Στις σκέψεις που ακολουθούν θα έπρεπε να προηγηθεί ένας ορισμός του όρου πολιτισμός. Παρόμοιος ορισμός ωστόσο —κοινά αποδεκτός— δεν φαίνεται να υπάρχει. Αυτό διευκολύνει τη διατύπωση μιας τολμηρής απόψεως: Πολιτισμός είναι μια πρόταση προς το μέλλον. Πρόταση, δηλαδή, που διαθέτει το στοιχείο της διάρκειας, την ποιότητα να υπερβεί το εφήμερο. Μια τέτοια πρόταση προς το μέλλον μπορεί να εκπορεύεται από το παρόν ή το παρελθόν — αυτό και συνιστά το σύνθετο ενός πολιτιστικού φαινομένου. Η ενδημική μας σύγχυση περί τα πολιτιστικά, που οδηγεί σε μια πληθώρα πολιτιστικών εκδηλώσεων, ενώ δρων πολιτισμός δεν υπάρχει, οφείλεται στην αδυναμία κατανοήσεως αυτής της βασικής προτάσεως. Αξίζει συνεπώς να επιχειρηθούν, με τρόπο υπαινικτικό, κάποιες επισημάνσεις γύρω από το θέμα.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.1.1994, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Υπαινιγμός πρώτος, η ανακάλυψη του παρελθόντος

Αν η Ελλάδα σε πληγώνει, είτε ταξιδεύεις είτε όχι, είναι επειδή το παρελθόν της δεν αναπνέει. Το παρελθόν της —μια μορφή γλώσσας, το νεοκλασικό κτίριο, ένα ομηρικό τοπίο— αλλοιώνεται διαρκώς ή έχει ήδη αφανισθεί. Τούτο όμως, ενώ προκαλεί τον μόνιμο θρήνο των διανοουμένων και των ευαισθήτων ανθρώπων, είναι μόνο η επιφάνεια του προβλήματος. Το πραγματικό πρόβλημα έγκειται στο ότι το παρόν που κτίζεται στα ερείπια του παρελθόντος, μήτε δική του ζωή έχει, μήτε συνήθως αισθητική. Θα έλεγα μάλιστα ότι ο θρήνος για τα όσα χάνονται, αφού σπανίως συνοδεύεται από την οργή για όσα γίνονται, μάλλον ενεργεί προς όφελος του Κακού. Ενεργεί, όπως είναι η κακόηχη λέξη του συρμού, αποπροσανατολιστικά. Εν γνώσει τού ότι είναι βέβηλη, θα διατυπώσω την άποψη ότι θα ήταν προτιμότερο να χαθούν κάποια νεοκλασικά ή παραδοσιακά κτίρια, αν η χώρα εξασφάλιζε περισσότερη αρχιτεκτονική από έναν Κωνσταντινίδη, τους Αντωνακάκηδες, τον Στυλιανίδη, τους ανώνυμους μάστορες της πέτρας και του ξύλου.

Μέχρι τώρα πάντως το παρελθόν ανακαλύπτεται απλώς, ενώ σπάνια διδάσκει. Η ανακάλυψη του παρελθόντος είναι νοητική, και μάλιστα με περιοδικά κύματα εξάρσεων. Σε μόνιμη βάση ο αρχαίος λόγος, άλλοτε η αρχιτεκτονική των νησιών, πρόσφατα η παράδοση της Ορθοδοξίας. Ανακαλύπτεται αλλά σπάνια ζει, δηλαδή σπάνια αφομοιώνεται. Το «Άξιον Εστί» του Θεοδωράκη και του Ελύτη είναι ένα πολιτιστικό γεγονός, επειδή δεν ανακαλύπτει αλλά συνθέτει. Διαλέγεται με άνεση τόσο με τον παρόντα χώρο όσο και με το παρελθόν του.


Υπαινιγμός δεύτερος, το σύνδρομο της αυταρέσκειας

Ως λαός είμαστε απειλούμενοι. Είτε στην πραγματικότητα, είτε επειδή μας υποβάλλουν την ιδέα. Αυτό και η ενδημική δημαγωγία —περί της Ελλάδος, του πολιτισμού της και του ρόλου της— οδηγούν σε μια μόνιμη ομφαλοσκόπηση. Σε κάποιες περιπτώσεις, η ομφαλοσκόπηση αυτή παράγει έργα αυθεντικής πολιτιστικής αξίας. Παράδειγμα, τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη ή η μουσική διαδρομή του Μάνου Χατζιδάκι. Στη μεγάλη πλειοψηφία της, ωστόσο, η ομφαλοσκόπηση αυτή συγχέει τον πολιτισμό με τα τοπικά ήθη και έθιμα. Κι ενώ σ’ ένα βαθμό έχουμε αποφύγει τον κίνδυνο της ηθογραφίας, εκδηλώνουμε μια επικίνδυνη τάση να ανάγουμε σε παγκόσμια αξία απλές λεπτομέρειες της πολιτιστικής μας παράδοσης. Το φαινόμενο συνιστά ένα είδος επαρχιωτισμού, που εύκολα οδηγεί σε φαύλους κύκλους. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, παρά να ανησυχεί κανείς όταν οι τηλεοπτικοί σταθμοί καταγγέλλονται κατά καιρούς, όχι για να καλυτερεύσουν τα προγράμματά τους, αλλά για να τα «ελληνοποιήσουν». Μόνιμο δε αίτημα των λεγομένων πολιτιστικών φορέων, που αφθονούν ανά την επικράτεια, είναι η ενίσχυση των «ντόπιων» δημιουργικών δυνάμεων, που συνήθως ελάχιστη σχέση με τη δημιουργία έχουν. Ελπίζει μάλιστα ο υπογράφων ότι οι προθέσεις των νυν υπευθύνων, για τη δημιουργία ενός δικτύου πραγματικού πολιτισμού στη χώρα, θα γίνουν πράξη. Ας μη λησμονείται ότι η δημοτική μουσική της Κρήτης ή της Ηπείρου είναι σπουδαίες, αλλά ο Μότσαρτ παραμένει Μότσαρτ, ο Σκαλκώτας αγνοήθηκε και ο Ξενάκης ζει στο Παρίσι. Ο πραγματικός πάντως πολιτισμός εκτίθεται, δηλαδή επιζητεί τη σύγκριση. Ότι η ελληνική ποίηση ή οι ταινίες του Αγγελόπουλου διακρίνονται στον ευρωπαϊκό χώρο αποτελεί γεγονός άξιο να υπογραμμισθεί. Ότι ο ελληνικός πολιτισμός όμως, στο σύνολό του, ελάχιστη παρουσία έχει στον σημερινό κόσμο δείχνει πού μας οδήγησε εκτός από άλλα μια βολική περιχαράκωση περί ένα μίζερο εαυτό. Να σημειωθεί ότι η περιχαράκωση αυτή δεν εμπόδισε —ίσα ίσα βοήθησε— τη μίμηση κάθε δείγματος πολιτιστικής υποαναπτύξεως των «αναπτυγμένων» κρατών: είτε με την τηλεόραση είχε αυτό να κάνει, είτε με την αισθητική, ακόμα όμως και με τον τρόπο ή τους τρόπους που ζούμε και εκφραζόμαστε.


Υπαινιγμός τρίτος, η πολιτική παράδοση

Σε περιόδους καταστολής και βίας, η παράταξη που συνηθίζουμε να αποκαλούμε Αριστερά υπήρξε ο κύριος πολιτιστικός φορέας. Συντήρησε αλλά και άνοιξε δρόμους. Αν σε πολλά πράγματα ελέγχεται για τη μυωπία ή και τα κριτήριά της, είχε συχνά το ελαφρυντικό της ιδεολογικής άμυνας απέναντι σε έναν ισχυρό αντίπαλο. Η έννοια της στρατευμένης τέχνης, που σήμερα ηχεί παρωχημένη, διέθετε στην εποχή της μια πειστική δικαιολόγηση.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι μετά τις πρόσφατες δεκαετίες δημοκρατικής ζωής η Αριστερά εμφανίζεται —ως προς τα θέματα του πολιτισμού, επίσης— αμήχανη, με τετριμμένες τις προτάσεις και τις ιδέες της. Χωρίς μάλιστα να το αντιλαμβάνεται, συχνά ανακλά την παρακμή του κόσμου που υποτίθεται ότι αρνείται: την υπερτροφική ανάγκη της προβολής, τη σύγχυση της δημοσιογραφίας με την Ιστορία, τον φόβο του πολιτικού κόστους. Κι ενώ πρέπει πάντοτε να αναγνωρίζεται ότι η παράταξη αυτή, και σαν άνθρωποι και σαν ματιά προς τον κόσμο, διαθέτει μια ιδιαίτερη ευαισθησία στα θέματα του πολιτισμού, το ίδιο το υπαρξιακό της πρόβλημα καθιστά αυτήν την ευαισθησία περιορισμένου βεληνεκούς. Έτσι, ο χώρος του πολιτισμού είναι σήμερα από τη μια κενός ουσιαστικού πολιτικού λόγου, από την άλλη έμφορτος από πλαστές αξίες. Πέρα από τα πληκτικά αναμασήματα της προεκλογικής περιόδου, ελάχιστα υπάρχει, ο χώρος αυτός, ως πολιτική άποψη. Διότι δεν συνιστά πολιτισμό η αύξηση των κονδυλίων του στον προϋπολογισμό της χώρας, ούτε τα όσα λέγονται κατά τις ευκαιρίες εγκαινίων — και, φοβούμαι, κατά τις κηδείες των μοναχικών της τέχνης. Ένα μεγάλο μέρος άλλωστε των διανοουμένων αυτοκαταργείται σήμερα σε θέσεις εξουσίας, στις οποίες περιλαμβάνονται κι αυτές των μέσων ενημέρωσης. Καθώς λοιπόν η Αριστερά και οι διανοούμενοι εκλείπουν ως παράδοση και ως ήθος, αφήνουν πίσω τους όχι απλώς το τοπίο γυμνό —πράγμα που θα είχε επιτέλους τη δική του ομορφιά— αλλά διάσπαρτο από πλαστικές απομιμήσεις.


Υπαινιγμός τέταρτος, ο πολιτισμός της καθημερινότητας

Οι πολιτιστικές αξίες τότε και μόνον αποκτούν διάρκεια, εφόσον είναι πανταχού παρούσες. Αλλιώς αφήνουν εντυπώσεις, αλλά όχι ήθος. Η αρχιτεκτονική των κτιρίων, η γλώσσα και το τραγούδι της γλώσσας, η αισθητική μιας διαφημίσεως ή μια εκπομπή από το ραδιόφωνο είναι, με το δικό τους μέτρο, επίσης πολιτιστικές εκφράσεις. Στο σύνολό τους, εξίσου σημαντικές με την ύπαρξη μιας συμφωνικής ορχήστρας ή ενός μνημείου. Ο πολιτισμός της καθημερινότητας είναι και πάλι μια πρόταση προς το μέλλον, που αγκαλιάζει ωστόσο το παρόν.

Ότι ο πολιτισμός αυτός της καθημερινότητας —με άλλα λόγια, η ποιότητα ζωής— ασφυκτιά στη σημερινή Ελλάδα, δίκαια προκαλεί την αγωνία σε όσους έχουν ακόμα τα μάτια ή την ψυχή ανοικτή. Η κακογουστιά, η αισθητική και η άλλη, που διαπερνά τη χώρα μήτε μέτρο μήτε τέλος φαίνεται να έχει. Ως απειλητικός ιστός καλύπτει τη ζωή και τις στιγμές μας με την πολλαπλή του, ύπουλη παρουσία. Είναι το σύμπτωμα μιας βαθύτατης κρίσεως, που δεν έχει καν την ομορφιά της παρακμής. Από εκείνη την εκπομπή τηλεοράσεως με τους κινούμενους στόχους και τους ακίνητους ανθρώπους έως την πολυκατοικία με τα φτηνά μπαλκόνια. Από την κυριαρχία της λογικής του νυκτερινού κέντρου έως την καταστροφή μιας παραλίας, έως τη συνέντευξη με τον καλλιτέχνη του συρμού, έως την ταύτιση της Παιδείας με τα πιστοποιητικά της. Σαν να μην έφθαναν, μάλιστα, τα δικά μας επιτεύγματα φροντίζουμε από το προπύργιο του σημερινού πολιτισμού —την Αμερική— να εισάγουμε ό,τι χειρότερο παράγεται. Η καθημερινότητα της χώρας, μη έχοντας συνείδηση των όσων η ίδια είχε κάποτε κατακτήσει, έχει αφεθεί στο εύκολο και στη βαρβαρότητα μιας ζωής χωρίς τον έρωτα του καλού. Χωρίς τη φανερή ή μυστική γοητεία του έρωτα και του καλού.

Ένα συνοπτικό κείμενο, όπως το παρόν, δεν έχει άλλη δυνατότητα παρά να τελειώσει με χρησμούς. Υπάρχει η βάσιμη υποψία ότι όσο ανεβαίνει το εθνικό μας εισόδημα, τόσο μειώνεται το βιοτικό μας —με την έννοια του βίου, της ζωής— επίπεδο. Η μόνη απάντηση σ’ αυτήν την παράλογη προοπτική είναι περισσότερος πολιτισμός, δηλαδή περισσότερες προτάσεις προς το μέλλον.

*Κείμενο του Γιώργου Γραμματικάκη, που έφερε τον τίτλο «Τι είναι, τελικά, ο πολιτισμός μας;» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 23 Ιανουαρίου 1994.

Ο Γιώργος Γραμματικάκης, διακεκριμένος φυσικός και ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Κρήτης (διετέλεσε πρύτανης αυτού κατά τα έτη 1990-1996), έφυγε σήμερα από τη ζωή, σε ηλικία 84 ετών.