Ανδρέας Καρκαβίτσας: «Γεννήθηκες Ρωμιέ στ’ αστραπόβροντα και ξεψυχάς στο βούρκο…»
Η προσγείωση του αναγκαίου και ο οραματισμός του δέοντος
Στις 24 Οκτωβρίου 1922 άφησε την τελευταία του πνοή συνεπεία λαρυγγικής φυματίωσης ο λογοτέχνης Ανδρέας Καρκαβίτσας, μια από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της ελληνικής διηγηματογραφίας και ηθογραφίας.
Ο αποχαιρετισμός του Ανδρέα Καρκαβίτσα από την εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» στις 26 Οκτωβρίου 1922
Γεννημένος στα Λεχαινά Ηλείας το 1865 (στις σχετικές πηγές απαντά ως χρονολογία γεννήσεώς του και το 1866), ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, πρωτότοκος γιος (είχε τέσσερις αδελφούς και τέσσερις αδελφές) του Δημητρίου Καρκαβίτσα και της Άννας Σκαλτσά, έμαθε τα πρώτα του γράμματα στη γενέτειρά του.
Σε ηλικία 13 ετών μετέβη στην Πάτρα για τις γυμνασιακές του σπουδές, με απώτερο σκοπό να γίνει καθηγητής (προς τούτο μελέτησε την ελληνική μυθολογία και την ελληνική λογοτεχνία).
Στα τέλη του 1882 ενεγράφη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε ύστερα από πέντε έτη με τον τίτλο του διδάκτορος Ιατρικής.
Στην Αθήνα ανέπτυξε σχέσεις με λογοτέχνες όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος.
Ο διαγωνισμός διηγήματος της «Εστίας» το 1898 ώθησε τον δημοτικιστή Καρκαβίτσα στο χώρο της ηθογραφίας και του έδωσε το έναυσμα να ταξιδέψει σε χωριά της Ρούμελης, προκειμένου να συλλέξει ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία, τα οποία μάλιστα χρησιμοποίησε στα πρώτα του έργα.
Το 1889 ο Καρκαβίτσας στρατεύτηκε ως κληρωτός και στην αρχή υπηρέτησε ως βοηθός αρχιάτρου. Κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου, τις οποίες κατέγραψε και αξιοποίησε αργότερα στη συγγραφή της νουβέλας του «Ο ζητιάνος», έργου που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.
Το 1891, μετά τη λήξη της στρατιωτικής θητείας του, ο Καρκαβίτσας διορίστηκε υγειονομικός ιατρός στο ατμόπλοιο «Αθήναι», με το οποίο ταξίδεψε στα παράλια της Μικράς Ασίας, στον Ελλήσποντο, στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά και στην ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου. Οι εμπειρίες του από αυτήν την περίοδο της ζωής του αξιοποιήθηκαν αργότερα για τη συγγραφή της συλλογής διηγημάτων «Λόγια της πλώρης» (1899).
Από τον Αύγουστο του 1896 έως το 1922 ο Καρκαβίτσας υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού (έφθασε έως το βαθμό του γενικού αρχιάτρου).
Ο Καρκαβίτσας βίωσε την ιστορική νίκη του Σπύρου Λούη στο μαραθώνιο της Αθήνας το 1896, αλλά και την ταπεινωτική ήττα της Ελλάδας στον ατυχή πόλεμο του 1897.
Επίσης, ως μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου έλαβε μέρος στο κίνημα που εκδηλώθηκε στο στρατόπεδο της συνοικίας Γουδή, τον Αύγουστο του 1909, στη συνέχεια όμως στράφηκε εναντίον του Βενιζέλου.
Ο Καρκαβίτσας έδωσε το «παρών» ως στρατιωτικός ιατρός και στους Βαλκανικούς Πολέμους, και μάλιστα παρασημοφορήθηκε δύο φορές για την υποδειγματική αφοσίωσή του στο καθήκον.
Το 1916, εξαιτίας του ότι αντιτάχθηκε στο Κίνημα Εθνικής Αμύνης, αρχικά τέθηκε σε περιορισμό στα Λεχαινά και ακολούθως εξορίστηκε στη Μυτιλήνη.
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1917, με κλονισμένη την υγεία του από τις κακουχίες της εξορίας.
Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει στις 22 Φεβρουαρίου 1985 υπήρχε ένα πολύ ενδιαφέρον δημοσίευμα για τον Καρκαβίτσα, που ανεδείκνυε μια άγνωστη πτυχή τής εν γένει συγγραφικής δραστηριότητας αυτού, την αρθρογραφία. Συντάκτης τού εν λόγω άρθρου, που έφερε τον τίτλο «Ο Ανδρ. Καρκαβίτσας αρθρογράφος», ήταν ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Επαμεινώνδας Μπαλούμης. Στο κείμενο του Μπαλούμη διαβάζουμε τα εξής:
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας πέρασε στη νεοελληνική λογοτεχνία ως ο δυναμικότερος των ηθογράφων. Ωριμάζοντας σε μια εποχή που αποζητούσε, προσγειωνόμενη από τη ρομαντική ουτοπία, τη διέξοδό της στη σπουδή του λαϊκού πολιτισμού, ανέπλασε τα βιωμένα στοιχεία λαϊκού βίου και οργάνωσε μ’ αυτά το λογοτεχνικό του έργο. Σ’ αυτό δεν αποτύπωσε ουδέτερα την εποχή του· την αναβίωσε δυναμικά φωτίζοντας πολλά από τα προβλήματά της, έτσι που η όλη δημιουργία του να είναι, ως ένα βαθμό, η καταγραμμένη παθολογία της ελληνικής ζωής.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 22.2.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Γεννημένος στα Λεχαινά της Ηλείας το 1865 και κάνοντας τον «άνεμο κουβάρι» ως το 1922, που πεθαίνει στο Μαρούσι, έζησε σε μια διαρκή «αειφυγία», για να γνωρίσει και να σπουδάσει από κοντά το λαό, σε στεργιές και θάλασσες ελληνικές. Έχοντας δε δοκιμαστεί από τα αρνητικά δεδομένα μιας αγροτικής κοινότητας, όπως αυτά εκφράζονταν στις διαχρονικές διαστάσεις μιας λαϊκής πολιτιστικής οργάνωσης, επιδίωξε με τη λογοτεχνική απεικόνιση να προβάλει κομμάτια αληθινής ζωής, μ’ όλες τις φωτοσκιάσεις της και προ πάντων χωρίς καμιά ειδυλλιακή επίφαση.
Ωστόσο ο Καρκαβίτσας, θέλοντας να ασκήσει και πολλαπλή κριτική, δεν περιορίστηκε στο λογοτεχνικό του έργο· χρησιμοποίησε πρόσθετα τον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, από όπου με σειρά άρθρων, ανταποκρίσεων και συνεντεύξεων προέβαλλε σθεναρότερα και ευκρινέστερα τις διαμορφωμένες θέσεις του. Η αρθρογραφία του αυτή, πολύτιμος οδηγός για τη σπουδή και κατανόηση του έργου του, είναι αποκαλυπτική του μέτρου γνώσης των προβλημάτων που θίγει και της σοβαρότητας με την οποία τα πλησιάζει. Το όλο δε πνεύμα κυριαρχείται από μια διάθεση πολεμικής, χαρακτηριστική για την ειλικρίνεια και το πάθος. Για τη νοοτροπία του αυτή τον είπαν «Αρματωλό» των γραμμάτων μας, και δεν ήταν άστοχη η επισήμανση, αφού, άλλωστε, και ο ίδιος παραδεχόταν ότι «τα έλεγε τσεκουράτα. Εκείνο που είχε στο κεφάλι του, το είχε και στην άκρη της πένας του. Δε δίσταζε και δεν πισοδρομούσε σε τίποτα».
Η κριτική του αφορούσε όλο το φάσμα του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι, από το εθνικό και πολιτικό μέχρι το κοινωνικό και το γλωσσικό. Ζωντανός άνθρωπος του καιρού του, είχε γνώμη και επιζητούσε να την εκθέσει, έστω και σαν προσωπική μαρτυρία. Την αρθρογραφία του χαρακτηρίζει μια διαφωνία με το περιβάλλον του και τις ομόλογες εκφράσεις του, χωρίς βέβαια να υποκρύπτει και καμιά αρνητικότητα, αφού, κάθε φορά, μαζί με την επίκριση προβάλλει και τη συγκεκριμένη θέση. Η ευρεία πρότασή του αποβλέπει σ’ έναν αναπροσανατολισμό, σ’ όλα τα επίπεδα της εθνικής συμπεριφοράς. Μ’ αυτόν πιστεύει ότι, μέσα από μια δοκιμασία αυτογνωσίας, θα περάσει στην προσγείωση του αναγκαίου και στον οραματισμό του δέοντος.
Από τα κύρια θέματα που συνιστούν τον προβληματισμό του τον ευρύτερο, αλλά και αναδιπλώνονται συχνά στα άρθρα του, είναι εκείνα που αφορούν τον «Εθνικισμό» του. Χαρακτηριστικό των πεποιθήσεών του ο σεβασμός των θυμάτων και αγωνιστών του ’21. Ήξερε καλά ποια τύχη τούς επιφύλαξε η αχαριστία του νεότευκτου κράτους, το οποίο αυτοί έστησαν με τους αγώνες τους, ήξερε όμως καλύτερα ότι μόνο με τη μίμηση της δικής τους αγωνιστικότητας θα μπορούσε να ολοκληρωθεί το εθνικό όνειρο. Γι’ αυτό, ενεπίσημος εκείνος, έφτανε ως τη λατρεία εκείνων που ηθελημένα λησμόνησαν οι επίσημοι, τονίζοντας:
«Αν κατορθώσω ποτέ, θα κάνω ένα ναό — το ναό μου… Και θα είναι προσκυνητάρια μου οι αρματολοί, που με το καριοφίλι επάλευαν εναντίον της σκλαβιάς του Γένους. Θα είναι οι ταπεινοί ρασοφόροι, που μέσα στα ερημοκλήσια τους έσμιγαν τους ψαλμούς με τα τραγούδια της ελευθερίας. Θα είναι πολεμισταί του εικοσιένα που σκοτώθηκαν, εσουβλίσθηκαν… για τη δόξα και το μεγαλείο της πατρίδος».
Λατρεύοντας όμως τέτοιους προγόνους σιχαίνεται τους απόγονους, που, παραβλέποντας το παράδειγμά τους, έχουν συνεπαρθεί από έναν κούφιο εθνικό εγωισμό και, δεμένοι στο άρμα μιας Μεγαλοϊδεατικής φενάκης, αυτοαναιρούνται καθημερινά. Σπουδάζοντας τα καμώματά τους τα συνόψισε, σε επίπεδο λαού πια, επικριτικά:
«… το όνειρο του ελληνικού λαού (είναι) ν’ ακούγεται· να γίνεται κουβέντα παντού και πάντοτε γι’ αυτόν είτε ως άτομο είτε ως έθνος. Μεγάλη πατρίδα, μεγάλο όνομα, κατορθώματα μεγάλα… Είναι σκλάβος της φαντασίας του. Το δυστύχημα όμως είναι πως τη φαντασία του δεν την συντροφεύει και ίση ενέργεια. Ο ελλ. λαός ξεθυμαίνει με το ονειροπόλημα. Πριν καλοεξετάσει το δρόμο και τις δυσκολίες που παρουσιάζονται και τα μέσα που θα χρειασθούν για να νικήσει τις δυσκολίες και τον τρόπο που θα εύρει τα μέσα, μ’ ένα καλό πήδημα της φαντασίας φθάνει αμέσως στο τέρμα και ικανοποιείται».
Βέβαια για την κατάντια αυτή του λαού είναι πολλοί οι υπεύθυνοι, και πρώτοι απ’ όλους οι κούφιοι εθνικοί ρήτορες, οι οποίοι «Με λόγια φουσκωμένα τον παρασύρουν κι αυτός, μεθυσμένος από την ονειροφάνταστη ζωγραφιά της πατρίδας, λησμονημένος στο κοντυλογραμμένο εγώ του, φουσκώνει για μια στιγμή από αράθυμη περηφάνεια, θαμπώνεται από την απίστευτη μεγαλοσύνη του, τρίζει τα δόντια και βρυχιέται σαν λεοντάρι κι έπειτα ξυπνά κι αρχίζει γλείφοντας πάλι του χαλκιά τη λίμα».
Εξίσου μεγάλο κακό κάνουν και τα «φιλελληνικά λιβάνια», που, με την οκνηρία που καλλιεργούν, εξοργίζουν το συγγραφέα: «Δε θέλουμε φιλέλληνες. Ευνουχιστές δε μας χρειάζονται… Μισέλληνες θέλουμε! Δεν είμαστε παιδιά, όχι! Είμαστε άντρες και θέλουμε ν’ ακούμε την αλήθεια σαν άντρες. Το έθνος δουλεύει ακόμη κάτω από ανήμερο τύραννο κι εχθροί το τριγυρίζουν φιλοπόλεμοι και ώρα την ώρα, αν θέλει αληθινά να ζήσει, θα βρεθεί πάλι στ’ άρματα. Τ’ άρματα όμως θέλουν άτρεμο χέρι και μάτι αλάθητο!»
Δυστυχώς όμως την ώρα της «κρίσεως» ούτε «χέρι άτρεμο» βρέθηκε ούτε «μάτι αλάθητο». Η ικανότητά τους εξαντλήθηκε στα «ζητωπόλεμα» συλλαλητήρια του άστεως. Όταν χρειάστηκε η δοκιμασία στο πεδίο της μάχης προτιμήθηκε η φυγή, επιβεβαιώνοντας τους φόβους του συγγραφέα, ο οποίος και το σημειώνει σ’ ένα πικρό σχόλιο απολογισμού: «Ήδη ο άθλιος του 1897 πόλεμος ήλθε και μας ξεσκέπασε με τη σιδηράν του χείρα την λεοντήν. Δεν ομιλώ περί της ανδρείας μόνο· ομιλώ εν γένει περί των αισθημάτων του έθνους, τα οποία απεικονίσθησαν εις το μέγα εκείνο κάτοπτρον της εθνικής κρίσεως. Εις αγώνα σοβαρόν και επίσημον, εις ον πρώτην φοράν απεδύετο το κράτος από της συστάσεώς του, το Πανελλήνιον παρουσίασε 5-6.000 εθελοντών απέναντι εξακισμυρίων απαλλαγέντων και δεν ηξεύρω πόσων μυριάδων φυγοστράτων».
Τέλος, εκείνη η πίκρα στράφηκε και εναντίον εκείνων των «φιλοπάτριδων» που δεν κινήθηκαν με την οικονομική τους δύναμη να βοηθήσουν στους πολεμικούς εξοπλισμούς: «… βοώμεν και κοκκινίζομεν διά την φιλοπατρίαν του Έλληνος, φιλοπατρίαν η οποία δεν έχει το θάρρος να λύσει τα δεσμά του βαλαντίου. Φαντασθείτε αν ημπορεί να λύσει τα δεσμά δουλείας των ομοφύλων».
Έτσι, μ’ όλες τις επισημάνσεις του επιβεβαιωμένες, μ’ όλους τους φόβους του επαληθευμένους και σε ώρα κρίσης από τις συνεχείς προσβολές του εθνικού του εγωισμού, θα κορυφωθεί σ’ έναν καταδικαστικό αφορισμό, που αποκαλύπτει όλη την πίκρα του: «Γεννήθηκες Ρωμιέ στ’ αστραπόβροντα και ξεψυχάς στο βούρκο…»
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις