Κώστας Καρυωτάκης: Η ένστικτος υποχώρηση της σάρκας
Ήταν λοιπόν ο Έρως;
Δεσποινίς Bovary
Στη μέση της γιορτής προχωρούσε αργά. Καθώς όλοι βιάζονταν γύρω της, ήταν σαν ένα μαύρο στίγμα σε πανί κινηματογράφου. Συντροφιές από νέους περνούσαν. Άλλοι την έβλεπαν κ’ εξακολουθούσαν το δρόμο τους, άλλοι της εσφύριζαν ένα κομπλιμέντο, άλλοι της έλεγαν διστακτικά μια φράση περιμένοντας απάντηση. Όσον ο συνωστισμός ήταν μεγαλύτερος, η τόλμη ελευθερώνονταν και δεν αρκούσαν τα λόγια. Κάποιος εστάθηκε γελώντας μπροστά της, πρόσωπο με πρόσωπο, ώρα πολλή. Ναύτες επέρασαν δίπλα κι’ όλοι επρόσεξαν να την σπρώξουν. Κάτι σκοτεινοί τύποι την ακολουθούσαν βήμα προς βήμα.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.7.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ένοιωθε τον εαυτό της κέντρο όλου αυτού του πλανοδίου ερωτισμού. Χωρίς να το καταλαβαίνη, επηρεάζονταν από την άγρια θέληση τόσων ανδρών. Εκνευρισμένη ακόμη από τον θόρυβο, τη ζέστη και την προσπάθεια να προχωρή, στάθηκε σ’ έναν κύκλο ανθρώπων. Σε λίγο κάποιος ήλθε σιμά της. Δεν τον έβλεπε, αισθανόταν όμως να σφίγγεται ολοένα πάνω της. Έπεφτε απότομα, ύστερα έμενε ακίνητος, ύστερα πάλι πλησίαζε, ακριβώς όπως ο λεπτοδείχτης στα μεγάλα ωρολόγια του δρόμου προχωρεί με ωραία πηδήματα προς τον ωροδείχτη. Το σώμα της τώρα, που το προστάτευε μόλις ένα λεπτό φόρεμα, ήταν ολόκληρο πάνω στο δικό του.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.7.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Μουδιασμένη, εκμηδενισμένη, έκλεισε τα μάτια και έγειρε ελαφρά. Αυτός τότε, αρπάζοντας με βία το χέρι της, της μίλησε. Εγύρισε και τον είδε. Αλήτης. Ζαρωμένο πρόσωπο, μάτια αναμμένα, γένια πυρρά… Τα ρούχα του, ξεβαμμένα, είχαν ένα κοκκινωπό χρώμα.
Έσκυψε το κεφάλι της κοκκινίζοντας. Ήταν, λοιπόν, ο Έρως; Εσυνέχισε τον δρόμο της χωρίς ν’ απαντήση.
Την έσπρωχνε μέσα στο πλήθος. Όταν απομακρύνθηκαν, στάθηκε και του είπε να την οδηγήση όπου ήθελε. Αυτή θα τον ακολουθούσε σε μικρή απόσταση. Εκοίταξε δύσπιστος, αλλά επροχώρησε. Έφτασαν σε δρόμους ερημικούς. Εβγήκαν έξω από την πόλη. Τώρα περπατούσαν δίπλα σ’ ένα φράχτη. Ήταν πανσέληνος. Η ευωδιά των κήπων εγέμιζε τα στήθη της. Μέσα στη σιωπή ακούονταν οι γρύλοι και τα γρήγορα βήματα των δύο ανθρώπων.
Εγύριζε και την έβλεπε συχνά. Το πρόσωπό του φωτίζονταν από το φεγγάρι, παίρνοντας μια ξένη έκφραση. Και η σιλουέττα του, με τα παλιά σχισμένα ρούχα, καθώς επήγαινε κουτσαίνοντας λίγο, είχε κάποιον αλλιώτικο, βιβλικό χαρακτήρα.
Έφταναν σ’ ένα δάσος. — Εδώ! είπε ο άντρας βραχνά.
Από τα μάτια της επέρασαν την ίδια στιγμή εικόνες παιδικών αναμνήσεων. Οι χαλκομανίες με τα ξανθά αγγελούδια που κρατούσαν γιρλάντες από τριαντάφυλλα και χαμογελούσαν, φυλακισμένα στα φύλλα ενός βιβλίου. Οι βασίλισσες και οι ιππότες των παραμυθιών. Το μωβ φορεματάκι της πρώτης κούκλας. Ο θάνατος του αδελφού της…Ύστερα, όταν μεγάλωσε, τα χρόνια που έζησε μονάχη με την μητέρα της. Έχανε κανείς τον αριθμό τους μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο. Και οι ενοικιαστές. Έχανε κανείς την σειρά τους…
Ο άλλος ήταν ευτυχής. Σαν πράγμα αφέθηκε στα χέρια του. Την έσχισε σα χαρτί και την πέταξε χάμου με θυμό ασυγκράτητο, με την πρωτόγονη ορμή της διψασμένης του νιότης. Στις ακούσιες και άτονες αρνήσεις της, στις σβησμένες λέξεις που επρόφερε όχι η ίδια αλλά το φύλο της, στην ένστικτο υποχώρηση της σάρκας της, αυτός είχε ν’ αντιτάξη βλαστήμιες και βρισιές, που εσκέπαζαν, εξιλέωναν με χυδαιότητα όλες τις άσεμνες κινήσεις του. Σκληρό, παγωμένο το στόμα του, με μιαν αποπνικτική ανάσα, αληθινή πληγή, εσφράγιζε αιματηρά τους ώμους, τα χείλη, το αγνό μέτωπο. Είχε την εντύπωση ότι κάπου αλλού συνέβαινε η φριχτή αυτή ιστορία, κ’ έκλεισε τα μάτια της.
Επέρασαν ώρες. Η αυγή έσκυβε στο ίνδαλμά της. Το πελιδνό πρόσωπο της γυναίκας έλαμπε σαν άστρο διαρκώς περσότερο. Μέσα στα δάκρυά της εκοίταζε γύρω έκπληκτη…
Εζήτησε να ντυθή. Δεν ήθελε να την αφήση. Της μιλούσε τώρα με τρυφερότητα. Ύστερα άρχισε να τραγουδάη. Της είπε κάτι σαν αστείο. Τέλος σηκώθηκε και, χωρίς λόγο, επήδηξε τρεις φορές όσο μπορούσε πιο ψηλά, ξεφωνίζοντας ασυνάρτητες λέξεις. Σε λίγη ώρα την αγκάλιασε πάλι. Ήταν ευτυχής.
* Η Δεσποινίς Bovary, διήγημα του Κώστα Καρυωτάκη που παραπέμπει στο πασίγνωστο μυθιστόρημα του Γκυστάβ Φλωμπέρ Μαντάμ Μποβαρύ (1857), περιλαμβάνεται στο τρίπτυχο πεζογράφημά του που έφερε τον τίτλο «Τρεις μεγάλες χαρές» («Καλός υπάλληλος» και «Ένας πρακτικός θάνατος» είναι οι τίτλοι των δύο άλλων μικροδιηγημάτων του). Γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1928 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία (έτος Γ’, τεύχος 62) έναν περίπου χρόνο μετά το θάνατο του σπουδαίου λογοτέχνη, στις 15 Ιουλίου 1929.
Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, και ανατρέχοντας στο πολύτιμο Ιστορικό Αρχείο μας, εντοπίσαμε τη Δεσποινίδα Bovary στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Κυριακή 6 Ιουλίου 1969.
Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896 και απεβίωσε στην Πρέβεζα στις 21 Ιουλίου 1928.
- Έρχεται η… Legoland του Minecraft
- Αμαλιάδα: Όταν η Ειρήνη Μουρτζούκου μιλούσε ως Πόπη – Ντοκουμέντο του «Τούνελ»
- Αμαλιάδα: «Μελάνιασε και τέζα…» – Τι έλεγε η Ειρήνη λίγο μετά τον θάνατο του μικρού Παναγιωτάκη
- Αμετάβλητη διατήρησε την αξιολόγηση της Ελλάδας η Fitch
- Ανησχυχία για παιδί που βρέθηκε θετικό στη γρίπη των πτηνών
- Παρί Σεν Ζερμέν – Τουλούζ 3-0: Πέμπτη σερί νίκη για τους πρωταθλητές (vid)