Κυριακή βράδυ στην Νέα Υόρκη. Έξω χιονίζει. Μέρες τώρα χιονίζει. Στις εννιά έχω ραντεβού με τον Χατζηδάκι. Όλα είναι παγωμένα. Αν διαθέτης το ανόητο κουράγιο να βγης στην ταράτσα του 104ου ορόφου του «Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ», για να καμαρώσης την πανοραμική άποψη του Μανχάταν, θα νοιώσης να παγώνη ακόμα και το σάλιο στο στόμα σου. Κακό αυτό. Δεν θα μπορής ύστερα να φτύσης τρεις φορές τον κόρφο σου για τα όσα βλέπεις να συμβαίνουν κάτω και γύρω από τους 104 τσιμεντένιους ορόφους. Και συμβαίνουν πολλά.

[…]

Ο Μάνος Χατζιδάκις μένει στους 57 δρόμους (σ.σ. η 57η Οδός στο Μανχάταν). Ακριβώς ένα πάτωμα πάνω από τα παιδιά του Πειραιά. «Τα παιδιά του Πειραιά» είναι μια ελληνική ταβέρνα, κάτω από τον Μάνο. Εκτός από τον μελωδικό τίτλο της, δεν θυμίζει σε τίποτα τον Πειραιά. Είναι όμως ολοκάθαρη — σ’ αυτό μοιάζει με τον κ. Σκυλίτση (σ.σ. ο Αριστείδης Σκυλίτσης διετέλεσε δήμαρχος Πειραιά στα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας).


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 12.2.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Δεν ξέρω ποιος πήγε πρώτος σ’ αυτό το στέκι. Τα παιδιά ή ο Μάνος. Όπως και νάχη όμως το πράμα, τα παιδιά κι’ ο μπαμπάς ξανανταμώσανε πέρα απ’ τον Ατλαντικό.

Καθώς μπαίνω με υποδέχεται μια δυνατή μυρωδιά καμένου ξύλου και αφόρητης υγρασίας.

Ο Μάνος σε λίγο μου εξηγεί:

— Πιάσαμε φωτιά την περασμένη Κυριακή. Σωθήκαμε από θαύμα. Καταλαβαίνεις τι ζημιά θα πάθαινα. Είναι εδώ μέσα η δουλειά πέντε ετών.

— Καταλαβαίνω, απ’ τους πενήντα εφτά δρόμους θα βρισκόσουνα στους τρεις…

Ένα μαννεκέν του 3ου ορόφου είχε αδυναμία στο ποτό. Την περασμένη Κυριακή δεν είχε δουλειά και μέθυσε πολύ. Είχε μείνει το γκάζι ανοιχτό, πήγε ν’ ανάψη ένα τσιγάρο κι’ έγινε η ζημιά.

Επιμύθιον: Το «Νέβερ ον Σάνταιη» να καταργηθή για τα μαννεκέν. Ο Μάνος κινδυνεύει…

Έρχονται οι καφέδες απ’ την μαμά Χατζιδάκι. Τούρκικοι. Με ρωτάει νέα απ’ την Αθήνα. Έξω χιονίζει ασταμάτητα. Εδώ μέσα όμως η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει, έχει μυρίσει λίγο «Βυζάντιο», λίγος εσπερινός, λίγη οδός ονείρων — μια φωτογραφία με αφιέρωση του Καραμανλή δεξιά στη γωνία.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 12.2.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Μάνος σπεύδει να με προσγειώση:

— Ο επιτάφιος, η οδός ονείρων και όλα αυτά τα γνησίως αθηναϊκά στοιχεία με τα οποία είχα ασχοληθή ένα μεγάλο διάστημα των νεανικών μου χρόνων, νομίζω ότι με την «Οδό Ονείρων» είχαν ήδη οριστικά τελειώσει. Σήμερα είμαι πολύ μακριά απ’ αυτή την ατμόσφαιρα, η οποία δεν μου λέει πια τίποτα παραπάνω απ’ όσο μπορεί να με συγκινή η ανάμνηση από ένα παλιό σπίτι που έμενα κάποτε. Άσχετα με την εργασία που βγάλανε και που απ’ αυτήν ό,τι υπήρξε πιο καλό και πιο ισχυρό εξακολουθεί να βαραίνη ακόμα και σήμερα.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 12.2.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Νοσταλγείς εκείνη την εποχή;

— Όχι, γιατί απλούστατα δεν ξέρω αν υπήρξε, δεν ξέρω αν ήταν τόσο όμορφη ή αν εμείς θέλαμε να πιστεύουμε πως ήταν όπως την περιγράψαμε. Άλλωστε, η Αθήνα με την σημερινή της εξέλιξη δεν έχει διατηρήσει τίποτα πια από εκείνη την ατμόσφαιρα της γειτονιάς που αγαπήσαμε. Σήμερα είναι αστείο να μυθολογούμε γι’ αυτό κι’ η φυγή μου ήταν ανάγκη. Ήθελα να συνδεθώ με τον καιρό μου περισσότερο απ’ όσο μου το επέτρεπε η γοητευτική παρουσία των Αθηνών. Έπρεπε να ξεφύγω μέσα από εκείνη την ατμόσφαιρα.

Παρακολουθώ τον Μάνο καθώς μιλάει. Προσπαθώ να καταλάβω, χωρίς να το καταφέρνω, αν ο τρόπος που τα λέει είναι ειλικρινής ή αν προσπαθή, κάτω από ένα κατασκευασμένο χαμόγελο, να κρύψη μιαν αλήθεια που τον βασανίζει. Εκεί δίπλα μια αθηναϊκή μακέττα του Μόραλη, κρεμασμένη στον τοίχο, μας παρακολουθεί. Νομίζω πως αυτή καταλαβαίνει καλύτερα.


Ο Χατζιδάκις μαζί με τον Τσαρούχη και τον Ελύτη

— Αν ξαναγινόσουν 20 χρόνων, θα ξανάπαιρνες τον ίδιο δρόμο, κι’ από ποια μονοπάτια δεν θα ξαναπερνούσες;

— Εκείνα για τα οποία έχω μετανοιώσει είναι όσα δεν έχω κάνει. Δηλαδή σήμερα θα έκανα περισσότερες τρέλλες. Περισσότερα απ’ αυτά που μου απαγόρευαν και λιγώτερα απ’ αυτά που μου υπαγόρευαν οι άλλοι. Οσαδήποτε που θεωρήθηκαν «τρέλλα μου», αυτά μονάχα επιδοκιμάζω, γιατί μου τα υπαγόρευε το ένστικτο και η φαντασία μου. Αν μιλήσουμε χριστιανικά, όσες αμαρτίες διέπραξα, κι’ αν μιλήσουμε κοινωνικά, όσα μη κοινωνικά έκανα —καλά ή κακά, δεν έχει σημασία— γι’ αυτά και μόνο είμαι ευχαριστημένος, γιατί αυτά με σώσανε και με οδηγήσανε σ’ αυτό που είμαι σήμερα.

— Απ’ την εποχή εκείνη, για ποιους συνεργάτες σου νοιώθεις αγάπη, νοσταλγία και εκτίμηση;

— Τα πρόσωπα που ανέκαθεν εκτιμούσα και εκτιμώ είναι ο Νίκος Γκάτσος, ο Τσαρούχης, ο Σεφέρης, ο Μόραλης. Είναι τα πρόσωπα που με βοήθησαν να υπάρξω. Φίλοι, συνεργάτες και δάσκαλοι.


— Ενημερώνεσαι για την σημερινή μουσική κατάσταση στην Ελλάδα;

— Η ενημέρωσή μου είναι εντελώς τυπική. Δεν μετέχω. Δεν ακούω. Δεν ξέρω, δεν έχω γνώμη.

— Κάποτε έκανες μια επανάσταση. Θα την ξανατολμούσες σήμερα;

— Εκείνη η «στιγμή μου» παρεξηγήθηκε τότε. Νόμιζαν ότι εξέφραζα εγωισμό, εγωπάθεια, κι’ ακόμα ότι σκόπευα στη δημιουργία θορύβου. Γιατί όμως; Την εποχή εκείνη μου είχαν αποδώσει ήδη τα πρωτεία, ώστε δεν χρειαζόταν να τα αποσπάσω διά του θορύβου. Θα μπορούσα να διατηρήσω τον λεγόμενο θρόνο μοιράζοντας χαμόγελα και καλές κουβέντες. Αντιθέτως, εκείνο που έκανα μου κόστισε εχθρότητα, επίθεση και λογιών-λογιών κακές ενέργειες εναντίον μου. Σήμερα, σε παρόμοια «στιγμή» θα κρατούσα βέβαια την ίδια στάση, αλλά με πιο σαφή αντίδραση. Σήμερα είναι προτιμότερο να προφυλάσσω τον εαυτό μου στην έντασή του. Εγώ βλέπεις δεν διαθέτω ούτε επαφές με τον κόσμο, ούτε έχω τις στήλες των εφημερίδων για να επηρεάζω τους άλλους. Το μόνο που έχω είναι η εργασία μου και τίποτα παραπάνω.


— Ποια είναι η δική σου στάση πάνω στην γενική διάθεση αλλαγής και απόδρασης από το «κατεστημένο»;

— Από τη φύση μου είμαι μαζί με ό,τι έρχεται. Μ’ ενδιαφέρουν όλα όσα είναι παράνομα κι’ όχι κατασταλαγμένα. Πάντα πιστεύω ότι από μια έρευνα μπορεί να βρεθή μια πιο αληθινή έκφραση τέχνης. Αντιθέτως, η τοποθετημένη τέχνη δεν έχει να προσφέρη τίποτα παραπάνω από τις φυσιογνωμίες που την τοποθέτησαν. Έναν ζωντανό οργανισμό όμως τον ενδιαφέρει το πώς θα προχωρήση. Εδώ, στην Αμερική, πηγή όλων αυτών των καταστάσεων και των ιδεών, αισθάνομαι αυτή την αναζήτηση να με μεθάη. Δεν μ’ ενδιαφέρει αν πηγαίνη πουθενά αυτή η αλλαγή, αλλά το ότι προσπαθεί να πάη…

— Πού σκοπεύει η νεώτερη παραγωγή σου;

— Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που φτιάχνει τραγούδια, κι’ αυτό το θεωρώ πολύ σημαντικό. Έχω πλήρη γνώση της μουσικής για να μπορώ να προχωρώ την έκφραση του τραγουδιού. Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι άλλες μορφές της μουσικής, εκτός από ακροατής. Εγώ προσωπικά είμαι τραγουδοποιός και εκείνο που με απασχολεί είναι να φτάσω το τραγούδι στην πιο ψηλή του μορφή. Από την αρχή αντέδρασα στο τραγούδι που διασκεδάζει. Είναι κάτι που δεν μ’ ενδιαφέρει. Η προσπάθειά μου ήταν πάντα το τραγούδι να ακούγεται κι’ όχι να διασκεδάζη. Βασικά, υπάρχει το τραγούδι που γίνεται με την πρόθεση να φανερώση έναν κόσμο, και το τραγούδι που γίνεται απλώς για να τραγουδηθή. Λαϊκό τραγούδι δεν είναι πάντα εκείνο που τραγουδάει ο λαός. Λαϊκό τραγούδι είναι εκείνο που εκφράζει σε μια δεδομένη στιγμή μια χρυσή τομή του λαϊκού αισθήματος. Έστω και ερήμην του λαού.

[…]


— Ποια είναι η γνώμη σου για το θέατρο;

— Το θέατρό μας, το ελληνικό θέατρο, πρέπει να σταματήση την μίμηση του ξένου θεάτρου και να αναζητήση τις πηγές για μια καινούργια μορφή στην τόσο ισχυρή μας παράδοση. Έχουμε τον Αριστοφάνη, την τραγωδία, το κρητικό θέατρο… Φτάνει να ξέρουμε να το δούμε εις βάθος, έτσι ώστε από τα στοιχεία αυτά να ανανεώσουμε το θέατρό μας.

[…]

— Πιστεύεις στην κρατική υποστήριξη; Μπορεί να βοηθήση στην πρόοδο του θεάτρου μας;

— Όχι. Είμαι εναντίον πάσης κρατικής υποστηρίξεως. Η κρατική υποστήριξη δημιουργεί δεσμά. Δόξα τω Θεώ, όσα καλά έχουν γίνει στον τόπο μας τα χρωστάμε στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Το θέατρο καλείται δι’ αυτού να βρη τον τρόπο της προόδου του. Όταν ένα έργο είναι καλό, γνήσιο, αληθινό, όταν μια δουλειά γενικά είναι άξια, θα βρη σίγουρα τον τρόπο της να δικαιωθή. Ο κόσμος έχει ένα ένστικτο, και μ’ αυτό οδηγείται πολλές φορές στον σωστό του δρόμο. Όχι όμως όταν μια παράσταση εμφανίζεται με την βιτρίνα τής δήθεν τέχνης και με κακοχωμένες μιμήσεις διαμαρτύρεται για την εμπορική της αποτυχία. Και εγώ προσωπικά, παρά να υποστώ αυτή την παράσταση με τους δανεικούς πειραματισμούς και τις ανολοκλήρωτες εξορμήσεις, θα προτιμήσω ένα συνηθισμένο έργο, με γνωστούς και συμπαθείς μου ηθοποιούς, για να διασκεδάσω.

*Αυτά που μόλις διαβάσατε, και κάποια επιπρόσθετα, είχε δηλώσει ο Μάνος Χατζιδάκις το 1971, στο πλαίσιο συνέντευξης που είχε παραχωρήσει στο θεατρικό συγγραφέα, σκηνοθέτη και δημοσιογράφο Γιώργο Λαζαρίδη (1927-2012). Ο τόπος της συνομιλίας των δύο ανδρών ήταν η Νέα Υόρκη, όπου τότε ζούσε και δημιουργούσε ο Χατζιδάκις. Η αποκλειστική συνέντευξη είχε δημοσιευτεί στο τεύχος του «Ταχυδρόμου» που είχε κυκλοφορήσει στις 12 Φεβρουαρίου 1971.


Ο Γιώργος Λαζαρίδης

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη στις 23 Οκτωβρίου 1925 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 15 Ιουνίου 1994.