Είναι πολύ κρίσιμη η απόφαση που καλείται να λάβει η εσωκομματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ αυτές τις μέρες: το «μένω ή φεύγω» δεν επηρεάζει απλώς την επόμενη μέρα στην Κουμουνδούρου, αλλά ολόκληρη την προοδευτική αντιπολίτευση που στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις κάθε βαθμίδας έχει μείνει εγκλωβισμένη σε ένα σχήμα που στην πραγματικότητα δεν βολεύει κανέναν παρά μόνο τη ΝΔ.

Οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ θα καθορίσουν ποιος και με ποιον τρόπο θα είναι ο βασικός αντίπαλος του Κυριάκου Μητσοτάκη το 2024 και (κυρίως) το 2027. Αυτές θα «δείξουν» το νούμερο των κομμάτων που θα κατέβουν στις ευρωεκλογές, τα ονόματά τους, τα πρόσωπα στις ηγετικές θέσεις. Αυτή την στιγμή οποιαδήποτε πρόβλεψη για την σειρά των κομμάτων είναι παρακινδυνευμένη.

Δεν είναι μικρό το δίλημμα, οι δεύτερες σκέψεις όσων είναι με το ένα πόδι έξω από το ΣΥΡΙΖΑ είναι και εύλογες και δικαιολογημένες. Εκείνοι που προβληματίζονται για το αν θα κάνουν το βήμα (που όπως φαίνεται είναι περισσότερο η νεότερη γενιά προβεβλημένων στελεχών) γνωρίζουν πως θα φέρουν το βάρος μιας ιστορικής εναλλαγής για την ελληνική Αριστερά, θα σφραγίσουν μια επιστροφή στο παραδοσιακό, μεταπολιτευτικό στάτους κβο στου οποίου το δίπολο δεν περιλαμβάνεται. Με μια δήλωση και μερικές υπογραφές ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί ακόμα και να χάσει την κοινοβουλευτική θέση του βασικού αντιπολιτευόμενου κόμματος για πρώτη φορά από το 2012.

Κι αν δεν φύγουν, ποιος τους εγγυάται πως η ζημιά που έχει ήδη γίνει είναι αναστρέψιμη, πως οι πρώτες δημοσκοπήσεις δεν θα περιγράφουν μια επώδυνη επιστροφή στα μικρά ποσοστά; Κινδυνεύουν να μείνουν εγκλωβισμένοι σε ένα κόμμα που δεν αναγνωρίζουν, με πρόσωπα που εμφανώς δεν σέβονται, να τους δίνουν εντολές προς μια κατεύθυνση που εμφανώς δεν θέλουν να υπηρετήσουν. Υπό αυτή την έννοια, η διάσπαση είναι όντως μονόδρομος: κανείς δεν μπορεί να προσποιείται για πολύ πως αντέχει. Το 3% είναι μαζί εφιάλτης και σωτηρία -η επιστροφή στα βράδια που τα στελέχη ξενυχτούσαν για το αν περνούν το κατώφλι της εκπροσώπησης είναι ό,τι πιο κοντινό σε συριζαϊκή ματαίωση, όμως ένα 3% στις ερχόμενες ευρωεκλογές είναι μια αρχή για την εσωκομματική αντιπολίτευσης. Ώστε στις διεργασίες που θεωρούν πως (αναπόφευκτα) θα έρθουν να μπορούν να μπουν σε συζητήσεις με πολιτική αξιοπρέπεια, με φωνή και άποψη.

Δεν είναι μικρό το δίλημμα, οι δεύτερες σκέψεις όσων είναι με το ένα πόδι έξω από το ΣΥΡΙΖΑ είναι και εύλογες και δικαιολογημένες

Το μόνο βέβαιο είναι πως, ό,τι κι αν αποφασίσουν, ο ΣΥΡΙΖΑ όπως είναι δεν σώζεται. Η διαμάχη που παρακολουθούμε τώρα με την ίδια προσήλωση που θα βλέπαμε ριάλιτι είναι η ίδια που σιγόβραζε εδώ και καιρό κάτω από την επιφάνεια. Αν αφαιρέσει κανείς τις αποφάσεις Κασσελάκη, η πικρία με την οποία η μια πλευρά αντιμετωπίζει την άλλη δείχνει πως το ρήγμα μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο φαινόταν -οι αιχμές που εξαπολύονται για στρατιές από τρολ και υπονομευτές μοιάζουν έτοιμες και κακοφορμισμένες από καιρό. Μετά τον Αλέξη Τσίπρα, τα καταπιεσμένα αισθήματα για τον ελιτισμό και την αντιμετώπιση της διεύρυνσης (για τα οποία ευθύνονταν όλες οι πλευρές, αλλά κυρίως η Κουμουνδούρου) βγήκαν στην επιφάνεια με μεγαλύτερη ένταση. Και η σημερινή ηγετική ομάδα εκμεταλλεύτηκε το αφήγημα για τα βαρίδια και τα αριστερά απολιθώματα που χτυπούσαν τον Τσίπρα από μέσα όχι μόνο εκλέγοντας τον Κασσελάκη, αλλά θεωρώντας πως μπορούν να αλλάξουν την φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ με ύφος «το κόμμα είμαι εγώ». Και όλα αυτά, την ώρα που εκείνος που για χάρη του (και εξαιτίας του) έγιναν όλα, δεν βγάζει άχνα για τα τεκταινόμενα, επιτρέποντας στον καθένα να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα.

Η εξέλιξη αυτών των μηνών, βέβαια, λειτουργεί και ως προειδοποιητική ιστορία: να τι μπορεί να συμβεί σε ένα κόμμα που δεν καταλαβαίνει πως η εποχή το προσπερνάει, που δεν μπορεί να υπερβεί τις αδυναμίες του, που βασίζει την ύπαρξή του στην προσωπικότητα του ηγέτη του, που δεν φροντίζει το καταστατικό του να έχει ασφαλιστικές δικλείδες. Να πώς διαμορφώνεται ένα στελεχιακό δυναμικό που συνήθισε στον λαϊκισμό χωρίς συνέπειες και σ’ αυτό που, για χάρη του κοινού σκοπού, έκανε πως δεν βλέπει την διάβρωση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ σε λίγες εβδομάδες (ή λίγες μέρες;) θα είναι κάτι άλλο -ή πολλά και διαφορετικά. Μέχρι τότε, απαιτείται κυρίως συχνό τσεκάρισμα στο τουίτερ.