Η Ζάκυνθος, αναστημένη απ’ τα ερείπια των σεισμών, «ωραία και μόνη», έλαμπε προχτές κάτω απ’ τον ήλιο του καλοκαιριού της για να υποδεχτή τον Κάλβο. Όλα ήταν φρέσκα και νέα. Δεν υπήρχε αέρας πένθους και θανάτου. Περιρρέουσα ατμόσφαιρα ήταν εκείνο το ανάλαφρο που έχουν τα νησιά μας, το εράσμιο, το χαμογελαστό. Που δε σηκώνει μοιρολόι γιατί νικά την αγριάδα του θανάτου μες στην αίσθηση της αιωνιότητας και της ομορφιάς και επιτέλους μες στην αίσθηση του παιχνιδιού που είναι η ζωή. Τα πρόσωπα, προχτές, στη Ζάκυνθο, τα χαμογελαστά, τα φιλοπαίγμονα πρόσωπα των νησιωτών μας, των αντρών και των γυναικών του Ιονίου, των αγοριών και των κοριτσιών που είχαν γεμίσει την Πλατεία Ρούγα και την Πλατεία του Σολωμού και τα μπαλκόνια τα στολισμένα με γεράνια, δεν έκαναν καμμιά προσπάθεια να ψευτίσουν, να υποκριθούν τον τεθλιμμένο επειδή δέχονταν ένα νεκροσέντουκο. Όχι. Εδώ, με ό,τι συνέβαινε, ήταν μια νίκη του ανθρώπου επάνω στην αγριότητα του καιρού μας και έπρεπε να τη γιορτάσουμε: ένας ποιητής επέστρεφε στο νησί του. Το Τζάντε είναι χώρα των ποιητών και των τραγουδιστών. Λοιπόν, καλώς ήλθε ο Ανδρέας Κάλβος! «Χαίρε Αυσονία, χαίρε Αλβιών, χαιρέτωσαν τα ένδοξα Παρίσια». Αλλά ωραία και μόνη είναι η Ζάκυνθος!


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 7.6.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Δεν υπάρχει άνθρωπος που τόσο να επεθύμησε, όσο ζούσε, να είναι στην πατρίδα του, που τόσο να θέλησε να αναπαυθή στην πατρίδα του και που, όμως, να υποχρεώθηκε να μείνη τόσο στην ξενιτιά, όσο ο Κάλβος. Καθώς ανατρέχουμε στο βίο του σταματούμε στην περικοπή μιας προφητικής επιστολής του Ούγου Φώσκολου προς τον Μιχαήλ Τσιτσιλιάνην. Χρόνος, 1 Οκτωβρίου 1813. Γράφει ο Φώσκολος: «Ζη εδώ μαζί μου από έτους και με βοηθεί εις τας μελέτας μου και συμμερίζεται τας φροντίδας της ζωής μου εις νέος γεννηθείς εν Ζακύνθω εκ πατρός και μητρός Ζακυνθίων ονομαζόμενος Ανδρέας Κάλβος. Όταν επιστρέψω εις Μιλάνον (πράγμα το οποίον δεν θα βραδύνη), θα τον κρατήσω ως σύντροφόν μου, ίνα μη εγκαταλείψω την ανατέλλουσαν αυτήν ιδιοφυΐαν και ένα συμπολίτην εις την πτωχείαν, διδάσκαλον των χυδαίων τεχνών. Συ γνωρίζεις ότι η πτωχεία ο Όμηρος δε το είπε πρώτος και σαφέστερον παντός άλλου καταστρέφει τα πτερά του πνεύματος. Ο Κάλβος γράφει με ωραίον χαρακτήρα, γνωρίζει ολίγα γαλλικά και ελληνικά, αλλά πολλά ιταλικά. Έγραψεν εις την οικίαν μου δύο τραγωδίας, αι οποίαι δεν συγκρίνονται αληθώς προς τας των μεγάλων ποιητών, προμηνύουν όμως ουχί κοινήν τύχην. Δεν είναι ούτε εικοσιτεσσάρων ετών. Εξ άλλου ζη ζωήν ηθικήν και μετρημένην, και είναι ηθικός φιλόσοφος μάλλον εξ αιτίας της καλής φύσεως παρά εξ αιτίας ματαιοφροσύνης διά γνώμας τας οποίας έχει αποκομίσει από βιβλία. Γνωρίζεις όμως ότι δεν είμαι ούτε πλούσιος ούτε βέβαιος περί της ζωής μου. Διά τούτο θα επεθύμουν ο πτωχός αυτός νέος να απέκτα τα μέσα ίνα προοδεύση εις τας σπουδάς του, αν η τύχη εις το μέλλον με ημπόδιζε να δυνηθώ να τον βοηθήσω. Εσκέφθη να ζητήση από την πατρίδα του ετησίαν υποτροφίαν διά μίαν πενταετίαν, αφού δε καταστή λόγιος και ικανός να επιστρέψη εις την χώραν του διά να διδάξη την νεολαίαν, πράγμα το οποίον θα ήτο ωφέλιμον και εις αυτόν και εις την πατρίδα του».


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 7.6.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αλλά η μοίρα του Κάλβου ήταν η ξενιτιά. Εκτός από τον λίγο καιρό που έμεινε και δίδαξε φιλοσοφία και φιλολογία στην Κέρκυρα βρέθηκε, τον υπόλοιπο καιρό, αναγκασμένος να ζήση μακρυά απ’ το νησί του. Σπάνια ο καημός της γενέθλιας γης, η νοσταλγία της, βρήκε τον τρόπο να γίνη τόσο συγκλονιστική φωνή όσο στους εξαίσιους στίχους του:

Ω φιλτάτη πατρίς,
ω θαυμασία νήσος,
Ζάκυνθε· συ μου έδωκας
την πνοήν, και του Απόλλωνος
τα χρυσά δώρα!

Και συ τον ύμνον δέξου·
εχθαίρουσιν οι Αθάνατοι
την ψυχήν, και βροντάουσιν
επί τας κεφαλάς
των αχαρίστων.

Ποτέ δεν σε ελησμόνησα,
ποτέ· — Και η τύχη μ’ έρριψε
μακρά από σε· με είδε
το πέμπτον του αιώνος
εις ξένα έθνη.

Αλλά ευτυχής, ή δύστηνος,
όταν το φως επλούτει
τα βουνά και τα κύματα,
σε εμπρός των οφθαλμών μου
πάντοτες είχον.

Συ, όταν τα ουράνια
ρόδα με το αμαυρότατον
πέπλον σκεπάζει η νύκτα,
συ είσαι των ονείρων μου
η χαρά μόνη.

Τη μοίρα του ανθρώπου, τους στίχους του, τον καημό της ξενιτιάς του είχαμε προχθές αδιάκοπα στο νου μας όλοι όσοι παρασταθήκαμε στη Ζάκυνθο το γυρισμό του Κάλβου. Είχε πράγματι ομορφιά και ποίηση αυτή η επιστροφή: σε μια εποχή που ο άνθρωπος πάει να παραφρονήση απ’ την τρομακτική δύναμη της ενέργειας που απεδέσμευσε και υπέταξε σε μια εποχή που δίδαξε την περιφρόνηση του ανθρωπίνου πλάσματος στέλνοντας εκατομμύρια ψυχές στους κλιβάνους να γίνουν στάχτη· σε μια εποχή που απειλεί έναν πόλεμο που μέλλει να εξαφανίση τη ζωή από τον πλανήτη μας. Την ίδια εποχή εμείς αναζητούμε έναν τάφο στην Αγγλία. Κάπου σ’ αυτή τη χλοϊσμένη, υγρή γη έχουν θάψει, εδώ και εκατό χρόνια, ένα νησιώτη ποιητή μας. Πού είναι αυτός ο τάφος; Η ύστατη παράκληση που έκανε, ο νησιώτης, η ύστατη επίκληση στη μοίρα του ήταν αυτή:

Ας μη μου δώση η μοίρα μου
εις ξένην γην τον τάφον·
είναι γλυκύς ο θάνατος
μόνον όταν κοιμώμεθα
εις την πατρίδα.

Επιτέλους ο τάφος του χαμένου ποιητή του Ιονίου βρέθηκε σ’ ένα ερημικό νεκροταφείο της Αγγλίας. Και σε μια εποχή, όπως είπαμε, που περιφρονεί τα πάντα, που σαρκάζει και λοιδορεί, που μεθά από δύναμη και αυταρέσκεια και ετοιμάζεται να πατήση ένα κουμπί και να καταποντίση το παν, εμείς γυρίζουμε στο αρχέγονο πλάσμα. Που γυρεύει τη σπηλιά του όταν προαισθανθή το θάνατο, χώνεται μέσα εκεί και περιμένει. Και βοηθούμε έναν ποιητή ύστερα από εκατό χρόνια να βρη τη σπηλιά του το φως του Ιονίου.


Το ταφικό μνημείο του Ανδρέα Κάλβου στην ανατολική Αγγλία

Α, είχε ομορφιά και δύναμη και ελπίδα η προχτεσινή επιστροφή του Κάλβου στη Ζάκυνθο.

*Κείμενο του λογοτέχνη και ακαδημαϊκού Ηλία Βενέζη, που έφερε τον τίτλο «Ο Κάλβος επιστρέφει στη Ζάκυνθο» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 7 Ιουνίου 1960.

Ο Ανδρέας Κάλβος, ένας από τους κορυφαίους ποιητές μας, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792 και απεβίωσε στην Αγγλία στις 3 Νοεμβρίου 1869.


Πυρήνας όλου του έργου του Κάλβου στάθηκε ο ένθερμος φιλελευθερισμός του, κεντρική ιδέα στην ποίησή του είναι η αρετή, όχι μόνο με την αρχαία ελληνική (ανδρεία) και τη χριστιανική σημασία της, αλλά και με την κοινωνική της ιδιότητα, την ενεργητική, που παρακινεί τον άνθρωπο στο κοινό καλό. Η αρετή του, δηλαδή, είναι ένας άσβεστος πόθος για ελευθερία και δικαιοσύνη.

Οι υψηλές ιδέες του Κάλβου εκφράζονται με μια εντελώς ξεχωριστή ιδιοτυπία τόσο στη γλώσσα όσο και στη δομή και τη στιχουργία των ποιημάτων του. Ίσως αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που οι σύγχρονοί του, αλλά και οι μεταγενέστεροι αγνόησαν ή και περιφρόνησαν ακόμη το έργο του. Πρώτος ο Παλαμάς το 1888 μίλησε με ενθουσιασμό για τη μεγάλη ποιητική αξία των «Ωδών» του.


Πηγή: Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων

Το 1960, κατόπιν ενεργειών του ελληνικού κράτους, τα οστά του Κάλβου μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο (αναπαύονται στο μαυσωλείο του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, δίπλα στα οστά του εθνικού μας ποιητή).