Στις 2 Νοεμβρίου 1911 γεννιέται ο Οδυσσέας Αλεπουδέλλης, που αργότερα, με το όνομα Οδυσσέας Ελύτης, θα γίνει γνωστός ως ένας από τους σπουδαιότερους έλληνες ποιητές.

Όπως γράφει η Νίνα – Μαρία Πασχαλίδου στο «ΒΗΜΑ» «ο Οδυσσέας Ελύτης πρωτοπαρουσίασε το έργο του σε ηλικία 23 χρόνων στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα» τον Νοέμβριο του 1935.

»Ηταν μια σειρά ποιημάτων τα οποία χαρακτηρίστηκαν από τον Γιώργο Θεοτοκά «σαν μυστηριακό ξημέρωμα στο Αιγαίο». Η λογοτεχνική του αφύπνιση ήρθε όταν φοιτητής της Νομικής διάβασε ένα βιβλίο του ποιητή Πολ Ελυάρ.

»Ως τότε, όπως ομολογεί ο ίδιος στα «Ανοιχτά χαρτιά» το 1974, θεωρούσε την ποίηση «ένα φλύαρο και ανιαρό ρυθμοκόπημα. Τα ποιήματα χρησίμευαν για να μιλάνε για τα βουνά ή τα ποτάμια και να λεν κοινοτοπίες».

»Ο Ελυάρ τού αλλάζει την αντίληψη αυτή, του συστήνει μια καινούργια γλώσσα και μια νέα μέθοδο έκφρασης. Στο πλαίσιο αυτής της «γνωριμίας» θα συναντηθεί με τους Σεφέρη, Θεοτοκά, Κατσίμπαλη και Καραντώνη, ιδρυτές του περιοδικού «Τα Νέα Γράμματα», οι οποίοι θα τολμήσουν να συμπεριλάβουν τα ποιήματα του νέου φίλου τους και ποιητή».

Έκτοτε μέσα από μια μακρά πορεία και σπάνιας αξίας έργο θα φτάσει μέχρι την «κατάκτηση» του Νομπέλ Λογοτεχνίας, το 1979.

Στις 27 Ιανουαρίου 1973, με την Χούντα των Συνταγματαρχών να βρίσκεται ακόμα στην εξουσία, ο Οδυσσέας Ελύτης μιλάει στα «ΝΕΑ» και τον Γιώργο Κ. Πηλιχό για την τέχνη του, το καθήκον των ποιητών και τις εξουσίες.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 27.1.1973, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η ποίηση και η ελπίδα

«[Οι αναγνώστες] βλέπουν [στην ποίηση] την ασυμβίβαστη στάση. Την πίστη στον Ελληνισμό. Την αναζήτηση μιας ελπίδας. Για ένα καλύτερο κόσμο.

»Ένα κόσμο απαλλαγμένο απ’ αυτά ακριβώς που μας καταπιέζουν. Απ’ αυτά που μας δημιουργούν τα άγχη και μας οδηγούν στο αδιέξοδο.

»Φυσικά, την ελπίδα τη δίνουν και οι πολιτικές παρατάξεις. Αλλά η ελπίδα των ποιητών είναι κάτι άλλο. Φτάνει από το συγκεκριμένο αίτημα στη μεταφυσική, τη θρησκευτική σχεδόν ανάγκη για λύτρωση.

Οδυσσέας Ελύτης

Ο Ελύτης και οι νέοι

«Παρ’ όλα όσα μου καταμαρτυρούνε, μηνύματα υπάρχουν στην ποίησή μου, κάποτε μάλιστα πολύ διαφανή. Αλλά πάντοτε με τον ποιητικό τρόπο που είναι έμμεσος για τον κόσμο της λογικής και άμεσος για τον κόσμο των ιδεών και των αισθημάτων.

»Γι’ αυτό οι νέοι είναι, πράγματι, το κατ’ εξοχήν κοινόν μου. Γιατί είναι ακόμη σε θέση να “πιάνουν” πράγματα με τη διαίσθησή τους. Μου κάνει εντύπωση ότι οι συνομήλικοί μου, όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο επιφυλακτικοί είναι απεναντί μου.

»Έχουν σταματήσει σ’ ένα σημείο, σε μια μονόπλευρη αντίληψη για την αποστολή της Ποίησης. Θα έλεγε κανείς ότι υποφέρουν από μια “ποιητική βαρηκοΐα” που μοιάζει αθεράπευτη.

»Ειλικρινά, βρίσκομαι σε πλήρη ασυνεννοησία με τους συνομηλίκους μου (συναδέλφους ή κριτικούς) και σε πλήρη συνεννόηση με τους αναγνώστες μου, τους άγνωστους, και κυρίως τους νέους. Εξαιρέσεις βέβαια υπάρχουν.

»Αλλά μιλώ για τον κανόνα. Δεν θέλω να δημοκοπήσω αλλά δόξα τω Θεώ, έχω γνωρίσει νέους που ακούνε μίλια μακρυά. Έτσι εξηγούνται μερικά πράγματα που φαίνονται στην αρχή παράξενα.

Οι στύλοι της ποίησής του

(…)

»Ένας από τους βασικούς στύλους στην ποίησή μου στάθηκε ανέκαθεν η αίσθηση της ελευθερίας πάνω απ’ όλων των ειδών τις Εξουσίες. Η βασιλεία του έρωτα, επίσης.

»Η αντικατάσταση του όπλου από το λουλούδι, επίσης. Θα το βρήτε ονομαστικά στο “Άξιον εστί”. Χάρηκα όταν κάποτε ένας από τους φίλους μου του Παρισιού μου είπε ότι, αν οι φοιτητές ξέρανε ελληνικά θα χρησιμοποιούσανε πολλούς στίχους μου, τον ιστορικό εκείνο Μάιο

»Αυτό όμως δεν θα πη ότι ξεκίνησα να κάνω συνειδητά μου Χιππισμό ή κάτι ανάλογο. Οι δικές μου επιδιώξεις είναι άλλες. Απλώς συμβαίνει κάποτε ο ποιητής να “πιάνη” ακόμη και εν αγνοία του, μερικές αλήθειες που βρίσκονται στον άερα».

Ο Οδυσσέας Ελύτης με τον Κάρολο Κουν

Το καθήκον του ποιητή

»(…) Του Σολωμού (…) του καταμαρτυρούσανε ότι δεν πήγε στο Μεσολόγγι, αλλά καθόταν απ’ αντίκρυ κι έγραφε στίχους.

»Τώρα, τι θα ήταν προτιμότερο, να προστεθή ένας πολεμιστής στους άλλους ή να γραφτούν οι “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”; Αυτό είναι το ζήτημα.

»[Το καθήκον του ποιητή είναι] να ρίχνη σταγόνες φως μες στο σκοτάδι. Να γίνεται, με το παράδειγμα της ζωής και του έργου του, πρότυπο καθαρότητος.

»Που σημαίνει, να μη συμβιβάζεται. Να μη συνεργάζεται με ανθρώπους ή καταστάσεις που δεν εγκρίνει. (…) Σκυλίσια επιμονή, που χρειάζεται για ν ‘ αντέξη κανείς στις σημερινές απάνθρωπες κοινωνίες. Χωρίς να λυγίση. Χωρίς να ποντάρη στα εύκολα αισθήματα.

»Ο αληθινός ποιητής τάσσεται πάντοτε με τα δύσκολα, και ξέρη ότι, ίσα – ίσα γι’ αυτό, δεν θάχη ποτέ καμμιάν ανταμοιβή. Να ποιο ήταν ένα από τα κεντρικά μοτίβα του “Άξιον εστί”, και να με συγχωρήτε που αναφέρομαι στον εαυτό μου.

(…)

Για τις εξουσίες

«Όλες οι Εξουσίες, όλων των ειδών, είναι, κατά κανόνα, εχθρικές προς την Τέχνη. Μη σας ξεγελάνε τα ιδρύματα, τα βραβεία και τα τέτοια. Στο βάθος, ο καλλιτέχνης είναι ύποπτο κι επικίνδυνο πρόσωπο για τους κρατούντες.

»Γιατί ο καλλιτέχνης, αν είναι αληθινός καλλιτέχνης (και αυτός συνήθως υποφέρει), τάσσεται με την αλήθεια. Και η αλήθεια δεν συμπίπτει με τα συμφέροντα.

»Και τα συμφέροντα είναι ζυμωμένα με τις Εξουσίες. Φυσικά, υπάρχουνε αποχρώσεις. Εκεί όπου οι Δημοκρατίες λειτουργούν όσο γίνεται πιο σωστά, όπου επιτυγχάνουν μιάν εξισορρόπηση, όπως στη Γαλλία ή την Αγγλία, παραδείγματος χάρη, είναι λιγώτερα τα παραδείγματα καταπίεσης.

»Αντίθετα, όσο απομακρυνόμαστε δεξιά ή αριστερά, στην Ισπανία ή στη Σοβιετική Ένωση, οι περιπτώσεις πληθαίνουν. Τι να γίνη; Χρειάζεται γενναιοφροσύνη!

»Από την αρχαία εποχή οι εξορίες παίρνουν και δίνουν. Μια φορά που παραπονιόμουνα στον Πικασσό, με κύτταξε, θυμάμαι, με τα μεγάλα, μαύρα μάτια του, σαν ν’ απορούσε, και μου είπε: “Δεν χαίρεστε; Αν τα καθεστώτα δεν ήταν συντηρητικά, πώς θα μπορούσαμε του λόγου μας νάμαστε επαναστάτες;”.

»Και έσκασε στα γέλια. Φαντάζομαι, για να μη βάλη τα κλάματα!»