Παγκόσμια θέρμανση: «Ανέφικτος» ο στόχος για το κλίμα, προειδοποιεί κορυφαίος ειδικός
«Το όριο των 1,5 βαθμών Κελσίου είναι νεκρό», εκτιμά ο Τζέιμς Χάνσεν.
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
Η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη επιταχύνεται και εντός της δεκαετίας θα ξεπεράσει τον κρίσιμο στόχο των 1,5 βαθμών Κελσίου, προειδοποιεί μελέτη στην οποία συμμετείχε ο Τζέιμς Χάνσεν, ένας από τους πρώτους κλιματολόγους που σήμανε συναγερμό για την παγκόσμια θέρμανση.
Η Συμφωνία του Παρισιού στην οποία κατέληξε η διεθνής κοινότητα το 2015 προβλέπει ότι η άνοδος της θερμοκρασίας έως τα τέλη του αιώνα δεν πρέπει να ξεπεράσει τους 1,5 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Σύμφωνα όμως με τη νέα ανάλυση, η οποία παρουσιάζεται στην επιθεώρηση Oxford Open Climate Change, ο στόχος είναι ήδη ανέφικτος.
«Το όριο των 1,5 βαθμών είναι νεκρό» δήλωσε ο Τζέιμς Χάνσεν, πρώην ερευνητής της NASA που σήμερα εργάζεται στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης.
Ένας από τους παράγοντες που επιταχύνουν την άνοδο της θερμοκρασίας είναι η μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης
Ο Χάνσεν έγραψε ιστορία με την ομιλία που απηύθυνε το 1988 στο αμερικανικό Κογκρέσο για την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής, μια ομιλία που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση των κυβερνήσεων.
«Είναι αμέλεια τη επιστημονικής μας κοινότητας που δεν κατέστησε σαφές στους πολιτικούς ηγέτες ποια είναι η κατάσταση» υποστήριξε ο ερευνητής.
Η μέση θερμοκρασία του πλανήτη έχει ήδη ανέβει κατά σχεδόν 1,2 βαθμούς σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της νέας μελέτης, τα δυσοίωνα νέα ευρήματα πρέπει να ληφθούν υπόψη στην επόμενη σύνοδο του ΟΗΕ για το κλίμα που ξεκινά αυτό τον μήνα στο Ντουμπάι.
Ορισμένοι επιστήμονες εξέφρασαν ωστόσο επιφυλάξεις για τα συμπεράσματα της ανάλυσης.
Δύο παράγοντες
Σύμφωνα με τη μελέτη, ο ρυθμός της ανόδου της θερμοκρασίας έχει υποεκτιμηθεί για δύο βασικούς λόγους.
Ο πρώτος είναι η ευαισθησία του παγκόσμιου κλίματος στην αύξηση των επιπέδων του διοξειδίου του άνθρακα, κύριου αερίου του θερμοκηπίου. Σύμφωνα με την εκτίμηση της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, ο διπλασιασμός της συγκέντρωσης του CO2 θα οδηγούσε σε άνοδο της θερμοκρασίας κατά περίπου 3 βαθμούς.
Ωστόσο οι ερευνητές που υπογράφουν τη νέα ανάλυση εκτιμούν ότι, σύμφωνα με δεδομένα προηγούμενων μελετών για το κλίμα της Γης στο μακρινό παρελθόν, η άνοδος θα είναι πολύ μεγαλύτερη, περίπου κατά 4,8 βαθμούς.
Τα επίπεδα CO2 έχουν ανέβει από τα 280 μέρη ανά εκατομμύριο (ppm) στην προβιομηχανική εποχή στα 418 ppm σήμερα.
Ο δεύτερος παράγοντας που αναγνωρίζει η μελέτη είναι περιέργως η μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και κυρίως των εκπομπών διοξειδίου του θείου από την καύση λιθάνθρακα και τα ναυτιλιακά καύσιμα.
Το διοξείδιο του θείου βλάπτει την ανθρώπινη υγεία, ταυτόχρονα όμως ανακλά ένα μέρος της εισερχόμενης ηλιακής ακτινοβολίας και βοηθά έτσι τον πλανήτη να παραμείνει δροσερός.
Ως αποτέλεσμα, η μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ειδικά στην Κίνα, επιτάχυνε την άνοδο της θερμοκρασίας.
Ορισμένοι επιστήμονες δήλωσαν πάντως επιφυλακτικοί για τα ευρήματα. Ο Μάικλ Μαν του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια υποστήριξε ότι η μελέτη υπερεκτιμά τόσο την την ευαισθησία της Γης στο CO2 όσο και την επίδραση της μείωσης της ρύπανσης.
Άλλοι ερευνητές εκτίμησαν ωστόσο ότι η μελέτη βρίσκεται σε συμφωνία με άλλες έρετνες.
«Τα πάντα επιταχύνονται» δήλωσε ο κλιματολόγος Κλάους Χούμπατσεκ του Πανεπιστημίου του Γκρένιγκεν.
Στις αρχές της εβδομάδας, μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Nature Climate Change προειδοποιούσε ότι για να έχουμε πιθανότητα 50% να επιτευχθεί ο στόχος των 1,5 βαθμών η ανθρωπότητα θα πρέπει να μηδενίσει τις καθαρές εκπομπές άνθρακα ήδη από το 20345, αντί για το 2050 σύμφωνα με το σημερινό χρονοδιάγραμμα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις