Οδυσσέας Ελύτης: Ο Παράδεισος των κατανοούντων
Είναι ανοιχτή για τον καθένα μας η ιδιωτική του οδός
Έρχομαι από μακριά. Οι συλλέκτριες των κρόκων της Θήρας πορεύονται πλάι μου, κι από κοντά, παγαιμένες με τον άνεμο τον βόρειο, ο Μυροφόρες, ωραίες μες στα τριανταφυλλιά τους και τη χρυσή των αγγέλων αντανάκλαση. Γέμισα καθ’ οδόν χώμα κιτρινωπό, κοκκινωπό, καστανό, ραβδώσεις από πετρώματα σκούρα, μπλε και μωβ, σαν αυτά που βλέπεις παραπλέοντας τις ακτές της Κύθνου Αύγουστο μήνα. Μια ευτυχία των ματιών, που είναι και της ακοής και της αφής και του νου, αφού η φύση γίνεται μελετητή ταυτόχρονα κι απ’ όλες τις μεριές, ώσπου τελικά ν’ αφομοιωθεί από τη δεύτερή μας υπόσταση, κείνην που ξέρει ενίοτε να γίνεται δέκτης εξαιρετικά σημαντικών και κατά τρόπο υπέροχο ακατανοήτων πραγμάτων. Να γιατί ευγνωμονώ τους ζωγράφους. Για την ευγνωμοσύνη που δείχνουν κι εκείνοι απέναντι στην ύλη και στις δυνατότητες που τους προσφέρει να την μετασχηματίζουν και να της δίνουν έναν αέρα —μη φοβόμαστε τον όρο— αθανασίας.
Η σταθερή, η οριστική, η μη ακυρώσιμη πραγματικότητα οφείλεται στα χέρια τους· που, μετατοπίζοντας πολλές φορές κάτι ελάχιστο, αποσπούν την αίσθηση από το αντικείμενο που την προκαλεί, την χειρίζονται κατά διαφορετικό τρόπο κι αποκαλύπτουν σε μας τους άλλους μια κάτοψη του κόσμου πλησιέστερη προς την πραγματική, εάν μπορεί να το πει αυτό κανένας. Που, εντούτοις, είναι αλήθεια. Λίγο δεξιότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο πιο κόκκινο, λίγο πιο κίτρινο, κι ευθύς να: το φωτάκι ανάβει στον Παράδεισο των κατανοούντων.
Είναι ανοιχτή για τον καθένα μας η ιδιωτική του οδός. Και όμως· την ακολουθούν ελάχιστοι. Μερικοί, μόνον όταν συμβεί μία ή δύο φορές στη ζωή τους να είναι ερωτευμένοι. Κι οι υπόλοιποι ποτέ. Είναι αυτοί που αποχωρούν μια μέρα από τη ζωή χωρίς να έχουν πάρει καν είδηση τι τους συνέβη. Και είναι κρίμας. Είναι κρίμας αυτός ο ισόβιος εγκλεισμός στην κιβωτό της Ανάγκης, με καθηλωμένες τις αισθήσεις σε υπηρετικό επίπεδο. Και να ’φταιγε μόνον η έλλειψη παιδείας; Εδώ κι ένας αμπελουργός ή ένας ψαράς, εάν είναι αυθεντικοί, φτάνουν από την άποψη της συνειδητοποίησης των δρωμένων στον ίδιο βαθμό που φτάνει και ο ποιητής. Μυριάδες ανεπαίσθητες δονήσεις από την πυρωμένη γης ή το πρωινό πέλαγος επενεργούν επάνω τους, με αποτέλεσμα ο ψυχισμός τους να δέχεται και ν’ αποταμιεύει εγχαράξεις ανώνυμα θεϊκές.
Ο Μέγας Πόντος είναι πέντ’ έξι χιλιάδες λέξεις. Και το σκάφος μου ένας χώρος ίσαμε δεκαπέντε βήματα μάκρος που ανεβοκατεβαίνει ολοένα και προχωρεί ανάμεσα Ηρακλείτου και Πινδάρου με κατεύθυνση την Ακρόπολη και πιο πέρα, τα Φάληρα, τις Αίγινες.
Φυσάει νοτιάς και χλαπαταγάνε οι τέντες μου. Κάθομαι στο πιλοτήριο με την οικειότητα του πολύπειρου αλλά και τον κόμπο στον λαιμό του υπεύθυνου, που νιώθει να τον παρακολουθούνε με άγρυπνο μάτι ο Φρειδερίκος Χαίλντερλιν από τη μια και ο Διονύσιος Σολωμός από την άλλη. Δεν είναι αστεία. Μικρές δονήσεις από μιαν άκρα σιωπή χωμένη μέσα στον θόρυβο νιώθεις να σου ’ρχονται, όπως τα βλέμματα μιας κοπέλας που διακρίνεις μια στιγμή μέσα στο ανώνυμο πλήθος και χάνεται χωρίς να ξέρεις αν θα την ξανασυναντήσεις ποτέ. Δεν ξέρεις αν θα σου ξαναδοθεί ποτέ να σμίξεις τις λέξεις με την ίδια θαυμαστή ασυμμετρία ενός αριθμού τηλεφώνου που τόλμησες κάποτε, γοητευμένος, να πάρεις και σου άλλαξε τη ζωή. Επειδή το ίδιο είναι· η ίδια επιδίωξη· ν’ απαλλάξεις την έκφραση από την οσμή του παλαιοπωλείου και τις καθημερινές σου ημέρες από την σκουριά των χειραψιών και των φιλοφρονήσεων.
*Αποσπάσματα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη Ιδιωτική οδός (εκδόσεις «Ύψιλον», 1990), μια θεωρία ποίησης και ζωής, διατυπωμένη στο προσωπικό ύφος του ποιητή, με την καθαρότητα δοκιμίου και τον παλμό εκμυστήρευσης.
Κατά τον Ελύτη, κοινοί νόμοι διέπουν την ποίηση και τη ζωγραφική, τη ζωή και την τέχνη· οι λέξεις αναλογούν στις πράξεις, τα πράγματα αποσπασμένα από τη χρηστική τους λειτουργία οδηγούνται στην πρώτη τους αλήθεια και ο άνθρωπος στον πραγματικό του εαυτό.
Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης στις 2 Νοεμβρίου 1911.
Έζησε στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του το 1914.
Η καταγωγή του από τη Λέσβο, η γέννησή του στην Κρήτη, τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων στις Σπέτσες και τις Κυκλάδες διαμόρφωσαν μια βαθύτατα νησιωτική συνείδηση, που αργότερα στη διασταύρωσή της με τον υπερρεαλισμό δημιούργησε μια ποίηση πρωτότυπη, γεμάτη πλήθος λυρικών εικόνων, αλλά και επαναστατικών δυνάμεων.
Μια ποίηση που με άξονα το φως ζήτησε να αποκρυπτογραφήσει το μυστήριο της ύπαρξης.
Καλοκαίρι του ’70 στην τουρκοπατημένη πια Αμμόχωστο
Τελειώνοντας το γυμνάσιο στην Αθήνα, ο Ελύτης ακολούθησε νομικές σπουδές, ενώ υπηρέτησε ως ανθυπολοχαγός στον πόλεμο της Αλβανίας.
Εγκαταστάθηκε δύο φορές στο Παρίσι, (1948- 1951 και 1969-1971), όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας στη Σορβόννη και ήρθε σε επαφή με τους κυριότερους ποιητές και ζωγράφους του εικοστού αιώνα.
Το 1979 ο Ελύτης τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας.
Έζησε έως το τέλος του βίου του, στις 18 Μαρτίου 1996, αφοσιωμένος στην ποίηση.
Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Οδυσσέας Ελύτης στην Πάρο το 1954, διά χειρός του φίλου του Ανδρέα Εμπειρίκου.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις