να ανήκουν, χωρίς καμμιά χρονική σειρά, τα μεγάλα έργα τέχνης όλων των εποχών και όλων των τόπων, η δε αξιολόγησή τους γίνεται με τους κραδασμούς που προκαλούν στην ευαισθησία μας, άσχετα από τα εφήμερα γούστα μας.
*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, η «Ιφιγένεια εν Ταύροις» σε σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου (παράσταση του Εθνικού Θεάτρου στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου τον Ιούλιο του 1976 – πηγή: Ψηφιοποιημένο αρχείο Εθνικού Θεάτρου/www.nt-archive.gr).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις