[…]

Πρέπει να πάψουμε να ονομάζουμε «Αρχαία Ελληνικά» την διδασκαλία αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων από μετάφραση. Δεν είναι ούτε σωστό ούτε έντιμο αυτό που γίνεται τώρα. Θα τολμούσαμε άραγε να γράφουμε στο πρόγραμμά μας ότι διδάσκουμε Αγγλικά, την ώρα που θα διδάσκαμε Σαίξπηρ ή D. H. Lawrence από νεοελληνική μετάφραση; Για να μπορούμε να λέμε ότι διδάσκουμε ΑΕ, πρέπει να διδάσκουμε την ΑΕ γλώσσα και όχι να προσφέρουμε την αρχαιοελληνική γραμματεία σε νεοελληνική γλωσσική μορφή, αγνοώντας τελείως την αρχαιοελληνική γλωσσική μορφή, δηλ. την ΑΕ γλώσσα. Ας σημειώσουμε ακόμα και το αναμφισβήτητο γεγονός ότι και ο Όμηρος και ο Ηρόδοτος και ο Πίνδαρος και όλοι οι άλλοι συγγραφείς, ποιητές και πεζογράφοι, αρχαιότεροι και νεότεροι, αττικογράφοι και διαλεκτικοί, όλοι μεταφράζονται αναγκαστικά στην ίδια νεοελληνική γλώσσα της εποχής μας, συμβατικήν και ενιαία, που δεν έχει σκοπόν να είναι πάντα και λογοτεχνική. Και αν αυτό συμβή καμιάν φορά, δεν θα ανήκη στον λογοτεχνικό τρόπο του Ομήρου, του Ηροδότου, του Πινδάρου.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 26.7.1987, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Τα ΑΕ αποτελούν μιαν ξεχωριστή γλωσσική μορφή, που δεν έχει σχέση με την νεοελληνική μας γλωσσική μορφή παρά μονάχα σε όσες συνάφειες μπορούν να διαπιστωθούν από την παράλληλη γνώση και διδασκαλία των δύο μορφών, από την επισήμανση των κληρονομημένων ομοιοτήτων και διαφορών στην Γραμματική, δηλ. την μορφολογία, την σύνταξη και το λεξιλόγιο, από την επιβίωση ή τον θάνατο ορισμένων τύπων (εγκλίσεων, πτώσεων, ευκτικής, δοτικής, δυϊκού, απαρεμφάτου κ.λπ.). Δεν διδάσκουμε επομένως ΑΕ μέσω των νεοελληνικών μεταφράσεων στο τριτάξιο Γυμνάσιο, όσον καιρό έχουμε εξορισμένην από αυτό την γλωσσική τους μορφή. Αυτό που διδάσκουμε είναι ένα μέρος από την δημιουργία των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Το να λέμε ότι η ελληνική γλώσσα είναι ενιαία, όπως πιπιλίζουν για άλλους λόγους την φράση οι (κρυφο)καθαρευουσιάνοι, είναι σωστό, όσο περιορίζουμε το νόημα στην διαχρονική θεωρητική ενότητα, δεν είναι όμως σωστό, αν εξετάζουμε ξεχωριστά αρχαίες και νεότερες μορφές της, ακόμα και την Δημοτική και την Καθαρεύουσα. Οι Ευρωπαίοι κλασσικοί φιλόλογοι δεν δυσκολεύονται καθόλου στην κατανόηση νεοελληνικών κειμένων της Καθαρεύουσας, δυσκολεύονται όμως πολύ να καταλάβουν και φιλολογικές ακόμα μελέτες γραμμένες στην Δημοτική.


Δεν μπορούμε λοιπόν να θεωρούμε γλωσσικό μάθημα την διδασκαλία των ΑΕ από μετάφραση, όσον καιρό δεν γίνεται γλωσσική επεξεργασία αυτών των κειμένων. Το πολύ-πολύ, και στον βαθμό που μια μετάφραση μπορεί να προσεγγίζη το αρχαίο κείμενο, μπορούμε να λέμε ότι αποκτούμε μιαν γεύση για το πώς σκέφτονταν οι αρχαίοι Έλληνες, ποια προβλήματα τούς απασχολούσαν, σε ποιαν κοινωνική και οικονομική κατάσταση βρίσκονταν, όχι όμως και για το ποια ήταν η γλωσσική μορφή στην οποία έγραψε ο καθένας. Δεν μπορούμε επομένως να περιμένουμε από την διδασκαλία των μεταφράσεων καμιάν καλυτέρευση της γλωσσικής περιουσίας των μαθητών, ανώτερην από αυτήν που αποκτάται από το διάβασμα του οποιουδήποτε λογοτεχνικού ή άλλου νεοελληνικού κειμένου, για τον απλούστατο λόγο ότι η μετάφραση δεν είναι γλωσσικό μάθημα.


Ο Αγαπητός Τσοπανάκης

Δεν είναι δυνατό λοιπόν, ύστερα από όσα είπαμε, να περιμένουμε καλυτέρευση της γλωσσικής μας κατάστασης από την διδασκαλία των μεταφράσεων. Η λύση που μένει είναι να καταστήσουμε γλωσσικό, και μάλιστα κύριο, το μάθημα των Νέων Ελληνικών […]. Τα Νέα Ελληνικά διδάσκονται σαν λογοτεχνικό μάθημα, και όχι σαν γλωσσικό. Τα παιδιά διδάσκονται ποιήματα και λογοτεχνικά κείμενα και γράφουν εκθέσεις, δηλ. μικρά λογοτεχνικά κείμενα, γιατί η διδασκαλία των Νέων Ελληνικών προετοίμαζε πάντα και προετοιμάζει λογοτέχνες, όχι ανθρώπους που να ξέρουν τα στοιχεία της γλώσσας τους. Ούτε πώς προφέρονται τα γράμματα του αλφαβήτου δεν ξέρουν πια οι μαθητές μας, μα ούτε και οι μεγάλοι, πολλοί από τους οποίους μάλιστα είναι καισυμπαθητικοί κατά τα άλλα εκφωνητές στα μέσα ενημέρωσης και ανταποκριτές από ξένες πρωτεύουσες. Και το χάσμα ανάμεσα στις δύο στάσεις, την γλωσσική και την λογοτεχνική, είναι τόσο μεγάλο, που καταχωνιάζει όλες μας τις προσπάθειες. Η άγνοιά μας για την αξία της Γραμματικής, δηλ. μορφολογίας, σύνταξης και λεξιλογίου, σαν βασικών γλωσσικών γνώσεων και σαν αφάνταστα αποκαλυπτικών υπαρξιακών εμπειριών των προγόνων μας (όνομα, όνομα ουσιαστικόν, όνομα επίθετον, αντωνυμία, ρήμα, πτώσις, έγκλισις, παρατατικός, υπερσυντέλικος, απαρέμφατον, μετοχή κ.λπ.) είναι τόσο παχυλή και η επακόλουθη απέχθεια για το μάθημα (της Γραμματικής) τόσο εντοσθιακή, ώστε να μην ελπίζη κανείς καμιάν σωτηρία, αν δεν ξεκινήσουμε από αυτήν την βάση: την Γραμματική, με το μεγάλο της περιεχόμενο και την ύψιστη σημασία της.


Και επειδή τα ίδια πράγματα, και ειδικά το θέμα της Γραμματικής και το θέμα της συγκρότησης του λόγου ξαναγυρνούν με επιμονή, και κατά κάποιον τρόπο κληρονομικά, θα παραθέσω αυτό που είχα γράψει (σχετικά με το δεύτερο) στον Πρόλογο της πρώτης έκδοσης της Geschichte der griechischen Literatur (Ιστορίας της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας) του Albin Lesky: «Δεν υπάρχουν γλώσσες παρατακτικές ή υποτακτικές, μικροπερίοδες ή μακροπερίοδες· υπάρχουν συγγραφείς τέτοιοι ή τέτοιοι, και κάθε γλώσσα είναι μικροπερίοδη ή μακροπερίοδη, παρατακτική ή υποτακτική, ανάλογα με την καλλιέργειά της, αλλά κυρίως ανάλογα με την σύνθετη ή όχι σύλληψη και διατύπωση των γεγονότων και των σχέσεών τους μέσα στο μυαλό των συγγραφέων της». Μέσα σ’ αυτά τα συμφραζόμενα η διδασκαλία των ΑΕ από το πρωτότυπο μπορεί να αποτελέση ύψιστο γλωσσικό μάθημα, αν γίνη δυνατή η κατάλληλη προσφορά της γλωσσικής δομής και του εννοιολογικού πλούτου.

[…]


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 26.7.1987, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Δεν ξέρω αν επιχειρείται, και πόσο εύκολο θα ήταν αυτό για τους περισσότερους φιλολόγους, να συγκεφαλαιωθή η δομή ενός έργου, της Ιλιάδας π.χ., της Οδύσσειας ή της Ανάβασης του Κύρου, να προβληθούν τα στημονικά νήματα που συνέχουν την διήγηση ή το έργο, και να διαλεχτούν ύστερα τα σημεία που ξεχωρίζουν για την δραματικότητα και τις εντυπωσιακές περιγραφές τους, για την πρωτοτυπία τους, που έχουν όλα σχέση με τα στημονικά νήματα και τα διαφωτίζουν. Η δύσκολη αυτή εργασία είναι δυστυχώς η μόνη που μπορεί να οδηγήση τα παιδιά στην κατανόηση ενός έργου και η μόνη που μπορεί να τα κινήση στο να το γνωρίσουν καλύτερα, να το διαβάσουν ολόκληρο και να χαρούν μιαν εξαίρετη δημιουργία συλλαμβάνοντας μερικά από τα μυστικά της.

[…]


Η γλωσσική φτώχεια δεν θεραπεύεται με τις μεταφράσεις και δεν είναι αποκλειστικά νεοελληνικό φαινόμενο. Έχει σχέση με την έλλειψη γλωσσικής διδασκαλίας, και αυτή είναι δυνατή μόνο με την κατάλληλη διδασκαλία των Νέων Ελληνικών και των ΑΕ φυσικά, με την προϋπόθεση ότι θα στηρίζεται στην διδασκαλία της Γραμματικής. Αν μάλιστα γίνη δυνατό η διδασκαλία της νεοελληνικής Γραμματικής να αποτελέση την προβαθμίδα της διδασκαλίας της αρχαίας Γραμματικής κληροδοτώντας στην δεύτερη την υποχρέωση να συμπληρώση τα κενά της πρώτης (πτώσεις, χρόνους, εγκλίσεις, αντωνυμίες κ.λπ.), τότε και το μάθημα των ΑΕ στο Γυμνάσιο, όσο και αν είναι χρονικά περιορισμένο, θα διευκολυνθή πάρα πολύ και η γενική γλωσσική κατάσταση θα καλυτερέψη σημαντικά.


Η γλωσσική φάση που περνούμε σήμερα, όπως φαίνεται από τις εφημερίδες και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, προδίνει μιαν απίστευτη γλωσσική αναρχία, με σολοικισμούς και βαρβαρισμούς που προδίνουν αυτήν την έλλειψη γλωσσικής διδασκαλίας, στην οποία επέμεινα τόσο πολύ. […]

*Αποσπάσματα από επιφυλλίδα του αειμνήστου Αγαπητού Τσοπανάκη, που έφερε τον τίτλο «Η αποκατάσταση των Αρχαίων Ελληνικών» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 26 Ιουλίου 1987.

Διακεκριμένος πανεπιστημιακός καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και γλωσσολόγος, πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών το 1998, ο ροδίτης Αγαπητός Τσοπανάκης γεννήθηκε το 1908 και απεβίωσε στις 27 Οκτωβρίου 2005.