EKT: Το στοίχημα των 5,3 τρισ. ευρώ και τα διλήμματα στο ραντεβού της Αθήνας
Η ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή αλλάζει τα δεδομένα
Δέκα πέντε χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, που σηματοδότησε την αυγή μιας εποχής μη συμβατικών εργαλείων ρευστότητας – και τελικά ποσοτικής χαλάρωσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσπαθεί να ανανεώσει τις ροές που συνδέουν την ΕΚΤ με τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Οι αξιωματούχοι δεν μπορούν να γυρίσουν το ρολόι πίσω και απλώς να αναδημιουργήσουν το σύστημα της χρηματαγοράς του παρελθόντος.
Ωστόσο, χωρίς αναθεώρηση, η απελευθέρωση από την ΕΚΤ των ομολογιακών διαθεσίμων και των μακροπρόθεσμων δανείων συνολικού ύψους 5,3 τρισεκατομμυρίων ευρώ (5,6 τρισεκατομμύρια δολάρια) θα μπορούσε τελικά να προκαλέσει στρέβλωση στους μηχανισμούς νομισματικής πολιτικής που χρησιμοποιεί για την καταπολέμηση του πληθωρισμού.
Όπως υπογραμμίζει σε ανάλυσή του το Bloomberg, οι λύσεις που επιχειρούν άλλες κεντρικές τράπεζες προσφέρουν κάποια έμπνευση, αλλά δεν υπάρχει απλό πρότυπο. Έτσι, τα στελέχη της ΕΚΤ, έχοντας λάβει μια στενή απόφαση τον Σεπτέμβριο να αυξήσουν ξανά τα επιτόκια, πρέπει να σκεφτούν σοβαρά τη λειτουργία του νομισματικού τους πλαισίου.
«Αυτό δεν είναι ένα ασήμαντο ζήτημα», είπε η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον περασμένο μήνα.
Στόχος είναι να διαμορφωθεί το πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο θα επανεξεταστεί η σύνδεση της ΕΚΤ με το χρηματοπιστωτικό σύστημα και κατ’ επέκταση με την ίδια την οικονομία.
Η Λαγκάρντ έχει υποσχεθεί αποτελέσματα στις αρχές του 2024.
Ισολογισμός
Σύμφωνα με το Bloomberg, βασική προτεραιότητα των αξιωματούχων είναι η συρρίκνωση ενός ισολογισμού που έχει διογκωθεί τα χρόνια μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση το 2008, μια διαδικασία που θα βοηθήσει στη νομισματική σύσφιγξη και θα δημιουργήσει χώρο για πιθανές αγορές σε περίπτωση μελλοντικών κρίσεων.
Αλλά η μείωση του ισολογισμού σημαίνει ουσιαστικά απογαλακτισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος από την άφθονη ρευστότητα της κεντρικής τράπεζας. Αυτό δεν είναι εύκολο, γιατί είναι αυτό που έχουν συνηθίσει οι θεσμοί.
Τροφοδοσία των τραπεζών
Όταν η ΕΚΤ άρχισε να προσφέρει απεριόριστη ρευστότητα σε όλες τις τράπεζες το 2008, αυτή ήταν η αρχή του τέλους σε έναν κόσμο όπου δάνειζαν χρήματα ο ένας στον άλλο αντί να στηρίζονται στην κεντρική τράπεζα και όπου οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έλεγχαν αυστηρά την ποσότητα χρημάτων στο σύστημα. Οι μεγάλες αγορές ομολόγων στη συνέχεια έκλεισαν οριστικά αυτό το σύστημα.
Τελικά, πολλοί αξιωματούχοι ονειρεύονται να αναδημιουργήσουν το περιβάλλον που υπήρχε πριν από την κρίση, αν και ανησυχούν επίσης ότι τα ιδρύματα μπορεί να έχουν χάσει την τεχνογνωσία για να λειτουργήσουν σε αυτό.
Σύμφωνα με έγγραφο της ΕΚΤ, εκτιμάται ότι οι τράπεζες θα χρειάζονταν αποθέματα περίπου 1,4 τρισεκατομμυρίων ευρώ για να διατηρήσουν το σύστημα σε λειτουργία. Το Bloomberg Economics κρίνει ότι η νομισματική βάση θα πρέπει να είναι μεταξύ 1,8 τρισεκατομμυρίων ευρώ και 2 τρισεκατομμυρίων ευρώ.
Εργασία σε εξέλιξη
Ό,τι κι αν αποφασίσουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ, η αντίστροφη μέτρηση φαίνεται ότι έχει αρχίσει. Από τα 4,8 τρισεκατομμύρια ευρώ σε ομόλογα της ΕΚΤ, περίπου 333 δισεκατομμύρια ευρώ – περίπου το 7% – θα αποσυρθούν από τον ισολογισμό μέχρι τον επόμενο Σεπτέμβριο. Άλλα 491 δισ. ευρώ στοχευμένων μακροπρόθεσμων δανείων θα λήξουν μέχρι το τέλος του 2024.
Το ραντεβού στην Αθήνα
Κατά τη λοιπά, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνεδριάζει την ερχόμενη Πέμπτη στην Αθήνα, και -σύμφωνα με την πλειοψηφία των αναλυτών, αναμένεται να σταματήσει την πιο επιθετική σειρά αύξησης των επιτοκίων στην ιστορία της.
Ωστόσο, με τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη να τρέχει στο διπλάσιο του στόχου και τη σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς να ανεβάζει τις τιμές της ενέργειας, η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ αναμένεται να καταστήσει σαφές ότι τα επιτόκια είναι πιθανό να παραμείνουν στο τρέχον επίπεδό τους ή και να αυξηθούν περαιτέρω για κάποιο χρονικό διάστημα.
Οι περισσότεροι επενδυτές, εξετάζοντας τη φετινή σχεδόν στασιμότητα της οικονομίας της ευρωζώνης και την πτωτική τροχιά του πληθωρισμού, θεωρούν ελάχιστες τις πιθανότητες περαιτέρω αύξησης των επιτοκίων της ευρωζώνης.
Ωστόσο, η ιδέα ότι τα ευρωεπιτόκια θα παραμείνουν υψηλότερα για περισσότερο από ό,τι αναμενόταν νωρίτερα φέτος κερδίζει έδαφος, παρά τις ενδείξεις ότι η οικονομία της περιοχής εμφανίζεται στάσιμη.
Αντιδρώντας στη διψήφια αύξηση του κόστους ζωής των Ευρωπαίων, τη μεγαλύτερη εδώ και μια γενιά, η ΕΚΤ αύξησε το κόστος δανεισμού σε 10 διαδοχικές συνεδριάσεις, ανεβάζοντας το βασικό επιτόκιο καταθέσεων από το ιστορικό χαμηλό του μείον 0,5% στο υψηλό ρεκόρ του 4%.
Ωστόσο, οι αξιωματούχοι παραμένουν επιφυλακτικοί σχετικά με το πόσος καιρός θα χρειαστεί για να ολοκληρώσουν το «τελευταίο μίλι» του ταξιδιού τους για να επιστρέψουν τον πληθωρισμό στο στόχο τους του 2%.
Η Λαγκάρντ είπε αυτόν τον μήνα ότι οι πιέσεις στις τιμές παραμένουν «ανεπιθύμητα υψηλές», παρά το γεγονός ότι έπεσαν σε χαμηλό σχεδόν δύο ετών, 4,3% τον περασμένο μήνα.
Η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή
Ωστόσο, η σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς αλλάζει τα δεδομένα και εγείρει φόβους ότι η διεύρυνση της κρίσης στη Μέση Ανατολή μπορεί να πυροδοτήσει νέες πληθωριστικές πιέσεις.
«Οι επιθέσεις στο Ισραήλ και οι πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά πετρελαίου, θέτουν έναν νέο ανοδικό κίνδυνο για τον πληθωρισμό», δήλωσε στους Financial Times, ο Ντιρκ Σουμάχερ, πρώην οικονομολόγος της ΕΚΤ που βρίσκεται τώρα στη γαλλική τράπεζα Natixis. «Ταυτόχρονα, οι καθοδικοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη έχουν επίσης αυξηθεί, περιπλέκοντας περαιτέρω την εικόνα για την ΕΚΤ».
Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος είναι ένα από τα 26 μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, είπε πρόσφατα στους Financial Times ότι θα πρέπει να αποφευχθεί μια «σπασμωδική αντίδραση» στο άλμα των τιμών της ενέργειας που προκλήθηκε από τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φιλίπ Λέιν, υποβάθμισε επίσης τους φόβους, λέγοντας ότι το υψηλότερο κόστος δανεισμού θα πρέπει να αποτρέψει τις υψηλότερες τιμές από το να προκαλέσουν ευρύτερη άνοδο των τιμών καταναλωτή. «Όταν τα επιτόκια είναι περιοριστικά, τότε η ικανότητα των επιχειρήσεων να μετακυλίουν αυτές τις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας στις τιμές καταναλωτή είναι μικρότερη», υπογράμμισε ο Λέιν στην ολλανδική εφημερίδα Het Financieele Dagblad.
Επανεπένδυση ομολόγων
Οι κεντρικοί τραπεζίτες αναμένεται επίσης να συζητήσουν το ενδεχόμενο αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής μέσω του ισολογισμού τους.
Είναι προς συζήτηση αν θα σταματήσει η επανεπένδυση των εσόδων ενός χαρτοφυλακίου 1,7 τρισεκατομμυρίων ευρώ, που αγοράστηκε ως απάντηση στην πανδημία, νωρίτερα από το αναμενόμενο.
Ωστόσο, το πρόσφατο ξεπούλημα στις αγορές ομολόγων, το οποίο οδήγησε το κόστος δανεισμού του δημοσίου στα υψηλότερα επίπεδά του εδώ και μια δεκαετία, έχει κάνει κάποιους να ανησυχούν για τη συρρίκνωση του ισολογισμού.
Το κόστος δανεισμού της Ιταλίας έχει ήδη αυξηθεί περισσότερο από αυτό της Γερμανίας λόγω ανησυχιών για το διογκούμενο δημοσιονομικό έλλειμμα της Ρώμης.
«Δεδομένης της αύξησης των μακροπρόθεσμων αποδόσεων – με 10ετείς ιταλικές αποδόσεις γύρω στο 5 τοις εκατό και πρόσθετους δημοσιονομικούς κινδύνους – αναμένουμε από την ΕΚΤ να κινηθεί προσεκτικά», υποστήριξε ο Sven Jari Stehn, οικονομολόγος της Goldman Sachs.
Ορισμένα μέλη του συμβουλίου της ΕΚΤ πιέζουν επίσης να περικόψει τους τόκους που πληρώνει στις εμπορικές τράπεζες. Οι ρυθμιστές των επιτοκίων θα το έκαναν αυξάνοντας το ελάχιστο ποσό αποθεματικών που χρειάζεται ο κλάδος για να σταθμεύσει στην κεντρική τράπεζα, από τα οποία οι δανειστές δεν κερδίζουν τίποτα.
Η ιδέα είναι αμφιλεγόμενη καθώς φαίνεται ότι έχει σχεδιαστεί κυρίως για να μειώσει τις βαριές απώλειες που σημειώνουν ορισμένες εθνικές κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης αντί να συμβάλλουν στην καταπολέμηση του πληθωρισμού.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις