Αριστοφάνης: Η μεγαλοφυΐα της Αρχαίας Κωμωδίας (Μέρος I’)
Ο Αριστοφάνης καταπιάστηκε στους «Βατράχους» του με τους εκλιπόντες μεγάλους τραγικούς, επιστρατεύοντας ασφαλώς όλη του τη φαντασία και την απαράμιλλη κωμική του μαεστρία
Στα Λήναια του 405 π.Χ. το αθηναϊκό κοινό είχε την ευκαιρία να απολαύσει τους Βατράχους του Αριστοφάνη –ένα από τα σημαντικότερα των σωζόμενων έργων του από φιλολογικής τουλάχιστον απόψεως–, που ανέβασε ως χοροδιδάσκαλος ο Φιλωνίδης. Το έργο αυτό χάρισε στο διαπρεπέστερο εκπρόσωπο της Αρχαίας Κωμωδίας το πρώτο βραβείο, ενώ τη δεύτερη θέση στον ποιητικό διαγωνισμό κατέλαβε ο Φρύνιχος με τις Μούσες του, προβαίνοντας σε μια αξιολόγηση των Μεγάλων της τραγωδίας με αφορμή το θάνατο του Σοφοκλή και του Ευριπίδη.
Με το ίδιο θέμα, με τους εκλιπόντες μεγάλους τραγικούς, καταπιάστηκε στους Βατράχους του και ο Αριστοφάνης, επιστρατεύοντας ασφαλώς όλη του τη φαντασία και την απαράμιλλη κωμική του μαεστρία. Ελλείψει πλέον ποιητών άξιων, ο Διόνυσος αποφασίζει να κατέβει στον Άδη μεταμφιεσμένος σε Ηρακλή, προκειμένου να φέρει στη γη τον Ευριπίδη. Φθάνοντας στον προορισμό του –και αφού προηγουμένως αλλάζει αρκετές φορές ρόλους με το δούλο του, τον Ξανθία, ώστε να αποφύγει διάφορες κακοτοπιές που εξελίσσονται εντέλει σε κωμικοτραγικές παρεξηγήσεις– ο θεός του θεάτρου γίνεται μάρτυρας μιας αντιπαράθεσης ανάμεσα στον Ευριπίδη και τον Αισχύλο, οι οποίοι ερίζουν για το θρόνο της τραγωδίας στο βασίλειο του Άδη. Το ρόλο του κριτή στο λογοτεχνικό αγώνα των δύο μεγάλων ποιητών, στην αμφίρροπη αναμέτρησή τους, αναλαμβάνει ο ίδιος ο Διόνυσος. Ο τελευταίος, ξαφνιάζοντας προφανώς τους θεατές και προκαλώντας την αγανάκτηση του ηττημένου, φεύγει από τον Άδη παίρνοντας μαζί του στον Πάνω Κόσμο τον Αισχύλο και όχι τον Ευριπίδη, όπως είχε κατά νουν όταν ξεκινούσε το ταξίδι του στον Κάτω Κόσμο.
Στην αρχή του έργου ο Διόνυσος, συνοδεία του δούλου του Ξανθία, διαλέγεται με τον Ηρακλή, στο σπίτι του ήρωα, ζητώντας πληροφορίες για το δρόμο που οδηγεί σύντομα στον Άδη. Ετοιμάζεται να κατέβει εκεί φορώντας τη λεοντή και φέροντας το ρόπαλο του Ηρακλή, για να επαναφέρει στον κόσμο των ζωντανών τον Ευριπίδη, που είχε πεθάνει λίγο νωρίτερα αφήνοντας ένα μη αναπληρώσιμο κενό στο θέατρο της Αθήνας.
Το σκηνικό μεταφέρεται στη συνέχεια στην Αχερουσία λίμνη, όπου ο Διόνυσος, ανεβασμένος στη βάρκα του Χάρωνος, τραβά κουπί ενόσω ακούγονται τα ενοχλητικά κοάσματα ενός παραχορηγήματος –δευτερεύοντος χορού– από βατράχους, στο οποίο και οφείλει την ονομασία της η αριστοφανική κωμωδία. Κινούμενοι ακολούθως στον Άδη, ο θεός –που επιδεικνύει μάλιστα χαρακτηριστική δειλία– και ο δούλος του συναπαντούν το χορό, που αποτελείται από ελευσίνιους μύστες και υμνεί υπέροχα τον Ίακχο.
Η ιδέα του Διονύσου να μεταμφιεστεί σε Ηρακλή αποδεικνύεται ατυχής εξαιτίας των επικίνδυνων –όπως αποδεικνύονται– εκκρεμοτήτων που είχε αφήσει ο δεύτερος στον Άδη, όταν είχε πάει εκεί για να ανεβάσει στον Πάνω Κόσμο τον Κέρβερο. Έτσι, ο θεός αναγκάζεται να αλλάζει συνεχώς ρούχα με τον Ξανθία, ώστε να εμφανίζεται ο δούλος του και όχι ο ίδιος ως Ηρακλής. Η σύγχυση που δημιουργείται αναφορικά με την αληθινή ταυτότητα των δύο νιόφερτων –δεν είναι πια δυνατόν να διαπιστωθεί ποιος είναι ο πραγματικός θεός– αναγκάζει τον Αιακό, το θυρωρό του Άδη, να τους στείλει μέσα στο παλάτι, στους θεούς του Κάτω Κόσμου, για να κρίνουν και να αποφασίσουν εκείνοι.
Μετά την παράβαση από πλευράς του χορού, που αποσκοπεί στην πολιτική συμφιλίωση των Αθηναίων και στην επούλωση των πληγών στο εσωτερικό της πόλης τους, οι θεατές πληροφορούνται από το διάλογο μεταξύ ενός υπηρέτη του Πλούτωνος και του Ξανθία τη φιλονικία που έχει ξεσπάσει στον Άδη, καθώς ο Ευριπίδης διεκδικεί το θρόνο του κορυφαίου της τραγωδίας από τον Αισχύλο (αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο Αριστοφάνης δεν παραλείπει να μνημονεύσει τιμητικά στους Βατράχους του και τον προσφάτως αποθανόντα Σοφοκλή). Την τέχνη των δύο μεγάλων πνευματικών προσωπικοτήτων, αφενός του εκπροσώπου της παλαιάς τιμημένης τραγωδίας και αφετέρου του εκπροσώπου της σύγχρονης τραγωδίας, καλείται να συγκρίνει ο Διόνυσος.
Στον αγώνα λόγων που ακολουθεί, παρουσία του θεού του Κάτω Κόσμου, του Πλούτωνος, ο «όγκος» και η μεγαλοπρέπεια του Αισχύλου, η γλωσσική του λαμπρότητα, αντιπαρατίθεται στην κατά το μάλλον ή ήττον επηρεασμένη από τη ρητορική της εποχής του γλώσσα του Ευριπίδη, στη ρεαλιστική απεικόνιση του ανθρώπου από εκείνον. Επίσης, εξετάζεται το ζήτημα της χρησιμότητας της ποίησης για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, η παιδευτική της σημασία. Στο τέλος, μετά το ζύγισμα των στίχων, ο Διόνυσος οδηγείται μετά δυσκολίας στην απόφαση να ανεβάσει στον κόσμο των ζωντανών το σοφό Αισχύλο –και όχι τον ευφρόσυνο Ευριπίδη– ως εγγυητή για τη σωτηρία της Αθήνας.
*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Νικήτας Τσακίρογλου (Ευριπίδης) και ο Ιάκωβος Ψαρράς (Αισχύλος) στους «Βατράχους» του Αριστοφάνη, σε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου τον Αύγουστο του 1986 (πηγή: Ψηφιοποιημένο αρχείο Εθνικού Θεάτρου/www.nt-archive.gr).
Αριστοφάνης: Η μεγαλοφυΐα της Αρχαίας Κωμωδίας (Μέρος Α’)
Αριστοφάνης: Η μεγαλοφυΐα της Αρχαίας Κωμωδίας (Μέρος Β’)
Αριστοφάνης: Η μεγαλοφυΐα της Αρχαίας Κωμωδίας (Μέρος Γ’)
Αριστοφάνης: Η μεγαλοφυΐα της Αρχαίας Κωμωδίας (Μέρος Δ’)
Αριστοφάνης: Η μεγαλοφυΐα της Αρχαίας Κωμωδίας (Μέρος Ε’)
Αριστοφάνης: Η μεγαλοφυΐα της Αρχαίας Κωμωδίας (Μέρος ΣΤ’)
Αριστοφάνης: Η μεγαλοφυΐα της Αρχαίας Κωμωδίας (Μέρος Ζ’)
Αριστοφάνης: Η μεγαλοφυΐα της Αρχαίας Κωμωδίας (Μέρος Η’)
Αριστοφάνης: Η μεγαλοφυΐα της Αρχαίας Κωμωδίας (Μέρος Θ’)
- Ο «απρόβλεπτος« Τραμπ ως δικαιολογία
- Μόλις έφερε πιο κοντά έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο λέει η Ρωσία για τον Μπάιντεν
- Οι πιθανοί αντίπαλοι της Εθνικής στα playoffs ανόδου του Nations League – «Κλείδωσαν» δύο, έρχονται άλλοι δύο
- Απολαύστε γκολ και πλούσιο θέαμα από τα παιχνίδια του Nations League – Τα αποτελέσματα και οι βαθμολογίες (vids)
- Σκληρή μάχη στην «αρένα» της ΑΙ – Κούρσα για τα καλύτερα… μικροτσίπ
- Τα έντεκα γκολ στην εξαιρετική πορεία της Εθνικής στο Nations League (vid)