Φώτης Κόντογλου: «Το υπέρ φύσιν και το υπέρ αίσθησιν»
Η αγιογραφία ως πνευματική όραση και σύνδεσμος με τα υπερκόσμια
- Με αλλεπάλληλες μαχαιριές η δολοφονία στο ξενοδοχείο στην Καλαμάτα - Ομολόγησε ο 35χρονος
- ΗΠΑ: Κρίσιμο 48ωρο – Ο Τραμπ οδηγεί τη χώρα σε… shutdown
- Αποκάλυψη in: Μία πολυμήχανη 86χρονη παγίδευσε μέλη συμμορίας «εικονικών ατυχημάτων» στα Χανιά
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
Η θρησκεία του Χριστού είναι η αποκάλυψη της αλήθειας απ’ Αυτόν. Κι’ αυτή η αλήθεια είναι η γνώση του αληθινού Θεού και του πνευματικού κόσμου. Πνευματικός κόσμος δεν είναι αυτός που τον λέγανε πνευματικόν οι άνθρωποι, και τον λένε ακόμα.
Τη θρησκεία του ο Χριστός την λέγει «οίνον καινόν», «καινούργιο κρασί», και «άρτον από του ουρανού καταβάντα». Ο απόστολος Παύλος λέγει «Ώστε ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις. Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γένονε καινά τα πάντα».
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 24.3.1962, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Σε μια τέτοια θρησκεία, που κάνει εκείνον που την πιστεύει «καινόν άνθρωπον», όλα είναι «καινά», όλα είναι καινούργια. Έτσι κι’ η τέχνη που μορφώθηκε σιγά-σιγά από το πνεύμα της θρησκείας αυτής και που μ’ αυτή βρήκε έκφραση το μυστήριό της, είναι τέχνη «καινή», «καινούργια», που δεν μοιάζει με καμμιά άλλη, όπως η θρησκεία του Χριστού δεν είναι όμοια με καμμιά, μ’ όλα που λένε κάποιοι που βλέπουνε μόνο κάποια εξωτερικά γνωρίσματα.
Η αρχιτεκτονική, η μουσική, η ζωγραφική, η υμνολογία της, μ’ όλο που μεταχειρίζονται υλικά στοιχεία, θρέφουνε την ψυχή των πιστών με πνεύμα και τα έργα τους είναι σαν σκαλούνια που τους ανεβάζουνε από τη γη στον ουρανό, από την επίγεια και πρόσκαιρη πολιτεία, στην ουράνια και στην αιώνια. Τούτο γίνεται όσο είναι μπορετό στην ανθρώπινη φύση.
Γι’ αυτό, οι εκκλησιαστικές τέχνες είναι «αναγωγικές», δηλαδή ανεβάζουνε τα φυσικά φαινόμενα και τα κάνουνε να πάρουνε «την καλήν αλλοίωσιν». Λέγουνται ακόμα αυτές οι τέχνες και λειτουργικές, γιατί μ’ αυτές η ψυχή γεύεται το λειτουργικό στοιχείο, που μ’ αυτό λατρεύεται ο Θεός κι’ ο άνθρωπος γίνεται όμοιος με τις ουράνιες Δυνάμεις και αισθάνεται τη ζωή την αθάνατη.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 24.3.1962, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η εκκλησιαστική λειτουργική ή λατρευτική ζωγραφική μορφώθηκε προπάντων από το Βυζάντιο, που στάθηκε η μυστική Κιβωτός της θρησκείας του Χριστού και ωνομάσθηκε Αγιογραφία. Η αγιογραφία, όπως οι άλλες εκκλησιαστικές τέχνες, δεν έχει σκοπό να ευχαριστήση την σαρκική όραση, αλλά να την μετασκευάση σε πνευματική, ώστε μέσα από τα εγκόσμια φαινόμενα να βλέπη τα υπερκόσμια.
Όθεν, αυτή η τέχνη δεν είναι αναπαραστατική. Αναπαραστατική έγινε στην Ιταλία, κατά τη λεγόμενη Αναγέννηση, επειδή η τέχνη ήτανε η έκφραση ενός χριστιανισμού που παραμορφώθηκε από τη φιλοσοφία, κι’ έγινε μια υλιστική εγκόσμια γνώση, κι’ η Δυτική Εκκλησία ένα εγκόσμιο σύστημα. Κι’ όπως πήγε πίσω στη φιλοσοφία των αρχαίων η θεολογία, έτσι κι’ η ζωγραφική που την εξέφραζε πήγε κι’ αυτή πίσω στην αρχαία ειδωλολατρική τέχνη και καλά την ονομάσανε Αναγέννηση, γιατί στ’ αλήθεια ήτανε ξαναγέννηση του αρχαίου σαρκικού φρονήματος της ειδωλολατρείας.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 24.3.1962, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Όπως οι θεολόγοι εκείνοι γυρίσανε στα θολά βαλτόνερα της φιλοσοφίας, γιατί δεν ήτανε σε θέση να γευτούνε και να νοιώσουνε το καθαρό και δροσερό νερό του Ευαγγελίου, «το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον», έτσι κι’ οι ζωγράφοι που κάνανε την Αναγέννηση δεν ήτανε σε θέση να καταλάβουνε το μυστικό βάθος της λειτουργικής εικονογραφίας της Ανατολής, του Βυζαντίου. Κι’ όπως οι θεολόγοι νομίζανε πως θα τελειοποιήσουνε τη θρησκεία του Χριστού με τη φιλοσοφία, γιατί τους φαινότανε πολύ απλοϊκή, μη όντας σε θέση να μπούνε στο βάθος της θεϊκής εκείνης απλότητας, έτσι κι’ οι ζωγράφοι είχανε την ιδέα πως τελειοποιούνε την λειτουργική τέχνη, την λεγόμενη πιο απλά βυζαντινή, κάνοντάς την φυσικώτερη.
Αρχίσανε λοιπόν και δουλεύανε αντιγράφοντας από το φυσικό, τα πρόσωπα, τα ρούχα, τα κτίρια, τις τοποθεσίες, όλα τα φυσικά φαινόμενα, κάνοντας αγιογραφία με τον ορθολογισμό που θέλανε να κάνουνε θεολογία οι θεολόγοι. Μα όσο γίνεται θεολογία με ορθολογισμό, άλλο τόσο γίνεται και θρησκευτική εικονογραφία με τη φυσική απομίμηση.
Αυτή είναι η αιτία που τα έργα τους δεν έχουνε κανένα μυστήριο, μήτε αληθινά πνευματικόν χαρακτήρα. Καταλαβαίνει κανένας πως έχει μπροστά του κάποιους ανθρώπους που παρασταίνουνε ψεύτικα τους αγίους κι’ όχι αληθινούς αγίους. Κυττάξετε τις διάφορες Παναγίες, τις Madonnes, που ποζάρουνε υποκριτικά, ακόμα κι’ οι θλιμμένες, που κλαίνε, που αυτές είναι ακόμα πιο ψεύτικες! Ξόανα και είδωλα για ρηχούς ανθρώπους. Ο λαός μας, που πήρε μεγάλη και βαθειά παιδεία από τη θρησκεία του Χριστού, επί αιώνες κι’ ας φαίνεται απέξω απαίδευτος, «Φραγκοπαναγιά» λέγει τη γυναίκα που υποκρίνεται την τίμια, μα που δεν είναι στ’ αλήθεια, ξεχωρίζοντας έτσι την «Φραγκοπαναγιά» από την Παναγιά, από την αληθινή την Παναγιά, τη Μητέρα του Χριστού και Θεού, την αυστηρή Οδηγήτρια, «την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν, ασυγκρίτως, των Σεραφείμ». Με άλλα λόγια, με τον πιο απλό τρόπο χώρισε νέτα-σκέτα την κοσμική τέχνη από την λατρευτική.
Οι ζωγράφοι της δυτικής θρησκευτικής ζωγραφικής, θέλοντας να παραστήσουνε τα υπερφυσικά οράματα της θρησκείας, πήρανε για μοντέλα κάποια φυσικά φαινόμενα, όπως είναι τα σύννεφα, τα βασιλέματα, το φεγγάρι, τον ήλιο με τις ακτίνες. Μ’ αυτά προσπαθήσανε να παραστήσουνε την ουράνια δόξα και τον κόσμο της αθανασίας, όπως είπανε «πνευματικά» κάποια πράγματα που είναι συναισθηματικά, μα δεν είναι πνευματικά.
Μάταια όμως. Γιατί η μακαριότητα της άλλης ζωής δεν είναι η συνέχεια της αισθηματικής ευτυχίας τούτου του κόσμου, μήτε έχει καμμιά σχέση με την ευχαρίστηση που νοιώθουνε οι αισθήσεις σε τούτη τη ζωή. Ο απόστολος Παύλος, μιλώντας για τα αγαθά της μέλλουσας μακαριότητας, λέγει πως αυτά είναι τέτοια που δεν τα είδε μάτι, και που αυτί δεν τάκουσε και που δεν τα ένοιωσε καρδιά ανθρώπινη, «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη».
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 24.3.1962, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Πώς λοιπόν να παρασταθή αυτός ο κόσμος που βρίσκεται πέρα από κάθε τι που νοιώθει ο άνθρωπος με τις αισθήσεις, πώς μπορεί να παρασταθή με μια τέχνη που είναι φυσική και που αποτείνεται στις αισθήσεις; Πώς να ζωγραφίζη «το υπέρ φύσιν και το υπέρ αίσθησιν»;
Βέβαια, ο άνθρωπος θα πάρη στοιχεία από τον αισθητόν κόσμο, «των αισθήσεων ένεκα», αλλά για να μπορέση να εκφράση «το υπέρ αίσθησιν», πρέπει να διυλίση αυτά τα στοιχεία, να τα αναγάγη εις ύψος, να τα μετουσιώση από σαρκικά σε πνευματικά, όπως η πίστη μετουσιώνει τα αισθήματα του ανθρώπου και τα κάνει πνευματικά από σαρκικά. «Είδα, λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, κάποιους ανθρώπους που ήτανε παραδομένοι με πάθος στον σαρκικόν έρωτα και σαν φωτισθήκανε και πήρανε τον δρόμο του Χριστού, με τη θεία χάρη μεταλλάχθηκε μέσα τους το άγριο αυτό σαρκικό πάθος σε μεγάλη αγάπη προς τον Κύριο».
Έτσι, και τα στοιχεία τα υλικά, που παίρνει από τον αισθητό κόσμο η βυζαντινή εικονογραφία, μετουσιώνουνται υπερφυώς σε πνευματικά, κι’ αφού περάσουνε από την καθαρή ψυχή του ανθρώπου που ζη κατά Χριστόν, σαν το χρυσάφι από το χωνευτήρι, εκφράζουνε, όσο είναι μπορετό στον άνθρωπο που φορεί υλικό σώμα, εκείνα που λέγει ο απόστολος Παύλος «α οφθαλμός ουκ είδε και ουκ ανέβη».
Το κάλλος της λειτουργικής τέχνης δεν είναι κάλλος σαρκικό, αλλά κάλλος πνευματικό. Γι’ αυτό, όσοι κρίνουνε αυτή την τέχνη με τα μέτρα τούτου του κόσμου λένε πως είναι άσχημα κι’ αποκρουστικά τα πρόσωπα της βυζαντινής αγιογραφίας, ενώ για έναν πιστόν αυτά έχουνε το πνευματικό κάλλος, τη λεγόμενη «καλήν αλλοίωσιν».
Ο απόστολος Παύλος λέγει «Εμείς (που κηρύττουμε το Ευαγγέλιο και ζούμε κατά Χριστόν) είμαστε ευωδία του Χριστού, σε κείνους που σώζονται και σε κείνους που χάνονται. Και σε κείνους που έχουνε μέσα τους τη μυρουδιά του θανάτου (της σάρκας) μυρίζουμε θάνατο, και σε κείνους που έχουνε μέσα τους τη μυρουδιά της ζωής μυρίζουμε ζωή».
Κι’ ο μακάριος όσιος άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει «Κάποιος ασκητής, όποτε τύχαινε να δη ένα έμορφον άνθρωπο, άνδρα ή γυναίκα, δόξαζε με όλη την καρδιά του τον Ποιητή που έπλασε τον άνθρωπο, κι’ από μονάχη την όψη του ωρμούσε στην αγάπη του Θεού κι’ έχυνε γι’ αυτόν πηγή από δάκρυα. Και θαύμαζε κανένας, βλέποντας να γίνεται σ’ αυτόν τον άνθρωπο αιτία για στεφάνωμα και να τον ανεβάζη απάνω από τη φύση, εκείνο το πράγμα που σε άλλον γίνεται αιτία να βρωμίση την ψυχή του. Όποιος αισθάνεται έτσι το κάλλος, αυτός αναστήθηκε άφθαρτος, πριν να αναστηθούνε οι νεκροί κατά την κοινή ανάσταση».
*Κείμενο του Φώτη Κόντογλου, που έφερε τον τίτλο «Τι είναι η ορθόδοξη εικονογραφία» και είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» που είχε κυκλοφορήσει στις 24 Μαρτίου 1962.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 24.3.1962, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Γεννημένος στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας στις 8 Νοεμβρίου 1895, ο Φώτης Κόντογλου αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους έλληνες ζωγράφους και πνευματικούς δημιουργούς του 20ού αιώνα.
Ο Κόντογλου ενεγράφη αρχικά στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και ακολούθως ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Εκεί γνώρισε και σπούδασε τη λεγόμενη Δυτική ζωγραφική, αλλά τελικά αφιερώθηκε στη βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, που γνώρισε σε βάθος όταν επισκέφθηκε το Άγιον Όρος, το 1923.
Ο Κόντογλου φιλοτέχνησε πολλές φορητές εικόνες, εικονογράφησε εκκλησίες της Αθήνας, που σήμερα θεωρούνται μνημεία της βυζαντινής αγιογράφησης, συντήρησε τις τοιχογραφίες του Μυστρά και εξέδωσε το βιβλίο «Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας», έργο ιστορικής σημασίας για τη διατήρηση της βυζαντινής αγιογραφίας.
Σημαντικό ρόλο στο έργο του διαδραμάτισε η θρησκεία, με τον ίδιον να επανέρχεται ξανά και ξανά στα θεμελιώδη ζητήματα της ορθοδοξίας ως συστήματος πρακτικής πίστης και λατρείας, σύμφωνα με τις μνήμες της παιδικής ηλικίας του από τις αγροτικές κοινότητες.
Το γόνιμο λογοτεχνικό και ζωγραφικό έργο του Κόντογλου αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς νεότερούς του καλλιτέχνες. Κοντά του μαθήτευσαν μεγάλοι έλληνες ζωγράφοι, όπως ο Τσαρούχης και ο Εγγονόπουλος.
Με το βυζαντινοπρεπές και λαϊκότροπο ύφος του, ο πραγματικά καινοτόμος Κόντογλου κατάφερε να φτιάξει νέες φόρμες, να αναπλάσει δημιουργικά στοιχεία παραδοσιακής τέχνης σε έργα κοσμικού περιεχομένου, συντελώντας καθοριστικά στη στροφή της νεοελληνικής ζωγραφικής προς την ανακάλυψη των ζωγραφικών αλλά και πνευματικών αξιών της ελληνικής παράδοσης.
Παράλληλα, ο Κόντογλου υπήρξε προικισμένος συγγραφέας, λάτρης της ελληνικής φύσης και μέγας θαλασσογράφος. Για το σύνολο της προσφοράς του στα ελληνικά γράμματα και την τέχνη βραβεύτηκε από το κράτος και την Ακαδημία Αθηνών.
Ο Φώτης Κόντογλου πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 1965.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις