Αντιμέτωπος με την πιο κρίσιμη στιγμή της πολιτικής του καριέρας, αλλά και ίσως της ζωής του, και με την δημοφιλία του να παραπαίει, ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου κατέφυγε στη σύσταση ενός ειδικού συμβουλίου, από τους καλύτερους στρατιωτικούς εγκεφάλους, για να χειριστεί έναν πόλεμο, διασώζοντας όμως και 200 Ισραηλινούς ομήρους.

Στην πραγματικότητα, ο Νετανιάχου καλείται να τετραγωνίσει τον κύκλο.

Ο ίδιος εύχεται ίσως να επαναλάβει τον μεγαλύτερο ίσως θρίαμβό του, όταν 50 χρόνια πριν, την άνοιξη του 1972 είχε καταφέρει το ακατόρθωτο φορώντας τα ισραηλινά χακί.

Τότε τέσσερα μέλη της παλαιστινιακής ομάδας του Μαύρου Σεπτέμβρη που υποδύονταν ως ζευγάρια πολιτών κατέλαβαν την πτήση 571 της Sabena και την ανακατεύθυναν στο Τελ Αβίβ, όπου ζήτησαν την απελευθέρωση 600 Παλαιστινίων κρατουμένων. Εάν δεν ικανοποιούνταν τα αιτήματά τους, απείλησαν να πυροδοτήσουν εκρηκτικά που είχαν τοποθετηθεί στο αεροπλάνο που μετέφερε περίπου 100 άτομα.

Τότε, ο 22χρονος Νετανιάχου υπηρετούσε τότε στην αφρόκρεμα του Ισραηλινού Στρατού, την περίφημη Σαγιερέτ Ματκάλ. Η μοναδική αυτή μονάδα ειδικών επιχειρήσεων κατάφερε να ξεγελάσει τους αεροπειρατές με τέχνασμα, έχοντας μπροστάρη τον Νετανιάχου, εξοντώνοντάς μέσα σε 10 λεπτά τους δύο αεροπειρατές και συλλαμβάνοντας άλλα δύο μέλη της ομάδας. Ο ίδιος ο Νετανιάχου μάλιστα είχε τραυματιστεί στο χέρι.

Η διάσωση των ομήρων το 1972 από την επίλεκτη Σαγιερέτ Ματκάλ.

Σύμφωνα όμως με αφιέρωμα του Newsweek τέτοιες επιτυχίες σήμερα δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Η πρόκληση που αντιμετωπίζει αυτή η θρυλική μονάδα, με τους 200 Ισραηλινούς ομήρους, είναι πολλές φορές μεγαλύτερη από οποιαδήποτε από τις προηγούμενες τολμηρές επιχειρήσεις της.

«Όσον αφορά το τι μπορεί να κάνει αυτή η μονάδα και τι δεν μπορεί να κάνει, αυτός [ο Νετανιάχου] είναι ένας τύπος που θα το ξέρει πάρα πολύ καλά», λέει ο Doron Avital, πρώην διοικητής του Σαγιερέτ Ματκάλ. «Ήταν πρωθυπουργός για 15 χρόνια, σημαίνει ότι ενέκρινε πολλές από τις λειτουργίες της μονάδας, επομένως ξέρει το παιχνίδι, χωρίς αμφιβολία», λέει ο Avital στο Newsweek.

«Αλλά εδώ είναι μια μεγάλη πρόκληση», προσθέτει. «Πρόκειται για μια επιχείρηση διάσωσης χωρίς κανένα μέγεθος που συναντήσαμε ποτέ, στο πλαίσιο των ομήρων που βρίσκονται στη Γάζα, στο πλαίσιο αυτής της κρυμμένης υποδομής κάτω από τους δρόμους της Γάζας. Αυτή είναι μια μεγάλη πρόκληση… είναι μια επιχείρηση διάσωσης στη Γάζα το πλαίσιο του πολέμου».

Η Ιστορία επαναλαμβάνεται;

Σήμερα, ο Μπαράκ προειδοποιεί, πάντως, να μην κάνουμε συγκρίσεις ανάμεσα στις δόξες του παρελθόντος και την κρίση ομήρων που αντιμετωπίζει σήμερα το Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας.

«Δεν επαναλαμβάνεται ποτέ», λέει ο στρατηγός Εχούντ Μπάρακ, πρώην πρωθυπουργός στο Newsweek. «Πρέπει να γνωρίζουμε ότι κάθε είδους επιχείρηση χρειάζεται πολλές πληροφορίες για να είναι τόσο ακριβής, μια τόσο αυστηρά ελεγχόμενη κατάσταση, και υπάρχουν τόσα πολλά διδάγματα που αντλήθηκαν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών από τις τρομοκρατικές οργανώσεις, πώς να οργανωθούν,  ακόμη και όταν ακόμα οι ίδιες σχεδόν γνωρίζουν που βρίσκονται».

Μπορεί ο Μπάρακ να απεχθάνεται πολιτικά τον Νετανιάχου, αλλά παραδέχεται ότι ο Νετανιάχου «έχει μεγάλη εμπειρία, είναι ικανός άνθρωπος», ακόμη κι αν έχει ακολουθήσει πολιτικές που ισοδυναμούν με «ανεύθυνη συμπεριφορά». Ο Μπαράκ τονίζει ότι τώρα «δεν είναι η ώρα» να εμπλακούν σε πολιτικές μάχες καθώς η χώρα αντιμετωπίζει «πιθανώς το πιο σκληρό πλήγμα που υπέστη το Ισραήλ από την ίδρυσή του».

Η dream team του Νετανιάχου

Για να αντιμετωπίσει την κρίση ο Νετανιάχου συγκέντρωσε ένα υπουργικό συμβούλιο εν καιρώ πολέμου πέρα από πολιτικές γραμμές.

Η σύνθεση περιλαμβάνει πέντε άνδρες με μεγάλη στρατιωτική εμπειρία: τον αρχηγό της αντιπολίτευσης Benny Gantz, τον πρώην αρχηγό του επιτελείου του IDF Gadi Eisenkot, τον σημερινό υπουργό Άμυνας Yoav Gallant, τον σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας Tzachi Hanegbi και τον υπουργό Στρατηγικών Υποθέσεων Ron Dermer. Επίσης στον εσωτερικό κύκλο λήψης αποφάσεων είναι ο στρατιωτικός γραμματέας του Νετανιάχου, υποστράτηγος Άβι Γκιλ.

«Αυτή είναι η ομάδα εντός της οποίας θα λάβουν τις αποφάσεις», λέει ο πρώην σύμβουλος Ασφαλείας του Νετανιάχου Yaakov Amidror, υποδεικνύοντας ότι ο πρωθυπουργός θα επιδιώξει ευρεία συμφωνία αντί να προσπαθήσει να συνεχίσει τις συζητήσεις.

«Τα καλύτερα μυαλά, οι καλύτεροι αξιωματικοί πληροφοριών, τα καλύτερα ταλέντα επενδύονται τώρα σε αυτό, αλλά είναι ένα δύσκολο πρόβλημα».

«Στη σημερινή κατάσταση μετά την αποτυχία της 7ης Οκτωβρίου, νομίζω ότι θα καταλάβει ότι όσο ευρύτερη είναι η υποστήριξη, τόσο το καλύτερο». Ακόμα και αν αυτή η ομάδα καταλήξει στην απόφαση ότι η αποστολή της Σαγιερέτ Ματκάλ είναι η καλύτερη λύση για τους ομήρους, ωστόσο, ο Νετανιάχου, δεν θα είναι στη πρώτη γραμμή, όπως το 1972, αλλά θα κάθεται στα μετόπισθεν.

Ενώ ο Amidror λέει στο Newsweek ότι το Ισραήλ ήταν «τύχη που αυτός ο πρωθυπουργός, σε αυτήν την περίπτωση, έχει κάποια εμπειρία» στον τομέα της διάσωσης ομήρων, εξήγησε ότι «το πολιτικό επίπεδο θα εμπλακεί μόνο σε γενικούς όρους. Στο τέλος, είναι αποστολή για τους στρατιωτικούς».

Αυτή η αποστολή περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από την απουσία πληροφοριών. Ο Amidror λέει ότι οι διοικητές χερσαίων επιχειρήσεων «υποτίθεται ότι κάνουν το καλύτερο με τη γνώση που έχουν για την κατάσταση στο έδαφος», αλλά σε αυτή την περίπτωση «δεν ξέρουν πού βρίσκονται οι όμηροι και δεν το λαμβάνουν υπόψη στα σχέδιά τους».

Οι απώλειες θα είναι αναπόφευκτες

Ο Μάικλ Μιλστάιν, πρώην επικεφαλής του Τμήματος Παλαιστινιακών Υποθέσεων της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών του IDF, λέει στο Newsweek ότι ούτε οι ισραηλινές δυνάμεις ούτε οι αντίπαλοί τους στη Χαμάς «δεν έχουν αντιμετωπίσει ποτέ ένα τέτοιο γεγονός».

«Εκτιμώ ότι, όσον αφορά τη Χαμάς, όλοι οι όμηροι ή οι περισσότεροι όμηροι βρίσκονται στις σήραγγες», λέει ο Μιλστάιν. «Η Χαμάς έχει ένα πολύ εξελιγμένο, περίπλοκο σύστημα εσωτερικών σηράγγων μέσα στη Γάζα, και στην πραγματικότητα οι σήραγγες είναι εκεί που βρίσκονται τα περισσότερα μέλη της Χαμάς και κυρίως οι ηγέτες αυτή τη στιγμή». Όσον αφορά αυτούς που κρατούνται από άλλες παλαιστινιακές φατρίες όπως η Ισλαμική Τζιχάντ ή ακόμα και πολίτες, «πραγματικά δεν ξέρω», λέει ο Milshtein.

O νεαρός Μπενιαμίν την εποχή της διάσωσης των ομήρων, τη δεκαετία του 1970.

Ακόμα και οι πιο έμπειροι Ισραηλινοί αξιωματούχοι κατανοούν ότι οι απώλειες μεταξύ εκείνων που κρατούνται στη Λωρίδα της Γάζας είναι σχεδόν αναπόφευκτες. Σχετικά με το τι συνιστά επιτυχία, ο Milshtein το αποκαλεί «ένα αδύνατο ερώτημα», τη στιγμή που ο η Χαμάς ανακοίνωσε ότι ήδη 22 όμηροι έχουν ήδη πεθάνει λόγω ισραηλινών βομβαρδισμών.

Όπως συνέβη και με τον Ισραηλινό δεκανέα Gilad Shalit που είχε αιχμαλωτιστεί από τους Παλαιστίνιους το 2006, έτσι και σήμερα, σύμφωνα με τον Avital, οι Ισραηλινοί δεν έχουν ιδέα  σχετικά με τις λεπτομέρειες της κράτησής του στα χέρια της Χαμάς και άλλων φατριών, οι οποίες «ήταν τόσο σφιχτές από άποψη πληροφοριών, επικοινωνίας , όπως βρίσκονται σε αυτή την επιχείρηση».

«Η γεωμετρία του προβλήματος είναι πολύ περίπλοκη», λέει ο Avital. «Τα καλύτερα μυαλά, οι καλύτεροι αξιωματικοί πληροφοριών, τα καλύτερα ταλέντα επενδύονται τώρα σε αυτό, αλλά είναι ένα δύσκολο πρόβλημα».

Χρειάζεται καλό «μάρκετινγκ»

Σήμερα, ο Νετανιάχου θα διαδραμάτιζε επίσης κεντρικό ρόλο στον συντονισμό οποιασδήποτε δράσης στη Γάζα, επειδή, όπως λέει ο Avital, «αυτό το είδος επιχείρησης μπορεί να δημιουργήσει τέτοιο όλεθρο εάν αποτύχουν, να δημιουργήσει τέτοιες συνέπειες που ξεπερνούν πολύ το στρατιωτικό και πηγαίνουν στην πολιτική αρένα».

Όπως υπογράμμισε, ωστόσο, ο Amidror, εναπόκειται στους ίδιους τους στρατιωτικούς σχεδιαστές να συντάξουν τις λεπτομέρειες. Ο Avital εξηγεί ότι είναι απαραίτητο «ο διοικητής της μονάδας πρέπει να είναι πολύ καλός στο «μάρκετινγκ» έναντι του πρωθυπουργού και του υπουργού Άμυνας, για να πάρει έγκριση, καθώς η ειδική αυτή μονάδα μπορεί να δουλεύει για έναν χρόνο μια επιχείρηση, και τα τελευταία λεπτά να μην εγκριθεί και αυτό είναι καταστροφικό για τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς».

Αυτό, πάντως, που έχει σχεδόν καθολικά συμφωνηθεί μεταξύ εκείνων που έχουν στενούς δεσμούς με τα υψηλότερα κλιμάκια λήψης αποφάσεων του Ισραήλ είναι ότι μια μεγάλη χερσαία εισβολή στη Λωρίδα της Γάζας είναι αναπόφευκτη.

Από τότε που έφυγε από τη Γάζα πριν από 18 χρόνια, ο Ισραηλινός Στρατός πολέμησε εντός του παλαιστινιακού εδάφους τουλάχιστον τρεις φορές, εν μέσω προηγούμενων πολέμων που διεξήχθησαν το 2008, το 2012 και το 2014. Αλλά καθώς η ισραηλινή ηγεσία δηλώνει τον επίσημο στόχο της να εξαλείψει τη Χαμάς ως λειτουργικό στρατιωτική οντότητα συνολικά, ένας χερσαίος πόλεμος θα μπορούσε να αναμένεται να ξεπεράσει κατά πολύ τις προηγούμενες συγκρούσεις.

Μην συζητάμε περισσότερο

«Ο τομέας πληροφοριών μας και όλες οι ειδικές μας δυνάμεις εμπλέκονται σε αυτό. Ολόκληρη η χώρα κινητοποιείται σε αυτήν την επιχείρηση. Δεν είναι μόνο τακτικό πεζικό» είπα στο Newsweek ο εκπρόσωπος τοων Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων αντισυνταγματάρχης Richard Hecht. Αρνούμενος να σχολιάσει τη πιθανή εμπλοκή της Σαγιερέτ Ματκάλ, επεσήμανε ότι η προσπάθεια διάσωσης ομήρων «βρίσκεται υπό τη διαχείριση των πιο ευαίσθητων, κλειστών κύκλων της κοινότητας πληροφοριών και του πολιτικού μας κλιμακίου, και αυτό είναι το μόνο που μπορώ να πω για αυτό».

«Η αντίσταση προετοιμάζεται με ό,τι διαθέτει για να υπερασπιστεί τον λαό μας», λέει στο Newsweek ο εκπρόσωπος της Χαμάς Μπασάμ Νάιμ. «Σίγουρα, η είσοδος του εχθρού στη Λωρίδα της Γάζας δεν θα είναι μια βόλτα. Ομοίως, όλα τα ενδεχόμενα από την πλευρά της αντίστασης είναι ανοιχτά».

Έτσι, ο Μπαράκ εκφράζει αμφιβολίες ότι οποιαδήποτε συμφωνία θα έφερνε στο σπίτι όλους τους ομήρους. «Νομίζω ότι οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων της Χαμάς για αυτό το θέμα δεν είναι η πολιτική ηγεσία, είναι η στρατιωτική ηγεσία, και πιθανότατα δεν βρίσκονται καν στο βόρειο τμήμα της Λωρίδας της Γάζας, αλλά διέφυγαν με τους άλλους στο νότο προκειμένου να μην χτυπηθούν, και μόνο την μαχητική δύναμη μάλλον άφησαν στο βόρειο τμήμα», λέει.

Συγκρίνοντας την κατάσταση με τις προηγούμενες επιχειρήσεις της Σαγιερέτ Ματκάλ, ο Μπαράκ λέει ότι είναι πολύ πιο περίπλοκη και ότι τελικά οι αποφάσεις θα μπορούσαν να ληφθούν μόνο από εκείνους που ξέρουν τα γεγονότα και έχουν τα δεδομένα. «Γι’ αυτό πρέπει να τους εμπιστευόμαστε», λέει. «Και το ένστικτό μου μου λέει ότι οποιαδήποτε μεγαλύτερη παραφιλολογία για το θέμα είναι ανεύθυνη», προσθέτει. «Δεν πρέπει να το συζητάμε».