Την περίοδο αυτή Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί γερουσιαστές φαίνεται να συγκλίνουν σε κάτι πολύ σημαντικό που συμβαίνει στη Γερουσία: την επανέγκριση της άγνωστης σε πολλούς Ενότητας 707.

Από τον Ρεπουμπλικανό Τζιμ Τζόρνταν μέχρι τον Δημοκρατικό Ντικ Ντέρμπαν, τα δύο κόμματα που κυβερνούν τις ΗΠΑ, στέλνουν το μήνυμα ότι εάν δεν μεταρρυθμιστεί αυτός ο νόμος μέσα στο 2023 δεν θα τον αφήσουν να «ζήσει».

Το άρθρο 702 που σφηνώθηκε στον Νόμο Περί Αντικατασκοπίας των ΗΠΑ το 2008, νομιμοποιεί τις υποκλοπές χωρίς ένταλμα και τη διατήρηση δεδομένων για αλλοδαπούς στο εξωτερικό, με τα δεδομένα των κατοίκων των ΗΠΑ να σαρώνονται «παρεμπιπτόντως».

Το FBI έχει συχνά καταχραστεί τη βάση δεδομένων 702 για να στοχεύσει πολιτικούς διαφωνούντες, ακτιβιστές φυλετικής δικαιοσύνης και άλλους.

«Η καταπολέμηση της μαζικής παρακολούθησης χωρίς ένταλμα είναι πάντα δύσκολη», είπε η Σιν Βίτκα σύμβουλος της οργάνωσης Demand Progress που δραστηριοποιείται για την κατάργηση του νόμου. «Αλλά φέτος είναι η μεγαλύτερη ευκαιρία που είχαμε εδώ και σχεδόν 50 χρόνια και σίγουρα η μεγαλύτερη ευκαιρία από τότε που το Διαδίκτυο συνδέθηκε και μας εξέθεσε».

Ωστόσο, δεν πρόκειται για έναν νόμο μόνο.

Έρευνα της δρ. Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Τζέσικα Κάτσενσταιν, που δημοσιεύεται από το Πανεπιστήμιο Μπράουν στις ΗΠΑ, αποκαλύπτει τον τρομερό ιστό αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολ. που έχουν υφάνει αμερικανικές υπηρεσίες, για να παρακολουθούνται πολίτες παράνομα.

Αδίστακτοι οι μηχανισμοί μετά την 11η Σεπτεμβρίου

Από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, οι ΗΠΑ έχουν γίνει μάρτυρες μιας άνευ προηγουμένου επέκτασης της μαζικής παρακολούθησης. Δημοσκοπήσεις κοινής γνώμης έδειξαν ότι η υποστήριξη για υποκλοπές τηλεφώνων Αμερικανών χωρίς ένταλμα αυξήθηκε από 18% το 1994 σε 59% αμέσως μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Ήταν η πρώτη ένδειξη ήττας της αμερικανικής δημοκρατίας.

Αν και το ποσοστό βούτηξε πάλι στο 14% το 2021, ωστόσο εκείνες οι έρευνες κοινού αποτέλεσαν άριστο άλλοθι για τους αμερικανικές αρχές να σαρρώσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών τους.

Τα αμερικανικά προγράμματα επιτήρησης κανονικοποίησαν τη διάβρωση της ιδιωτικής ζωής και εδραίωσαν μια διευρυνόμενη υποδομή επιτήρησης, όλο και πιο δύσκολο να εντοπιστεί και να ελεγχθεί.

Σύμφωνα με την έρευνα της Κάτσενσταιν, οι αμερικανικές κυβερνήσεις χτίσανε σύγχρονα πανάκριβα προγράμματα επιτήρησης που προέκυψαν στο τοπίο μετά την 11η Σεπτεμβρίου.

Αυτά τα προγράμματα μαζικής παρακολούθησης επιτρέπουν στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να «ρουφάνε» άνευ λόγου και «παρεμπιπτόντως» τις επικοινωνίες, όλο το περιεχόμενο που ανταλλάσσουν οι Αμερικανικοί και να αποθηκεύει τις πληροφορίες τους σε κέντρα δεδομένων και αποθετήρια, όπως η βάση δεδομένων που εγκρίνεται από την Ενότητα 702.

278.000 παραβιάσεις από FBI – Παρακολουθήσεις των… πρώην

Φερειπείν, το FBI μόνο μεταξύ του 2020 και των αρχών του 2021 έκανε κατάχρηση της βάσης δεδομένων Section 702 περισσότερες από 278.000 φορές! Αυτές περιελάμβαναν τις επικοινωνίες δημοσιογράφων, πάνω από 100 διαδηλωτές του Black Lives Matter, εισβολείς στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021, δύο «μεσανατολίτες» άντρες που επισημάνθηκαν καθώς φόρτωναν προμήθειες καθαρισμού σε ένα όχημα και 19.000 δωρητές σε μια εκστρατεία του Κογκρέσου και συγγενείς υπαλλήλων του FBI.

Η πινακίδα για την αίθουσα ακροάσεων της Επιτροπής Δικαιοσύνης της Βουλής είναι ορατή στο κτίριο γραφείων του Rayburn House. Εκεί το FBI έχει κληθεί για να δώσει καταθέσεις για εν εξελίξει έρευνες του Κογκρέσου (REUTERS/Leah Millis)

Η Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας παραδέχτηκε το 2013 ότι σε τουλάχιστον 12 περιπτώσεις, οι αναλυτές της είχαν χρησιμοποιήσει τη βάση δεδομένων της Ενότητας 702 για να κατασκοπεύσουν τους συντρόφους και τους πρώην τους, μια πράξη που ονομάστηκε σατιρικά LOVEINT.

«Το άρθρο 702 είναι ένα αναμφισβήτητα ισχυρό και ανεξέλεγκτο «εργαλείο εγχώριας κατασκοπείας», στο οποίο οι πολιτικοί διαφωνούντες και οι στοχοποιημένοι λόγω καταγωγής είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι» επισημαίνει η αναφέρει η Κάτσενσταιν.

Πλήθος μηχανισμών, με τη βοήθεια και του ιδιωτικού τομέα

Παλαιότερος μάλιστα μηχανισμός παρακολούθησης, που χρονολογείται από την εποχή Ρόναλντ Ρέιγκαν, αλλά αξιοποιούν όλοι οι Αμερικανοί πρόεδροι είναι το περίφημο Εκτελεστικό διάταγμα 12333.

Αυτό επιτρέπει στην κυβέρνηση να διεξάγει μαζική συλλογή δεδομένων χωρίς ένταλμα στο εξωτερικό χωρίς δικαστική ή επίβλεψη του Κογκρέσου και έχει χρησιμοποιηθεί για προγράμματα dragnet που κρατάνε το περιεχόμενο κειμένων μηνυμάτων και τηλεφωνικών κλήσεων στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των Αμερικανών.

Ένα άλλο εργαλείο της «ανασφαλούς» αμερικανικής δημοκρατίας είναι τα Προγράμματα «Extreme Vetting» του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας.

Σε συνεργασία με ιδιωτικές εταιρείες και ανεξέλεγκτους μεσίτες δεδομένων, το υπουργείο συλλέγει πληροφορίες μέσων κοινωνικής δικτύωσης από σχεδόν όλους τους ταξιδιώτες στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων κατόχων βίζας και πράσινης κάρτας και πολιτογραφημένων πολιτών.

Τα δεδομένα μπορούν να διατηρηθούν επ’ αόριστον και να κοινοποιηθούν σε ξένες κυβερνήσεις. Η ηλεκτρονική επιτήρηση μεταναστών από το υπουργείο, γνωστή ως Εναλλακτικές στην Κράτηση (ATDs), περιλαμβάνει βραχιόλι παρακολούθησης και κινητή τεχνολογία με αναγνώριση φωνής και προσώπου. Τα προγράμματα, μάλιστα έχουν χαρακτηριστικά και ως ακραία σε έκθεση του Ινστιτούτου Cato.

H αράχνη με όλες τις υπηρεσίες παρακολούθησης στις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου

Ποιοι είναι οι επικίνδυνοι στόχοι

Επιπλέον οι ιδιωτικές εταιρείες πωλούν ακατέργαστα δεδομένα τοποθεσίας από προσωπικές συσκευές στα τοπικά αστυνομικά τμήματα, γεγονός που οδήγησε σε αυξημένη παρακολούθηση των διαδηλωτών φυλετικών διακρίσεων.

Τα αστυνομικά τμήματα έχουν επεκτείνει την επιτήρησή τους σε κοινότητες Μαύρων, Λατίνων και Μουσουλμάνων χρησιμοποιώντας τεχνολογία που αναπτύχθηκε για εμπόλεμες ζώνες, συμπεριλαμβανομένων εργαλείων όπως το Domain Awareness System. Επίσης, τα αστυνομικά τμήματα έχουν συνάψει συμφωνίες για τη συμμετοχή σε ομοσπονδιακά έργα ελέγχου της μετανάστευσης, όπως το πρόγραμμα 287(g) του Immigration and Customs Enforcement (ICE).

Όλοι οι παραπάνω μηχανισμοί, σύμφωνα με την έρευνα, έχουν βασιστεί σε εμπειρία πολλών δεκαετιών, αποικιακής αμερικανικής κατοχής -όπως στις Φιλιππίνες- και τον μακροχρόνιο ρατσισμό, καθώς και την κατασκοπεία εν καιρώ πολέμου και τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών. Σε όλες αυτές τις ιστορικές περιόδους, από τον 19ο αιώνα, οι Αμερικανοί εφήρμοζαν, τακτικές αυθαίρετης παρακολούθησης για να ελέγχουν ή να καταστείλουν ντόπιους πληθυσμούς.

Ωστόσο, σήμερα, οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν αναβαθμίσει την παρακολούθησε σε ανευ προηγουμένου μεγέθη. Η έρευνα αποκαλύπτει «πώς ο διάχυτος φόβος, η ισλαμοφοβία και η ξενοφοβία, η αποδυνάμωση της προστασίας των πολιτικών ελευθεριών και η εκθετικά αυξημένη χρηματοδότηση της μετά την 11η Σεπτεμβρίου εποχή επέτρεψαν το άνευ προηγουμένου εύρος και κλίμακα παρακολούθησης που κυριαρχεί στις ΗΠΑ σήμερα».

Ενώ η μαζική παρακολούθηση επηρεάζει όλους τους Αμερικανούς, έχει επηρεάσει ιδιαίτερα τους μουσουλμάνους, τους μετανάστες και τους διαδηλωτές για θέμετα φυλετικών διακρίσεων και εργασιακά.

Μηχανισμοί τρισεκατομμυρίων

Ένα άλλο ζοφερό στοιχείο της έρευνας της μεταδιδακτορικής ερευνήτριας του Χάρβαρντ είναι ότι αυτοί για όλη αυτή την καταπάτηση των δημοκρατικών αρχών, από το αμερικανικό κράτος, δαπανώνται απίστευα μεγάλα ποσά από τους Αμερικανούς φορολογούμενους.

Ο ετήσιος προϋπολογισμός των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ έχει διπλασιαστεί από περίπου 40 δις. δολ. ετησίως στα τέλη της δεκαετίας του 1990 σε 80 δις. δολ. ετησίως το 2020. Η κυβέρνηση σπάνια μπόρεσε να αποδείξει ότι τέτοια χρηματοδότηση έχει δημιουργήσει δημόσια ασφάλεια σε κλίμακα που αξίζει το κόστος.

Αυτά τα δισεκατομμύρια, αν όχι τρισεκατομμύρια, όπως αναφέρει η Τζέσικα Κάτσενσταιν, θα μπορούσαν να δαπανηθούν για την αντιμετώπιση πιεστικών κοινωνικών ζητημάτων, όπως η φτώχεια, οι κλιματικές κρίσεις και οι φυλετικές ανισότητες.

«Η υποδομή που κατασκευάστηκε για να διατηρήσει την εντατική μαζική επιτήρηση έχει γίνει ιλιγγιωδώς μεγάλη και πολύπλοκη και έχει αποδειχθεί πολύ δύσκολο να ανατραπεί. Αυτή η πολυπλοκότητα, μαζί με την έλλειψη διαφάνειας της κυβέρνησης, καθιστούν σχεδόν αδύνατη την αποσύνδεση της μαζικής παρακολούθησης από τους στενά αλληλένδετους τομείς πληροφοριών, αντιτρομοκρατίας και εσωτερικής ασφάλειας».