[…]

Όποιον ορισμό του λαϊκισμού και αν επιλέξει κανείς, οφείλει να δεχθεί ότι αναγκαία παράμετρός του ως ιδεολογίας και ως πολιτικής πρακτικής είναι η συνειδητή υποβάθμιση της σημασίας των όποιων θεσμικών εγγυήσεων. Αποβλέποντας στην αποκατάσταση, χωρίς διαμεσολαβήσεις, μιας άμεσης σχέσης ανάμεσα στον ηγέτη και τις μάζες, ο λαϊκισμός όπως σωστά έχει επισημάνει ο Νίκος Μουζέλης αποστρέφεται κάθε είδους ενδιάμεσα όργανα τα οποία, στο πλαίσιο του κόμματος, θα κινδύνευαν να νοθεύσουν την «αυθεντική» ταύτιση των απλών μελών με τον αρχηγό. Γι’ αυτό και τα λαϊκιστικά κόμματα προτιμούν να αυτοαποκαλούνται «κινήματα», για τα οποία, ως γνωστόν, δεν μετρούν τόσο οι όποιες εσωτερικές διαδικασίες όσο η αναγωγή και εξάρτηση των πάντων από τον αρχηγό.

Πέρα, όμως, από την εσωκομματική διάσταση του ζητήματος, εκείνο που χαρακτηρίζει τα λαϊκιστικά κινήματα είναι η περιφρόνηση των θεσμών, τόσο σε επίπεδο κράτους όσο και σε επίπεδο κοινωνίας. Αν δεν σταθεί κανείς μόνο στα λόγια, αλλά παρατηρήσει πιο προσεκτικά την πράξη των κινημάτων αυτών, θα διαπιστώσει ότι τόσο οι κρατικοί όσο και οι ιδιωτικοί θεσμοί εξαίρονται μόνο στο μέτρο που ελέγχονται. Αν, αντίθετα, συμβεί να ξεφύγουν από την επιρροή της ηγεσίας, πολύ δε περισσότερο να καταστούν απειλητικοί, τότε οι θεσμοί αυτοί, είτε πρόκειται για αντιπροσωπευτικά σώματα είτε για δικαστήρια είτε για συνδικάτα, αποδυναμώνονται και ενδεχομένως αποκεφαλίζονται. Τα παραδείγματα από την πρακτική τόσο των δεξιών όσο και των λεγόμενων αριστερών λαϊκιστικών κινημάτων του 20ού αιώνα στα Βαλκάνια, την Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική είναι άφθονα, εύγλωττα και γνωστά, ώστε να περιττεύει η υπενθύμισή τους.

Στη νεότερη Ελλάδα, οι καταβολές του λαϊκισμού είναι παλιές και η διαμάχη του με το ρεύμα του συνταγματικού εκσυγχρονισμού ανάγεται στα πρώτα χρόνια της εθνικής ανεξαρτησίας. Έτσι, προσπερνώντας τη χαρακτηριστική σύγκρουση «αυτόχθονων» και «ετερόχθονων» και ενδίδοντας ενδεχομένως σε υπεραπλουστεύσεις, θα μπορούσε να δει κανείς μια συνέχεια στον Ιω. Κωλέττη, τον Θεόδ. Δηλιγιάννη και τον βασιλιά Κωνσταντίνο τον Α’ από τη μια μεριά, και στον Αλ. Μαυροκορδάτο, τον Χαρ. Τρικούπη και τον Ελ. Βενιζέλο από την άλλη. Όσο και αν είναι επικίνδυνο να χρησιμοποιούνται σύγχρονοι όροι για τον χαρακτηρισμό παλαιότερων κοινωνικών φαινομένων, η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις ήταν, σε τελευταία ανάλυση, σύγκρουση λαϊκιστών κατά εκσυγχρονιστών. Ενόσω οι πρώτοι εστερούντο θεσμικού λόγου και ηρκούντο σε μιαν αόριστη έκκληση προς τον λαό και τα συναισθήματά του, οι δεύτεροι απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην εισαγωγή θεσμών του δυτικού τύπου κράτους στο νεαρό βασίλειο.


Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο η αντιπαράθεση λαϊκιστών και εκσυγχρονιστών δεν εξέλιπε. Απλώς έπαυσε να είναι η κυρίαρχη, καθώς υποτάχθηκε στη μείζονα σύγκρουση Δεξιάς και Αριστεράς, τέμνοντας καθέτως το καθένα από τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Από διαπαραταξιακή κατέστη έτσι ενδοπαραταξιακή. Χωρίς να χάσει ποτέ τη σημασία της, επηρέασε ουσιαστικά την πορεία του ιδιόμορφου μεταπολεμικού κοινοβουλευτισμού μας. Με την 21η Απριλίου ο λαϊκισμός φάνηκε να επικρατεί.

Η αποκατάσταση της δημοκρατίας, το 1974, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως νίκη των εκσυγχρονιστών. Και το ότι η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία είναι το κοινοβουλευτικά συνεπέστερο πολίτευμα που γνώρισε ο τόπος μας εδώ και πολλές δεκαετίες συνιστά, δίχως άλλο, τίτλο τιμής για τους ιδρυτές της. Εν τούτοις, η εκσυγχρονιστική πνοή της πρώτης μεταδικτατορικής περιόδου γρήγορα έχασε τον δυναμισμό της, καθώς, σταδιακά, ο λαϊκισμός άρχισε να κερδίζει έδαφος σε όλο το πλάτος του πολιτικού φάσματος: στον συντηρητικό χώρο αρχικά, με την εντυπωσιακή άνοδο της Εθνικής Παράταξης το 1977 και τις υπαναχωρήσεις που η άνοδος αυτή προκάλεσε στον καραμανλικό «ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό». Στον κεντρώο – κεντροαριστερό χώρο, στη συνέχεια, με την οριστική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ και, ειδικότερα, της αρχηγικής-τριτοκοσμικής τάσης του. Στην Αριστερά, τέλος, με τη συρρίκνωση και τη βαθμιαία εξαφάνιση του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος.

Με απαρχή τα γεγονότα της θλιβερά ιστορικής 9ης Μαρτίου 1985* και παρά τις σοβαρές απόπειρες των εκσυγχρονιστών μέσα στο ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι όμως παρέμειναν τελικά περιθωριακοί η τελευταία τετραετία κατέδειξε τα όρια του λαϊκισμού στο επίπεδο των θεσμών. Η έλλειψη συγκροτημένων ελέγχων στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας, πέρα από την αλαζονεία και τη διαφθορά, οδήγησε στην απώλεια της αξιοπιστίας των κυβερνώντων και στην τραγικά αποκαλυπτική αποστροφή του λόγου της Κοζάνης: «Δεν υπάρχουν θεσμοί, παρά μόνον ο λαός»**.


Αναζητώντας την απάντηση στο ερώτημα «τι τελικά έφταιξε για την ελληνική κακοδαιμονία», ορισμένοι διατύπωσαν σποραδικά στην αρχή και πιο μεθοδικά στη συνέχεια έναν ενδιαφέροντα θεσμικό λόγο, τόσο μέσα στους κόλπους της συντηρητικής παράταξης όσο και στον χώρο της Αριστεράς, τη γοργή εξέλιξη της οποίας ασφαλώς επιτάχυναν τα κοσμογονικά γεγονότα των τελευταίων ετών στη Σοβιετική Ένωση και την Ανατολική Ευρώπη. Η επιτυχία του εγχειρήματος του κ. Έβερτ στον Δήμο Αθηναίων από τη μια πλευρά, και οι γελοιογραφίες του Στάθη στον «Ριζοσπάστη» από την άλλη, απλώς ανήγγελλαν ήδη από το 1986 την υποχώρηση του ξύλινου λαϊκιστικού λόγου και την άνοδο των εκσυγχρονιστών. Το φετινό καλοκαίρι ήταν ορατό εδώ και 2-3 τουλάχιστον χρόνια.

Πρόσφατα, ο Κωνστ. Σημίτης έγραφε ότι η απάντηση στη λαϊκιστική κρίση «δεν μπορεί να προέλθει μόνον από την αντιπαράθεση των κομμάτων. Θα προέλθει και από την αντιπαράθεση λαϊκιστών και εκσυγχρονιστών μέσα στα κόμματα». Έτσι, πέρα από την ευόδωση του θεσμικού έργου της σημερινής μεταβατικής κυβέρνησης (σ.σ. κυβέρνηση Τζαννή Τζαννετάκη), απομένει να δούμε, στις εβδομάδες και τους μήνες που έρχονται, ποια θα είναι η έκβαση της παλιάς αυτής διαμάχης. Από αυτήν εξαρτώνται πολλά για το μέλλον της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας.


*Αιφνίδια και πρωτοφανής για τα πολιτικά ήθη μεταστροφή τού τότε πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου, στο ζήτημα της επανεκλογής του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.

**Προεκλογική ομιλία Ανδρέα Παπανδρέου στην Κοζάνη.


Όσα διαβάσατε ανωτέρω είναι εκτενές απόσπασμα από άρθρο του διαπρεπούς συνταγματολόγου και συγγραφέα Νίκου Αλιβιζάτου, που έφερε τον τίτλο «Θεσμοί και λαϊκισμός» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 17 Σεπτεμβρίου 1989.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.9.1989, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Μια εξαιρετική ακτινογραφία της ελληνικής κακοδαιμονίας χωρίς αοριστολογίες, μια ρεαλιστική αποτύπωση της πολιτικής μας πραγματικότητας με «διευθύνσεις και ονόματα».


Η σημερινή δημοσίευση γίνεται με αφορμή τις δύο εκδηλώσεις που θα πραγματοποιηθούν απόψε παρόντος τού νυν πρωθυπουργού για δύο πολέμιους του λαϊκισμού, για δύο υπέρμαχους του εκσυγχρονισμού: η πρώτη εις μνήμην της Μαριέττας Γιαννάκου, η δεύτερη προς τιμήν του Κώστα Σημίτη.