Όταν οι καιροί είναι δύσκολοι και τα μέτρα νοθευμένα, πώς να ζυγίσει κανείς τη σημασία μιας πνευματικής προσφοράς; Πώς να μετρήσει το κενό μιας απουσίας, παγωμένος ακόμα από την αναπάντεχη μοναξιά και τις αναστολές της σιωπής, τις σύμφυτες με τις λειτουργίες της συγκίνησης; Ο Μανόλης Ανδρόνικος έφυγε τη στιγμή ακριβώς που η παρουσία του μας ήταν απαραίτητη για την εμψυχωτική της δύναμη και την παρηγορητική της πνοή. Για τη μεταδοτικότητα μιας ζωντάνιας που αφύπνιζε τις συνειδήσεις μας από το λήθαργο της καθημερινής φθοράς.


Με ταραγμένη τη νηφαλιότητα των νοητικών διεργασιών τα λόγια χάνουν το ειδικό τους βάρος. Ακόμα περισσότερο όταν καλούνται να αποτιμήσουν μια προσωπικότητα σύνθετη και πολύπλευρη, τόσο από τις φυσικές καταβολές του χαρακτήρα της όσο και από τη διάπλαση του παιδευτικού της ιδεώδους. Η ανάγκη της αναγωγής στο καίριο, στην εσώτατη εκείνη φλόγα που σιγοκαίει φωτίζοντας με το δικό της φως τον άνθρωπο και την ενότητα του έργου του, είναι ωστόσο αυτονόητη. Γιατί μόνον έτσι μπορεί να αποκαλυφθεί η καθαρότητα της μορφής του, να σκιαγραφηθούν δηλαδή τα προσδιοριστικά συστατικά της φυσιογνωμίας του, τα οποία και θα εγγραφούν εν τέλει στους μελλοντικούς μηχανισμούς της μνήμης μας, πέρα από τα παραπετάσματα των ψευδαισθήσεων που παρεμβάλλει η μυθοποιητική τάση των μέσων της μαζικής ενημέρωσης και η μυθοπλαστική ανάγκη του καταναλωτικού της περιγύρου. Πέρα απ’ όσους τίτλους τού απονεμήθηκαν κι απ’ όσους θα ’πρεπε να του είχαν απονεμηθεί, από την παροδικότητα των τιμητικών διακρίσεων, τους θορύβους των επιβραβεύσεων και τις εφήμερες λάμψεις των παρασήμων.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 5.4.1992, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Για τη συμβολή του Μανόλη Ανδρόνικου στην ανασκαφική διερεύνηση του ελληνικού χώρου, καθώς και για τις καταθέσεις της επιστημονικής του παραγωγής, θα μιλήσουν άλλοι, μολονότι και στους δύο βασικούς αυτούς τομείς της πνευματικής του ανάλωσης ανιχνεύεται το ίδιο υπόδειγμα αγωνιστικής συνέπειας που διαπερνά την προσωπικότητά του σαν συνεχής άσκηση ήθους, ή μάλλον σαν βαθιά υπαρξιακή ανάγκη. Μια ανάγκη που, για να την καταλάβουμε, θα πρέπει να ανατρέξουμε στα σκοτεινά βιώματα των παιδικών του χρόνων, να αναδιφήσουμε τις άγραφες σελίδες της βιογραφίας του, να ανιχνεύσουμε τα αποτυπώματα της πορείας του από τα ματωμένα χώματα της μικρασιατικής του πατρίδας ως την ευλογημένη μακεδονική γη.

Από το ξεκλήρισμα στο καινούργιο ρίζωμα, από τη σταδιακή κατάκτηση του γνωστικού αγαθού και του παιδευτικού αντικειμένου στη σταδιακή επίσης εκπλήρωση της κύριας αποστολής του, αρχικά στη Μέση και στη συνέχεια στην Ανώτατη εκπαίδευση, από τις πικρές εμπειρίες της «Εξόδου» στις ακόμα πικρότερες της Κατοχής και της φυγής του στη Μέση Ανατολή, ο αγώνας του είναι σκληρός, καθώς διεξάγεται πάνω στις ταραγμένες κλίμακες του ελληνικού χώρου και του ελληνικού χρόνου. Αλλά και η αγωνιστική του διάθεση παραμένει απτόητη, διαποτισμένη από ένα ιδανικό που θέλει το σημερινό άνθρωπο με εντοπισμένα απόλυτα τα εξειδικευμένα του ενδιαφέροντα, με απλωμένα παράλληλα τα φτερά του στους ανοιχτούς ορίζοντες όλων των εκδηλώσεων της νόησης και της ευαισθησίας, και με τα μάτια του ανοιχτά στις συνεχιζόμενες πράξεις του κοινωνικού δράματος.


Ο αγώνας για την κατάκτηση της γνώσης, όπως άλλωστε και ο αγώνας για την αναμετάδοσή της, δεν τελειώνει ποτέ. Είναι ένας αγώνας διαρκής και επίπονος, γύρω από τον εσωτερικό λόγο που συνέχει τις διάφορες μορφές της δημιουργίας σ’ ένα ενιαίο σώμα. Ένας αγώνας με ατομικές πάντοτε τις αφετηρίες, αλλά και με την προσδοκία της ευρύτερης πάντοτε συμμετοχής, ή, πιο σωστά, με το όραμα της εκπλήρωσης του «κοινωνικού χρέους». Γι’ αυτό και προϋποθέτει έναν υψηλό δείκτη νοητικής και ψυχικής εμβέλειας, παράλληλα με τον εθισμό της συνείδησης στην υπέρβαση του προσκαιρινού κατά την αναζήτηση της κρυμμένης αλήθειας. Προϋποθέτει ακόμα ένα συνεχή διάλογο, αρθρωμένο πάνω στα προσωπικά ερωτήματα και στις αποκρίσεις των άλλων, στις αναμφισβήτητες δηλαδή αξίες που προασπίζει το υποβαθμισμένο στον τόπο μας ύψιστο των κοινωνικών λειτουργημάτων.

Ο Μανόλης Ανδρόνικος πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα ήταν δάσκαλος. Όχι μόνο στην πανεπιστημιακή έδρα και στις αίθουσες των ομιλιών, ούτε μόνο στα συναπαντήματα των στενών φιλικών του κύκλων ή στις ομάδες των συνεργατών του, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν τη σημασία τού κατ’ εξοχήν έργου του, του ανασκαφικού. Πέρα από τα βιβλία και τις μελέτες του, τις ειδικές πραγματείες τις καταχωρημένες σε έγκυρα έντυπα επιστημονικού προβληματισμού, αυτό που θα μας λείψει κυρίως θα είναι ο ευεργετικός του αγώνας για τη δημοσιοποίηση των επιστημονικών και πνευματικών κατακτήσεων, για το συκοφαντημένο χρέος της «εκλαΐκευσης». Είχε μάλιστα απόλυτη συνείδηση πως, υπερασπιζόμενος μαχητικά το πρότυπο αυτό της επικοινωνίας ανάμεσα στην εξειδικευμένη έρευνα και τους φυσικούς της αποδέκτες, συνέχιζε έναν αγώνα που είχαν ήδη ξεκινήσει παλιότερα και οι δικοί του φωτισμένοι δάσκαλοι, ο Κωνσταντίνος Ρωμαίος και ο Χρήστος Καρούζος.


Αμήχανοι θα ξεφυλλίζουμε τώρα τις εφημερίδες, αναζητώντας τις τακτικές και υπεύθυνες συνεργασίες του, τα ερεθίσματα εκείνα του πνεύματος, τα συναρπαστικά ταξίδια της νόησης από τον Πλάτωνα ως τον Σεφέρη, από την τέχνη της αρχαιότητας ως τις πιο σύγχρονες εκφάνσεις της ανθρώπινης ευαισθησίας, από τα ιστορικά διδάγματα του παρελθόντος ως τις αβέβαιες προοπτικές της νεότερης εποχής. Θα αναζητούμε μάταια τη δική του τρυφερή παρότρυνση για να παρασυρθούμε στη γοητευτική περιπέτεια του πνεύματος, αλλά και για να σταθούμε κριτικά απέναντι στα τρέχοντα της αθλιότητας που μας περιβάλλει.


Είπαν πως ήταν τυχερός. Τυχεροί όμως ήμασταν εμείς ως αποδέκτες και καρπωτές του έργου του. Οι βασιλικοί τάφοι της Βεργίνας δεν τίναξαν βέβαια από μόνοι τους τούς όγκους των χωμάτων που είχε στοιβάξει η λήθη, για να μας χαρίσουν το εκτυφλωτικό τους φως. Χρόνια ολόκληρα μόχθησε ο Μανόλης Ανδρόνικος, ανιχνεύοντας σπιθαμή προς σπιθαμή την έκταση της περιοχής και την ιστορική της διάρκεια, σε μια συνεχή, εξοντωτική σύγκρουση με τις υπεκφυγές και την αναβλητικότητα της γραφειοκρατίας, με τις αντιξοότητες της μικρόνοιας και με τη διαβρωτική επίδραση της μικροψυχίας. Μέχρις ότου αναδυθεί η χρυσή ελληνικότητα του χώρου, ασκίαστη από τις υποψίες των συμπτώσεων και τις επιταγές των ευκαιριακών επιλογών, για να αναστηλώσει το ηθικό μας και να ενισχύσει το κύρος μας, χρόνια ολόκληρα άκουγε τους χτύπους των κασμάδων να αποφλοιώνουν σταδιακά τα επικαθίσματα των καιρών, ο ακαταπόνητος της αντοχής και εραστής των οραμάτων, ο πεισματικός της έρευνας και χαρισματικός του λόγου, ο αγωνιστής του καλού, ο πάντοτε νέος και ευαίσθητος στους κραδασμούς φίλος των φίλων του και μαθητής των μαθητών του.

δεν χύνονται τα δάκρυα
ματαίως επί τον τάφον
των ευδοκίμων

όπως θα ’λεγε ο ποιητής που αγαπούσε.

*Υπέροχο κείμενο του αειμνήστου Άγγελου Δεληβορριά για τον Μανόλη Ανδρόνικο. Έφερε τον τίτλο «Ένα όραμα κι ένας αγώνας» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 5 Απριλίου 1992, λίγες ημέρες μετά το θάνατο του Ανδρόνικου.


Ο Άγγελος Δεληβορριάς

Ο Μανόλης Ανδρόνικος, διαπρεπής αρχαιολόγος, πανεπιστημιακός και διανοούμενος, γεννήθηκε στην Προύσα της Μικρασίας στις 23 Οκτωβρίου 1919 και απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη στις 30 Μαρτίου 1992.