40 χρόνια «Γλυκιά Συμμορία» – «Μια μελέτη πάνω στο νέο πρόσωπο του παγκόσμιου φασισμού»
Οι τέσσερις ήρωες του Νίκου Νικολαΐδη διεκδικούν μια ζωή ελεύθερης σκέψης και έκφρασης, έξω από κοινωνικές συμβάσεις. Θα μπορούσε να είμαστε, εσείς, οι άλλοι.
Πριν χρόνια, έναν χειμώνα του 1968, εγώ ήμουν αγέννητη και η μαμά με τον μπαμπά νιόπαντροι και φουλ ιν λαβ. Η χούντα όμως ξερόβηχε γύρω τους και σκούπιζε στο μανίκι της την αρρωστιάρα μύξα της.
Στις δημόσιες υπηρεσίες οι τσάτσοι ανθούσαν και οι πληροφορίες περί πολιτικών φρονημάτων ήταν το μεγαλύτερο γκόσιπ της εποχής. Οι ζωές των άλλων ήταν ένα καλοστημένο ριάλιτι, το οποίο παιζόταν στα υπόγεια της Ασφάλειας.
Όλοι ήταν ήρωες στο Λάθος του Σαμαράκη. Οι μισοί ύποπτοι για πιθανή ανατροπή του καθεστώτος, οι άλλοι μισοί καταδότες/ χαφιέδες/ μυστικοί.
Τότε λοιπόν, κάθε μέρα, ένας τύπος, ψηλός σαν κυπαρίσσι, με μια μουστάκα-να και εκτόπισμα βουνού, στεκόταν στο μπακάλικο στη γωνία, απέναντι από το σπίτι μας και έκανε ότι χάζευε την κίνηση του δρόμου. Μια, δυο τρεις, δέκα, «δεν έρχεσαι φίλε πάνω να τα πούμε, να πιούμε και κανά ουίσκι;» τον κάλεσε ο πατέρας μου, πάντα γελαστός και έξω καρδιά.
Αυτός ανέβηκε, κάθισε στο βελούδινο σαλόνι, συστήθηκε, Ζαχαρία τον έλεγαν, ήπιε το ουίσκι του και τα ξεφούρνισε όλα: Ότι οι συνάδελφοι της μητέρας μου την είχαν βάλει στο μάτι γιατί διάβαζε το Βήμα και κατά πάσα πιθανότητα ήταν Παπανδρεϊκιά, ότι κάποιοι αστυνομικοί γείτονες είχαν το νου τους στον πατέρα μου γιατί δεν ήταν υπέρμαχος του συστήματος, άρα αυτομάτως ήταν αριστερός, ότι ακούγονταν κάποια πράγματα για αυτούς και για τα πιστεύω τους, μπλα, μπλα, μπλα.
«Πώς ήταν μυστικός αυτό το θεριό δε μπορώ να το καταλάβω» έλεγε η μητέρα μου για χρόνια και γελούσε. «Πίστευε δηλαδή ότι θα περάσει απαρατήρητος;».
Έτσι είχαν τα πράγματα τότε, όπως μου τα αφηγήθηκαν χρόνια μετά και θυμάμαι αυτό το περιστατικό κάθε φορά που βλέπω την ταινία «Γλυκιά Συμμορία» και ακούω ξανά την ατάκα του Αντρέα στον τύπο με την μπεζ καμπαρντίνα, ο οποίος τσέκαρε το σπίτι της παρέας, «πού ‘σαι φίλε, επειδή το έχεις δει σαν αρχηγός εδώ πέρα, πρόσεξε μην μπει κάνας κλέφτης στο σπίτι».
Μια ιστορία χαράς και τρυφερής αγάπης
Τον Οκτώβριο του 1983 κυκλοφορεί μια ταινία-σταθμός σε σενάριο και σκηνοθεσία του Νίκου Νικολαΐδη, η οποία πραγματοποιεί την παγκόσμια πρεμιέρα της, στο 24ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.
«Γλυκιά Συμμορία» είναι ο τίτλος. Η ταινία, παραγωγής Αφών Βεργέτη και Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας ταινιών την οποία ο σκηνοθέτης ονόμασε «Τα χρόνια της χολέρας». Η τριλογία ξεκίνησε με την ταινία «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» (1979) και τελείωσε με το «Ο χαμένος τα παίρνει όλα» (2002), και αφορά τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, τις αλλαγές στην κοινωνία, Ο πρωτότυπος ελληνικός τίτλος είναι μια απευθείας αναφορά στον ελληνικό τίτλο της ταινίας του 1969 του Αμερικανού σκηνοθέτη και σεναριογράφου, Σαμ Πέκινπα, «Η άγρια συμμορία».
«Λίγες ημέρες πριν από το γύρισμα της ταινίας, παρουσιάστηκαν μπροστά μου κάτι περίεργοι άγνωστοι που ‘μοιάζαν όλοι με ξαδέρφια του Tσε Γκεβάρα και μου είπαν: -“Δώσε μας να διαβάσουμε το σενάριο σου για να σου πούμε αν πρέπει να γυρίσεις αυτή την ταινία”»
«Το ημερολόγιο της ζωής και του θανάτου μια ομάδας “ανήθικων” νέων, που έχουν φτάσει στο σημείο της “μη επιστροφής” και αναζητούν κάτι να πιστέψουν και να πεθάνουν γι’ αυτό. Η συμπεριφορά τους τραβάει την προσοχή του Κράτους. Αρχίζει η διακριτική παρακολούθησή τους. Μια ομάδα μυστικών περικυκλώνει το σπίτι τους με επικεφαλής έναν άγνωστο ξανθό άνδρα και περιμένει.
»Είναι η ιστορία τεσσάρων φίλων που θα μπορούσαν να είναι γείτονές σας, που επέλεξαν συνειδητά να πεθάνουν πίσω από τις κλεμμένες καραμπίνες τους, φτύνοντας ένα σαρκαστικό χαμόγελο πάνω στο πρόσωπό σας.
»Η ταινία είναι μια μελέτη πάνω στο νέο πρόσωπο του παγκόσμιου φασισμού. Είναι μια ιστορία χαράς και τρυφερής αγάπης. Μια μουσική θανάτου, μια αποθέωση χρωμάτων, γλυκιάς βίας και ονείρου» γράφει ο ίδιος σκηνοθέτης, Νίκος Νικολαΐδης στο προσωπικό του μπλογκ, nikosnikolaidis.com.
Η κλασική, πλέον, σκηνή με την ατάκα «Τι γίνεται Σοφία, πώς πάει η επανάσταση;»
Θα μπορούσαν να είναι γείτονές σου, θα μπορούσες να είσαι εσύ
Ο Νικολαΐδης παρατηρεί με μια ιδιόμορφη ματιά τη σημερινή εποχή ή κάποια κοντινή εποχή, πραγματική ή φανταστική.
«Δημιουργεί μια ατμόσφαιρα που μοιάζει με παιχνίδι ζωής που δεν παίρνει τίποτα στα σοβαρά, για να μετατραπεί με την ίδια άνεση σε παιχνίδι θανάτου, αφού ο τελευταίος γίνεται ο κατ’ εξοχήν παράγοντας που κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά σε όλη την ιστορία.
«Στο φινάλε της ταινίας, αυτό που παίζει μεγαλύτερο ρόλο, δεν είναι τα σκηνικά, αλλά ο ήχος, το φως και το συναίσθημα. Οι μπίλιες που πέφτουν από το φλιπεράκι, το σούρσιμο της Σοφίας, η μουσική του Χατζηνάσιου και ο πυροβολισμός»
»Με μια ιερόσυλη προσευχή, ο Νίκος Νικολαΐδης κηδεύει τη μετεμφυλιακή νεκρολαγνεία που μαστίζει σύσσωμο το ελληνικό σινεμά της εποχής, και αποσύρεται σ’ ένα διώροφο στην Κηφισιά για έναν μαραθώνιο κοινοβιακής προετοιμασίας, χτίζοντας γύρω του έναν νέο, γενναίο κόσμο» γράφει η σελίδα της Κινηματογραφικής Ομάδας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και συνεχίζει:
«Σε όλη αυτή την ιστορία νεανικότητας, αυθορμητισμού και περιθωρίου, διαδραματίζει λοιπόν πρωτεύοντα ρόλο το σπίτι κοινόβιο, που οι συμπαθείς, ονειροπόλοι «εγκληματίες» μας, έχουν μετατρέψει σε γιάφκα. Αποτελεί το σύνορο του δικού τους κόσμου. Πέρα από αυτό είναι παράνομοι και περιθωριακοί. Μέσα σε αυτό βιώνουν τις δικές τους αξίες του έρωτα, της φιλίας, της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης.
»Πίσω από τραβηγμένες κουρτίνες, εκεί όπου οι σκιές κάνουν τόπο στις προσωπικές εμμονές, η πόλη ακυρώνεται και τα όνειρα αρχίζουν να σκαρφαλώνουν στους τοίχους. Όλα τα αντικείμενα παίζουν κάποιο ρόλο στη Συμμορία. Οι ήρωες ζουν σ’ ένα φανταστικό κόσμο που έχουν δημιουργήσει και που τον υπερασπίζονται μέχρι θανάτου. Είναι ένας καθρέφτης του χαρακτήρα τους.
»Στο φινάλε της ταινίας, αυτό που παίζει μεγαλύτερο ρόλο, δεν είναι τα σκηνικά, αλλά ο ήχος, το φως και το συναίσθημα. Οι μπίλιες που πέφτουν από το φλιπεράκι, το σούρσιμο της Σοφίας, η μουσική του Χατζηνάσιου και ο πυροβολισμός, που δείχνει ότι οι ήρωες έχουν κάνει την επιλογή τους, να την κάνουν, να ζήσουν ελεύθερα. Ακόμη και ο Σπάιντερμαν στο βάθος δίνει μια αίσθηση ελευθερίας».
«Φτύνοντας ένα σαρκαστικό χαμόγελο πάνω στο πρόσωπό σας»
«Λίγες ημέρες πριν από το γύρισμα της ταινίας, παρουσιάστηκαν μπροστά μου κάτι περίεργοι άγνωστοι που ‘μοιάζαν όλοι με ξαδέρφια του Tσε Γκεβάρα και μου είπαν: -“Δώσε μας να διαβάσουμε το σενάριο σου για να σου πούμε αν πρέπει να γυρίσεις αυτή την ταινία”. Εγώ φυσικά το έδωσα. Μετά από δυο ημέρες ήρθαν πάλι και μού είπαν-“Μας αρέσει. Μπορείς να γυρίσεις αυτό το σενάριο.” και ‘γω το γύρισα» έχει πει ο Νίκος Νικολαΐδης, όπως διαβάσουμε στο nikosnikolaidis.com.
«Η ταινία είναι μια μελωδία άγνωστη που τη νοιώθεις σαν να ’ρχεται απ’ τα παλιά σου. Κάποτε νομίζεις πως την έπιασες και τη σιγοσφυρίζεις, μετά από λίγο σου ξεγλιστράει και απογοητεύεσαι, κι έπειτα, κάποιο βράδυ πετάγεσαι απ’ τον ύπνο σου, σίγουρος πως την αιχμαλώτισες αυτή τη φορά, για να ξυπνήσεις το πρωί και να ’χεις ξεχάσει αν ήταν αλήθεια η όνειρο…. Όχι, δεν ξέρω τι είδους ταινία είναι η Γλυκιά Συμμορία…»
- Κιμ Γιονγκ Ουν: Προειδοποιεί για κίνδυνο πυρηνικού πολέμου
- Ουκρανία: Παρίσι και Λονδίνο υπόσχονται να μην αφήσουν τον Πούτιν να «πετύχει τους σκοπούς του»
- Η βαθμολογία στον όμιλο της Εθνικής μετά την ήττα στο Λονδίνο
- Θα μπουν οι ΗΠΑ στο στόχαστρο των εκδικητών ομολόγων;
- Euroleague: Η βαθμολογία μετά τη νίκη του Ολυμπιακού επί της Μπασκόνια
- Μεγάλη Βρετανία – Ελλάδα 73-72: Μπλακ-άουτ και απότομη προσγείωση για τη «γαλανόλευκη»