Εις τα ήσυχα νερά του Ναυαρίνου τελείται σήμερον η πανήγυρις της επετείου της μεγάλης εκείνης διεθνούς πράξεως η οποία έκλεισε την ελληνικήν επανάστασιν και εσφράγισε την απελευθέρωσιν.

Δίχως αυτήν οι μακροετείς αγώνες του ελληνικού λαού θα έμεναν άκαρποι. Η αντοχή του έθνους είχε καμφθή. Οι άνδρες σχεδόν εξηντλήθησαν. Το χρήμα έλειπε. Έμενε πάντα η γενναία ορμή, αλλ’ ανίκανος ν’ αντιστή εις του Ιμβραήμ το άγριον πέρασμα.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 20.10.1927, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η Ελλάς είχε σχεδόν και πάλιν ταφή εις τον σκοτεινόν τάφον της δουλείας. Η βαρειά πλαξ θα έπιπτε μετ’ ολίγον, διά να καλύψη, ποιος ξεύρει επί πόσους ακόμη αιώνας, την διαμαρτυρίαν της πνιγμένης ελληνικής κραυγής.

Τότε επήλθε το Ναυαρίνον. Όταν πάντες το ηύχοντο και κανείς δεν το επερίμενε, όταν όλοι το ήθελαν και κανείς δεν ετόλμα να κινηθή.


Η πάλη μεταξύ των νέων και των παλαιών ιδεών, η οποία δεν είχεν ακόμη κριθή, εξηκολούθει πάντοτε να καθιστά την χριστιανικήν Ευρώπην διστακτικήν εις κάθε απόφασιν που θα είχεν ως συνέπειαν να κλονίση το κύρος μιας ισχυράς αυτοκρατορίας εις όφελος της ελευθερίας ενός πιεζομένου λαού. Ήταν η εποχή που των εθνοτήτων τα δίκαια μόλις ήρχιζαν να φωτίζωνται, μόλις ήρχιζαν να επικρατούν εις τα πνεύματα, χωρίς ακόμη να πιάσουν τας κορυφάς της διπλωματίας και της πολιτικής.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 20.10.1927, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αν επρόκειτο περί άλλης χώρας, αν επρόκειτο περί άλλου λαού, όστις δεν θα είχε να επιδείξη ούτε την λάμψιν του παλαιού ονόματος του ελληνικού, ούτε τας νέας θυσίας του, ίσως το Ναυαρίνον να μη εγίνετο. Αλλ’ είχαν προηγηθή εις την μικράν αυτήν γωνίαν της γης άθλοι ασύγκριτοι, η μετάδοσις των οποίων εκίνει τους μεγαλυτέρους ποιητάς του αιώνος εις εξάρσεις ασυγκρατήτου ενθουσιασμού, και δι’ αυτών τους λαούς εις μίαν θετικώς δρώσαν παρακολούθησιν του αγώνος των μεγάλων προγόνων μας. Το ελληνικόν αίμα, καθώς έρρεε εις τον βωμόν της ελευθερίας, είτε ενίκα τον εχθρόν, είτε υφίστατο πολεμικά ατυχήματα, κατέκτα σιγά-σιγά τον κόσμον ολόκληρον και τον εφανάτιζε εις την ανάγκην της ελληνικής απολυτρώσεως.


Η επιμονή του ελληνικού έθνους εις την θυσίαν, η επιμονή μέχρι της τελειωτικής εξαντλήσεως, ιδού τι κυρίως έσωσε την ελληνικήν επανάστασιν.

Οι στόλοι των μεγάλων δυνάμεων δεν εστάλησαν εις τα ελληνικά ύδατα διά να πολεμήσουν την σουλτανικήν δύναμιν. Ήλθαν διότι τους έσυρε το ακαταγώνιστον ρεύμα της συμπαθείας, διότι τους εγέμιζε τα πανιά το αίσθημα του θαυμασμού προς το αφάνταστον παράδειγμα της αυτοθυσίας ενός μικρού λαού, όστις, με την ψυχήν εις το στόμα και με λυγισμένα τα γόνατα, επέμενε να παραδώση το πνεύμα ηρωικά εις τον αγώνα του προς τον γίγαντα-τύραννον. Έτσι έφθασαν εις το Ναυαρίνον. Τους είλκυεν ως μαγνήτης η αγωνία του νεοελληνικού θαύματος. Και έτσι άναψεν η φωτιά.


Κανείς δεν διέταξε. Δύσκολον είνε να εξακριβώση η ιστορία πώς και διατί έπεσεν η πρώτη κανονιά. Ήταν γραμμένο εις τον αέρα της σκοτεινής εκείνης βραδιάς, από την μοίραν της δικαιοσύνης γραμμένο, να εξιλεωθή ο χριστιανισμός, να πέση ο Τούρκος, να λάβουν ανάπαυσιν τα κορμιά των αγωνιστών, όσοι —αναρίθμητοι— έπεσαν, όσοι ανικανοποίητοι παρέδωκαν την ελπίδα εις τους νεωτέρους να την κρατούν ως μοναδικόν της υπάρξεως έρεισμα.


Ναυαρίνον — τόπος ιερός, όπου ελειτούργησε μία δύναμις υπεράνθρωπος, θεία σύναρσις (σ.σ. βοήθεια, συνδρομή, υποστήριξη, αρωγή), ανεξερεύνητος σύμπτωσις, με την οποίαν συνήθως παρουσιάζεται εις τους ανθρώπους ο ίδιος ο Θεός, όταν οι άνθρωποι είνε προετοιμασμένοι να τον δεχθούν. Ας είνε ευλογημένη η μνήμη των ηρώων, όσοι έγιναν την νύκτα εκείνην όργανα της επιταγής του Θεού. Και αι πατρίδες των ας χαίρουν αιώνια την δόξαν που τόσον απροσδόκητα οι εργάται του Ναυαρίνου τούς έφεραν.


*Πρωτοσέλιδο άρθρο του «Ελευθέρου Βήματος», δημοσιευμένο στο φύλλο της εφημερίδας που είχε κυκλοφορήσει στις 20 Οκτωβρίου 1927, ανήμερα της εκατοστής επετείου της ξακουστής ναυμαχίας του Ναβαρίνου.

Στον κόλπο του Ναβαρίνου, στις 8/20 Οκτωβρίου 1827, παίχτηκε η τελευταία πράξη της Ελληνικής Επανάστασης, στη ναυμαχία που έφερε αντιμέτωπους το συμμαχικό στόλο των Άγγλων, των Γάλλων και των Ρώσων με το στόλο των Τουρκοαιγυπτίων.


Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, με 89 καράβια, υπό την αρχηγία του τούρκου Ταχήρ πασά και των αιγυπτίων ναυάρχων Μουσταφά μπέη και Μωχαρέμ μπέη, εισήλθε στον κόλπο του Ναβαρίνου, με σκοπό την ενίσχυση και τον εφοδιασμό των χερσαίων δυνάμεων του Ιμπραήμ πασά, που ρήμαζαν την Πελοπόννησο.

Οι στόλοι των Ευρωπαίων, ο αγγλικός με ναυαρχίδα την «Ασία» και δώδεκα πολεμικά πλοία υπό τον αντιναύαρχο σερ Έντουαρντ Κόδριγκτον (1770-1851), ο ρωσικός με ναυαρχίδα το «Αζόφ» και οκτώ πλοία υπό τον υποναύαρχο κόμη Λογγίνο Χέυδεν (1772-1840) και ο γαλλικός με ναυαρχίδα το «Σειρήν» και επτά πλοία υπό τον υποναύαρχο Ερρίκο Δανιήλ Γκωτιέ Δεριγνύ (1782-1835), εισήλθαν επίσης στον κόλπο, βασισμένοι στο μυστικό άρθρο της Ιουλιανής Συνθήκης του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827), που ενέκρινε τη χρήση «όσων μέτρων οι περιστάσεις υπαγορεύουν», προκειμένου να επιτευχθεί ειρήνη και να ανακοπούν οι σφαγές και οι λεηλασίες του Ιμπραήμ.


Η ναυμαχία, η τελευταία μεγάλη ναυτική σύγκρουση που έγινε με ιστιοφόρα πλοία, κράτησε τέσσερις ώρες και είχε ως αποτέλεσμα να βυθιστούν 60 τουρκοαιγυπτιακά πλοία και να χάσουν τη ζωή τους 6.000 ναύτες.

Από το συμμαχικό στόλο δε βυθίστηκε κανένα πλοίο, αλλά σκοτώθηκαν 272 Άγγλοι, 198 Ρώσοι και 185 Γάλλοι.


Η καταναυμάχηση του τουρκοαιγυπτιακού στόλου από τους στόλους των Ευρωπαίων στο Ναβαρίνο σήμανε την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό και άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους.