Τζον Στάινμπεκ: Θάνατοι, προδοσίες και φαντάσματα…
Η θλιβερή ιστορία ενός «νεκρού» συγγραφέα
- Αίθριος ο καιρός την Πέμπτη, καταιγίδες από την Παρασκευή - Έρχονται «λευκά» Χριστούγεννα
- Τον απόλυτο εφιάλτη έζησε μαθητής από την Πάτρα σε πενθήμερη - Του έδωσαν ποτό με ούρα και τον χτύπησαν
- «Τουλάχιστον 100 Βορειοκορεάτες στρατιωτικοί σκοτώθηκαν σε μάχες στο Κουρσκ»
- Νεκρός ανασύρθηκε από τα συντρίμμια γάλλος υπήκοος στο Βανουάτου μετά τον σεισμό των 7,3 Ρίχτερ
Θα διηγηθούμε τη θλιβερή ιστορία ενός «νεκρού» συγγραφέα. Δεν έχει θρόνους, πανοπλίες και φαρμάκια, στρατούς, κάστρα και κονταροχτυπήματα — σαν τις «θλιμμένες ιστορίες των νεκρών βασιλιάδων» που διηγιέται ο Ριχάρδος Β’. Μα, και χωρίς αυτά, είναι λυπητερή κι αξιοθρήνητη. Γιατί έχει κι αυτή, όπως του Ριχάρδου οι ιστορίες, θανάτους, προδοσίες και φαντάσματα…
Ήτανε μια φορά, λοιπόν, ένα αγόρι πούχε γεννηθή σ’ ένα χωριό της Καλιφόρνιας, Σαλίνας τόλεγαν. Αγαπούσε το χωριό του μα ήθελε να φύγη μακριά του, αγαπούσε τους ανθρώπους του μα ήθελε να φύγη πέρα τους. Οι μακρινές αποστάσεις τον καλούσαν, το άγνωστο τον μαγνήτιζε, διψούσε νάβρη μέσα στο χώρο και στο χρόνο μια πηγή για τη δίψα της ζωής που τον τυραννούσε. Πήρε το δισάκι του, πήρε το ψηλό βαρύ κορμί του, κι ανοίχτηκε στους ορίζοντες του αγνώστου. Δούλεψε σ’ ένα εργοστάσιο, πέρασε απ’ ένα Πανεπιστήμιο, μπάρκαρε σ’ ένα φορτηγό για τις ανατολικές θάλασσες, πήγε στη μεγάλη πολιτεία, τη Νέα Υόρκη, έκανε χίλιες δυο δουλειές και τέχνες για το μεροκάματο, μα ο πυρετός δεν έσβηνε.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 5.2.1967, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ξαναγυρνάει στην Καλιφόρνια, βρίσκει μια θέση φύλακα ενός ερημικού σπιτιού, στον όχθο μιας λίμνης, στη Σιέρρα Νεβάδα. Η μοναξιά μέσα στην έρημο τού φαίνεται πιο απαλή απ’ τη μοναξιά ανάμεσα στους ανθρώπους. Αλλά οι άνθρωποι δεν τον αφήνουν. Γυρίζουν και ξαναγυρίζουν κοντά του — μνήμες, εικόνες, πείρες, που έζησε στην παιδική του γειτονιά, στις άξενες θάλασσες, στις εχθρικές πολιτείες. Και, σαν για να τις ξορκίση, αρχίζει να γράφη. Γράφει ιστορίες που είδε κι άκουσε, γράφει γι’ ανθρώπους που έζησε και γνώρισε, γράφει ένα, δυο, τρία βιβλία, τα σκίζει, τα πετάει. Το τέταρτο, το «Χρυσό κύπελλο», δημοσιεύεται. Το έβδομο τού φέρνει εκείνο που δεν πρόσμενε: τη δόξα.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 5.2.1967, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
«Η Κοιλάδα της Τορτίλλα» τόλεγαν, και το αγόρι ήτανε άντρας πια, 33 χρονών. Μα η επιτυχία δεν τον άλλαξε. Βρίσκει έν’ άλλο χτήμα, χαμένο μες στους λόφους του Σαν Φραντσίσκο, και πάει εκεί να κρύψη το φόβο και την αγάπη του για τον κόσμο. Και γράφει ολοένα, γράφει για τους άντρες και τις γυναίκες του τόπου του, για τους απόκληρους που γεννιούνται και πεθαίνουν σαν φυτά στην κοπριά, γι’ αυτούς τους «ανθρώπους» που ζούνε σαν «ποντίκια», προσπαθώντας να κλέψουν ένα κομμάτι ζωή και προσμένοντας το δόκανο που θα τους αρπάξη, το ρόπαλο που θα τους τσακίση.
Και το χρόνο ίσα-ίσα που ξεσπάει ο μεγάλος πόλεμος στην Ευρώπη, γράφει το δέκατο βιβλίο του, τα «Σταφύλια της οργής». Δεν ήταν πια μια «ηθογραφία» των προλετάριων, αλλά μια εποποιία. Μια οδυνηρή εποποιία χωρίς «ήρωες», η εποποιία των παριών της Κεντρικής Αμερικής, που οι ουρανοί με την οργή τους κι οι μηχανές με την απληστία τους τούς διώχνουν απ’ τη φρυγμένη γη των πατέρων τους και τους αναγκάζουν να πάρουν το δρόμο για τον «παράδεισο» της Δύσης, για την Καλιφόρνια. Καραβάνια ατέλειωτα και σκελεθρωμένα, που τα ενώνει και τα χωρίζει η πείνα κι η απόγνωση, η νοσταλγία του παρατημένου σπιτιού κι οι παγίδες της μετοικεσίας, η εχθρότητα των στοιχείων κι η αναλγησία των ανθρώπων… Μια εποποιία της απελπισίας, που γινόταν καφτερό σίδερο στο απαλό δέρμα μιας καλοζωισμένης κοινωνίας και που ο λυρικός ρεαλισμός της έδινε στο συγγραφέα το δικαίωμα για τον τίτλο του «μεγάλου».
Για το βιβλίο αυτό, προπάντων, ο ερημίτης του «Λος Γκάτος» πήρε το Νόμπελ του 1962. Από τότε, από τη βράβευσή του, δεν είχε σχεδόν ακουστή. Και ξαφνικά, πριν λίγες βδομάδες, ο άνθρωπος απ’ το Σαλίνας ξανάκανε την εμφάνισή του. Αυτή τη φορά ντυμένος στο χακί, μ’ ένα κράνος στο κεφάλι, μ’ ένα όπλο στο χέρι. Στα 65 του χρόνια ξανάγινε ρεπόρτερ και πέταξε στο Βιετνάμ. Πέταξε, για να «γυρέψη την αλήθεια». Κι οι ανταποκρίσεις του δημοσιεύονται σε μεγάλες εφημερίδες, σαν «επιστολές» σε μια νεαρή Αμερικανίδα, την Αλίσια.
Να ποια είναι η «αλήθεια» του Τζων Στάινμπεκ στην «Αλίσια»:
«Αγαπητή Αλίσια, οι Βιετκόνγκ είναι γιοι πόρνης».
«Αγαπητή Αλίσια, αν συναντήσης κανέναν οπαδό της ειρήνης στις ΗΠΑ, δώσ’ του μια γροθιά στα μούτρα από μέρους μου».
«Αγαπητή Αλίσια, τα χέρια των αεροπόρων μας (: που βομβαρδίζουν τα βιετναμέζικα χωριά) έχουν την ντελικάτη δεξιοτεχνία του Πάμπλο Καζάλς».
«Αγαπητή Αλίσια, είμαι γεμάτος χαρά βλέποντάς τα όλ’ αυτά (: τους βομβαρδισμούς κ.λπ.), συγχώρεσέ με που παρασύρομαι απ’ την έκσταση, αλλά έπρεπε να σ’ το πω ειδεμή θάσκαγα».
«Αγαπητή Αλίσια, πρέπει νάναι ηλίθιος εκείνος που εμποδίζεται απ’ τη συνείδησή του να σκοτώνη ανθρώπους».
Δεν έχουμε, αλίμονο, το «θείο χάρισμα» να γράψουμε ένα «Ρέκβιεμ στη μνήμη ενός μεγάλου συγγραφέα».
Αλλά το «Ρέκβιεμ» για τον Στάινμπεκ τόχουν γράψει οι ίδιοι οι συμπατριώτες του. Οι εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες του που διαμαρτύρονται, καταδικάζουν και λιθοβολούν τον «βρώμικο πόλεμο» του Βιετνάμ…
… οι συμπατριώτες του, που παρομοιάζουν τον Πρόεδρο Τζόνσον με τον Γεώργιο Γ’ — τον βασιλιά της Αγγλίας που οι σκαπανείς της αμερικάνικης Δημοκρατίας τον κατάγγελναν στα 1776 ότι «κουβάλησε στρατιές μισθοφόρων για να δολοφονήση, να εξολοθρεύση και να υποδουλώση τους αποίκους»…
… οι συμπατριώτες του, που κατηγορούν τον Τζόνσον πως «ενώ υποκρίνεται ότι υπερασπίζεται την ελευθερία», συνεχίζει τη «σφαγή ενός λαού» και υποστηρίζει «ένα δικτάτορα που έχει για ίνδαλμά του τον Χίτλερ»…
… οι συμπατριώτες του, που φωνάζουν ότι «τα εκατομμύρια δολλάρια που πετάμε στο Βιετνάμ ρουφιούνται από μια κυβέρνηση ανίκανων και διεφθαρμένων μανδαρίνων, που αποτελεί μιαν απ’ τις πιο σιχαμερές ολιγαρχίες του κόσμου» (Σημ.: Η αμερικάνικη «βοήθεια» έχει, φαίνεται, παντού τους ίδιους αποδέκτες και στηρίζει τους ίδιους πρόμαχους της Δημοκρατίας!)
Το «Ρέκβιεμ» όμως για τον Στάινμπεκ τόχει συνθέσει, από καιρούς, ο ίδιος — όταν έπλαθε τα έργα και τα πρόσωπα που σήμερα προδίνει…
… όταν έκανε ιλαρόδραμα ή έπος τη μοίρα των κατατρεγμένων, που οι μεγαλοχτηματίες κι οι σερίφηδες τούς πυροβολούσαν και τους έβριζαν «γιους της πόρνης» — ίδια όπως τώρα αυτός ονομάζει τους Βιετκόνγκ…
… όταν δεν μυκτήριζε την αντίσταση στους εισβολείς, αλλά την υμνούσε στο βιβλίο του «Το φεγγάρι βασίλεψε», όπου μια πόλη όρθωνε απέναντι στο Γερμανό κατακτητή το θάρρος της κι άρπαζε τα όπλα για να κρατήση την ελευθερία της…
… όταν δεν σάρκαζε αυτούς που αρνιούνται να υποταχθούν στη βία, αλλά έγραφε πως «το ελεύθερο πνεύμα του ανθρώπου είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο» («Ανατολικά της Εδέμ», κεφ. 13)…
… όταν δεν θαύμαζε τα «ντελικάτα χέρια» των αεροπόρων του θανάτου, αλλά καταριόταν τα φονικά χέρια των χιτλερικών εκτελεστικών ορδών…
… όταν δεν χλεύαζε όσους «εμποδίζονται απ’ τη συνείδησή τους να σκοτώνουν», αλλά έλεγε πως «ο άνθρωπος διψάει για καλωσύνη και θέλει να τον αγαπούν» («Ανατολικά της Εδέμ», κεφ. 34)…
… όταν δεν «γρονθοκοπούσε» (μέσω τρίτου) τους «οπαδούς της ειρήνης», αλλά έγραφε το ένα βιβλίο μετά το άλλο, για να ευαγγελισθή συμπόνοια, ειρήνη κι ευδοκία στους βασανισμένους.
Κάτω εκεί, σε μια στρατιωτική σκηνή (ή σ’ ένα καλοβολεμένο στρατηγείο) του Βιετνάμ, ο Στάινμπεκ μηρυκάζει τώρα τη «χαρά» και την «έκστασή» του για την «αλήθεια» που είδε. Μα αν έχη μείνει λίγη ακόμα «ηλίθια συνείδηση» μέσα του, ο ύπνος του θα στοιχειώνεται απ’ την οικογένεια Τζόουντ των «Σταφυλιών της οργής», απ’ τους πολίτες του «Φεγγαριού», απ’ τον Τζωρτζ και τον Λέννι τού «Άνθρωποι και ποντίκια», απ’ όλους εκείνους τους «ταπεινούς» των βιβλίων της νιότης του. Και τα φαντάσματά τους θα ταράζουν τη «μακάρια ευτυχία» τού κάποτε πλάστη κι αδερφού τους — που κατάντησε τώρα πολεμόχαρος, αιμοβόρος υμνητής του μίσους και του θανάτου, όσο κανένας πολεμοκάπηλος. Και θα του ψιθύριζαν (όπως στον Ριχάρδο Γ’ τα θύματά του) «Απελπίσου και πέθανε», αν ο Τζων Στάινμπεκ δεν ήταν πια νεκρός και σαν συγγραφέας και σαν άνθρωπος.
*Κείμενο του Μάριου Πλωρίτη για τον Τζον Στάινμπεκ, που έφερε τον τίτλο «Ρέκβιεμ για έναν (κάποτε) μεγάλο» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 5 Φεβρουαρίου 1967.
Ο τιμηθείς με Νομπέλ Λογοτεχνίας (25 Οκτωβρίου 1962) αμερικανός συγγραφέας Τζον Στάινμπεκ (John Ernst Steinbeck) γεννήθηκε στο Σαλίνας Βάλεϋ της Καλιφόρνιας στις 27 Φεβρουαρίου 1902 και πέθανε στη Νέα Υόρκη στις 20 Δεκεμβρίου 1968.
Μεταξύ άλλων, έγραψε τη νουβέλα «Άνθρωποι και Ποντίκια» (1937) και το βραβευμένο με Πούλιτζερ μυθιστόρημα «Τα Σταφύλια της Οργής» (1939).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις