Μέση Ανατολή: Πώς επηρεάζει ο πόλεμος Ισραήλ – Χαμάς τον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη
Η εμπλοκή των ΗΠΑ σε άλλη μια σύγκρουση στη Μέση Ανατολή και η τυχόν αποδυνάμωση των συμμαχιών τους με τα αραβικά κράτη θα ήταν μια ευπρόσδεκτη εξέλιξη για τη Ρωσία και την Κίνα.
- «Ειρωνικός, σαρκαστικός, λες και έχει κάνει κατόρθωμα» - Σοκάρουν οι περιγραφές για τον αστυνομικό της Βουλής
- «Πνιγμός στα 30.000 πόδια» - Αεροπλάνο άρχισε να πλημμυρίζει εν ώρα πτήσης [Βίντεο]
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
- «Πρέπει να κάνουν δήλωση ότι σέβονται το πολίτευμα» - Οι όροι για να πάρουν την ιθαγένεια οι Γλύξμπουργκ
Η επίθεση της Χαμάς και η αντεπίθεση του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας, δεν επηρεάζουν την πορεία της σύγκρουσης μόνο σε τοπικό επίπεδο (στη φωτογραφία του Reuters, επάνω, ισραηλινοί βομβαρδισμοί στη Γάζα).
Ταυτόχρονα, φέρνουν τις αραβικές κυβερνήσεις στον Κόλπο σε δύσκολη θέση, δυσχεραίνουν τις κινήσεις της Αιγύπτου, επαναφέρουν το Ιράν σε πορεία συνεννόησης και ελέγχου των ακραίων κινημάτων στην περιφέρεια, αναζωπυρώνουν τις φιλοδοξίες του Ταγίπ Ερντογάν να ηγηθεί του σουνιτικού Ισλάμ, υπονομεύουν την αμερικανική στρατηγική αποκλιμάκωσης στην περιοχή, και κατ’ επέκταση ανοίγουν την πόρτα για μεγαλύτερη εμπλοκή της Ρωσίας και της Κίνας στη Μέση Ανατολή.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθούσε να περιορίσει την εμπλοκή της στη Μέση Ανατολή
Τα τελευταία τρία χρόνια, η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθούσε να περιορίσει την εμπλοκή της στη Μέση Ανατολή με στόχο να επικεντρωθεί στην Κίνα, στο πλαίσιο της «στροφής προς την Ασία».
Προς αυτή την κατεύθυνση στις 16 Σεπτεμβρίου 2021 οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν στρατηγική συμφωνία (AUKUS) εναντίον της Κίνας σε συνεργασία με τη Βρετανία και την Αυστραλία, με την τελευταία ν’ ανακοινώνει ότι θ’ αποκτήσει για πρώτη φορά πυρηνικά υποβρύχια, γράφει σε ανάλυσή του το politis.com.cy.
Σε δεύτερη φάση, οι ΗΠΑ κινήθηκαν στη Μέση Ανατολή ελπίζοντας να κατευνάσουν τις εντάσεις στην περιοχή, διευκολύνοντας την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ και την αποκλιμάκωση των σχέσεων με το Ιράν.
Ηλπιζαν με αυτό τον τρόπο ν’ αμφισβητήσουν την κινεζική επιρροή και να ενισχύσουν εκείνη της Ινδίας με τη δημιουργία ενός οικονομικού διαδρόμου που θα συνέδεε την Ινδία, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη.
Προς αυτή την κατεύθυνση όλοι θυμούνται στις 4 Σεπτεμβρίου 2023 την πρόταση Μητσοτάκη, κατά τη διάρκεια της Τριμερούς στη Λευκωσία με Κύπρο και Ισραήλ, για πρόσκληση στην επόμενη συνάντηση του πρωθυπουργού της Ινδίας, κάτι που έγινε άμεσα αποδεκτό.
Ποιος είναι ακριβώς ο στόχος; Ν’ αποτραπεί η πρωτοβουλία Belt and Road της Κίνας διά της δημιουργίας δύο εμπορικών διαδρόμων της Ινδίας: έναν ανατολικό, ο οποίος θα συνδέει ην Ινδία με τα αραβικά κράτη του Κόλπου, και έναν βόρειο, ο οποίος θα συνδέει τα κράτη του Κόλπου με την Ευρώπη μέσω της Ιορδανίας και του Ισραήλ.
Αλλαγή πλεύσης από ΗΠΑ
Αρχικά η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και πρόσφατα η επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ, έβαλαν ένα απότομο τέλος σ’ αυτά τα σχέδια:
* Πρώτον, πάγωσε ουσιαστικά τη διαδικασία εξομάλυνσης μεταξύ του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, ματαιώνοντας τη σύναψη μιας περιφερειακής συμφωνίας ασφαλείας.
* Δεύτερον, οι επιθέσεις ανάγκασαν επίσης τις ΗΠΑ ν’ αντιστρέψουν την πολιτική της μειωμένης στρατιωτικής παρουσίας τους στην περιοχή, διατάσσοντας τη μεγαλύτερη στρατιωτική ενίσχυση μετά τον πόλεμο κατά του ISIL.
Το Πεντάγωνο ανέπτυξε ένα αεροπλανοφόρο στην Ανατολική Μεσόγειο, στην περιοχή αναμένεται ακόμα ένα, ενώ ένα τρίτο στάλθηκε στον Κόλπο. Μαζί διαθέτουν περισσότερα από 100 αεροσκάφη με δυνατότητες επίθεσης, καθώς και καταδρομικά, αντιτορπιλικά και υποβρύχια εξοπλισμένα με πυραύλους Tomahawk. Η Ουάσιγκτον λέει ότι αυτή η ενίσχυση γίνεται για ν’ αποτρέψει ένα τρίτο μέρος ν’ ανοίξει ένα άλλο μέτωπο εναντίον του Ισραήλ.
* Τρίτον, οι προσπάθειες των ΗΠΑ για αποκλιμάκωση της έντασης με το Ιράν έχουν επίσης τερματιστεί. Μόλις πριν ένα μήνα, οι δύο χώρες κατέληξαν σε συμφωνία για την ανταλλαγή κρατουμένων και την αποδέσμευση παγωμένων ιρανικών περιουσιακών στοιχείων αξίας 6 δισ. δολαρίων. Υπήρχε η ελπίδα ότι η συμφωνία θα ενθάρρυνε το Ιράν να συγκρατήσει τις πολιτοφυλακές του στη Συρία και στο Ιράκ από το να εξαπολύσουν περαιτέρω επιθέσεις κατά των αμερικανικών δυνάμεων.
Το Ιράν απειλεί…
Οι εξελίξεις της 7ης Οκτωβρίου βέβαια κατέδειξαν ότι η συμφωνία αυτή δεν άντεξε, αφού διάφορες φιλοϊρανικές ομάδες στη Συρία και το Ιράκ εξαπέλυσαν επιθέσεις σε αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις, τραυματίζοντας αμερικανικό προσωπικό. Οι Αμερικανοί ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι δυνάμεις τους στη βόρεια Ερυθρά Θάλασσα αναχαίτισαν μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους που εκτοξεύτηκαν από τους Χούτι στην Υεμένη. Το Ιράν, εν ολίγοις, επανήλθε στις αρχικές ακραίες θέσεις του.
Αυτό που γίνεται πλέον εμφανές μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου, αναφέρει σε ανάλυσή του στην «Guardian» o Patrick Wintour, «είναι ο στόχος του Ιράν να απονομιμοποιήσει κάθε προσπάθεια συνέργειας και να καταστήσει σχεδόν αδύνατο για τη Σαουδική Αραβία να συνάψει συμφωνία με το Ισραήλ».
Η ηγεσία της Ισλαμικής Δημοκρατίας δεν διστάζει ακόμα και ν’ απειλεί. Σε πρόσφατη ομιλία του, ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, ο Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, έστειλε μια ελάχιστα διπλωματική προειδοποίηση στο Ριάντ, λέγοντας ότι οποιοδήποτε κράτος του Κόλπου υποστηρίζει τις ΗΠΑ, υποστηρίζει λάθος άλογο.
…αλλά κινείται προσεκτικά
«Η οριστική θέση της Ισλαμικής Δημοκρατίας είναι ότι οι κυβερνήσεις που δίνουν προτεραιότητα στο στοίχημα της εξομάλυνσης με το σιωνιστικό καθεστώς θα υποστούν απώλειες», είπε σε δηλώσεις του που μεταδόθηκαν από τα κρατικά και ημιεπίσημα μέσα ενημέρωσης του Ιράν.
Από την άλλη, δεν φαίνεται να θέλει να οδηγήσει την αντιπαράθεση στα άκρα και αρνείται συνεχώς κάθε ανάμειξη στην επίθεση της Χαμάς. Ορισμένοι ανέμεναν την Παρασκευή από τον επικεφαλής της Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλα, να κηρύξει τον πόλεμο στο Ισραήλ. Δεν έκανε, ωστόσο, το βήμα που περίμεναν.
Αυτό μάλλον δείχνει ότι η Τεχεράνη κινείται προσεκτικά, προσπαθώντας να μην παρασυρθεί σε άμεση αντιπαράθεση με το Τελ Αβίβ ή τη σύμμαχό του Ουάσιγκτον, ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζει τη Χαμάς. Αντιμετωπίζει, λοιπόν, μια δύσκολη επιλογή μεταξύ τού να μείνει άπραγη και να παρακολουθεί την ισλαμιστική οργάνωση να αποδυναμώνεται και να εξαλείφεται από το Ισραήλ ή να ενθαρρύνει τη Χεζμπολάχ που εδρεύει στον Λίβανο, να μπει στη μάχη και να ασκήσει πίεση στις ισραηλινές δυνάμεις από τον βορρά.
Τόσο το Ισραήλ όσο και οι ΗΠΑ προειδοποίησαν ότι η Χεζμπολάχ θα αντιμετώπιζε τρομερές συνέπειες αν επιτίθετο. Εχοντας εξασφαλίσει την πλήρη υποστήριξη των ΗΠΑ, το Ισραήλ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτή την ευκαιρία για να επιτεθεί στη λιβανέζικη ομάδα. Αυτό θα αποσταθεροποιούσε σίγουρα τον Λίβανο, κάτι που δεν είναι προς το συμφέρον του Ιράν.
Αραβικά διλήμματα
Η επίθεση της Χαμάς και ο ισραηλινός πόλεμος στη Γάζα είναι σαφές ότι έχουν φέρει τις περιφερειακές κυβερνήσεις σε δύσκολη θέση. Από τη μία πλευρά, οι ΗΠΑ πιέζουν τους άραβες συμμάχους τους – αρκετοί από τους οποίους είχαν εξομαλύνει τις σχέσεις τους με το Ισραήλ – να καταδικάσουν τη Χαμάς. Μόνο τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν εξέδωσαν τέτοιες δηλώσεις.
Σε αυτό δεν βοηθούν οι αδιάκριτες δολοφονίες παλαιστίνιων αμάχων από το Ισραήλ που έχουν εξοργίσει την αραβική κοινή γνώμη και έχουν επίσης ασκήσει πίεση στις αραβικές κυβερνήσεις ν’ αναλάβουν δράση σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους Παλαιστίνιους. Υπάρχουν ήδη ενδείξεις ότι υπό το βάρος της κοινής γνώμης οι άραβες ηγέτες εξωθούνται να εναντιωθούν στις επιθυμίες των ΗΠΑ.
Από την άλλη, η Σαουδική Αραβία, η οικονομία της οποίας αναμένεται να συρρικνωθεί φέτος σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα λόγω της μείωσης της παραγωγής πετρελαίου, αναζητά απεγνωσμένα ξένες επενδύσεις, και προς αυτή την κατεύθυνση επεδίωξε πρόσβαση στην τεχνογνωσία του Ισραήλ.
Ο εμπορικές συναλλαγές των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων με το Ισραήλ διπλασιάστηκαν σε 2,56 δισ. δολάρια το 2022 μετά τη σύναψη συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου με τη χώρα.
Ομως, το Ριάντ, μέλος πλέον της αυξανόμενης τάσης της διπλωματικής συναλλαγής, θέλει επίσης νέες αμερικανικές αμυντικές εγγυήσεις, παρόμοιες αν όχι καλύτερες μ’ εκείνες που δόθηκαν στο Μπαχρέιν τον Σεπτέμβριο.
Προσπάθεια κατευνασμού
Χρειάζεται εν ολίγοις κάτι χειροπιαστό για να διατηρηθεί στην πορεία εξομάλυνσης των σχέσεών του με το Ισραήλ, και προς αυτή την κατεύθυνση ο Αντονι Μπλίνκεν, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, συζητά συνεχώς τα θέματα αυτά, στο πλαίσιο δύο περιοδειών στην περιοχή τον τελευταίο μήνα, με τον πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν.
Το προηγούμενο Σάββατο 4 Νοεμβρίου, ο Μπλίνκεν είχε συνάντηση στο Αμάν της Ιορδανίας με 5 υπουργούς Εξωτερικών αραβικών χωρών με αντικείμενο την κρίση στη Γάζα, σε μια προσπάθεια κατευνασμού των αντιδράσεων.
Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ πάντως, στις 24 Οκτωβρίου, για την κατάσταση στη Γάζα, οι υπουργοί Εξωτερικών της Αιγύπτου, της Ιορδανίας και της Σαουδικής Αραβίας – όλοι στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ – καταδίκασαν έντονα το Ισραήλ και ζήτησαν άμεση κατάπαυση του πυρός.
Μια ημέρα αργότερα, τα ΗΑΕ, μαζί με την Κίνα και τη Ρωσία άσκησαν βέτο σε ψήφισμα των ΗΠΑ που δεν ζητούσε παύση των μαχών.
Προς το παρόν, οι φιλοαμερικανικές αραβικές κυβερνήσεις καταφεύγουν σε έντονη ρητορική για να καταπνίξουν τη δημόσια οργή. Αλλά, αν το Ισραήλ συνεχίσει τις φονικές επιθέσεις του στη Γάζα, τα λόγια δεν θα είναι αρκετά – θα πρέπει τα αραβικά κράτη ν’ αναλάβουν δράση ανατρέποντας την εξομάλυνση με το Ισραήλ, κάτι που θα μπορούσε να εξοργίσει τις ΗΠΑ.
Εξοργισμένο το αραβικό κοινό
Από την άλλη, η έλλειψη δράσης από τους άραβες ηγέτες για την προστασία των Παλαιστινίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα νέο κύμα περιφερειακής αστάθειας. Το αραβικό κοινό είναι ήδη εξοργισμένο από τις αποτυχημένες οικονομικές πολιτικές και η αδιάκριτη δολοφονία των Παλαιστινίων θα το εξοργίσει ακόμη περισσότερο.
Για άλλη μια φορά, η υποστήριξη των ΗΠΑ στις ισραηλινές επιθέσεις στη Γάζα υπονομεύει τα αραβικά καθεστώτα που υποστηρίζει, ιδιαίτερα αν η αντιπαράθεση τραβήξει σε βάθος χρόνου.
Οσο κι αν ακούγεται κυνικό, όσο πιο γρήγορα το Ισραήλ ολοκληρώσει την επιχείρηση ελέγχου της Γάζας, τόσο πιο σύντομα θα επέλθει ηρεμία στις πρωτεύουσες των αραβικών κρατών.
Είναι σαφές ότι κανένα κράτος δεν υποστηρίζει τη Χαμάς. Ούτε η Αίγυπτος, ούτε η Ιορδανία, ούτε τα Εμιράτα, ούτε καν η Παλαιστινιακή Αρχή.
Το πρόβλημα για τις ελίτ στις χώρες αυτές είναι ότι η παλαιστινιακή ισλαμιστική οργάνωση έχει καταφέρει να κερδίσει μεγάλα ποσοστά μεταξύ των νέων Αράβων, οι οποίοι, πέρα από το Ισραήλ, βλέπουν τις ΗΠΑ να στηρίζουν τα βασιλικά και δικτατορικά καθεστώτα που διοικούν τις χώρες όπου ζουν.
Το πρόβλημα εν ολίγοις είναι οικονομικό, κοινωνικό και κατ’ επέκταση πολιτικό. Οπως όλοι έχουμε αντιληφθεί από τη λεγόμενη πολιτική άνοιξη στον Αραβικό Κόσμο, στην εξουσία δεν έρχονται προοδευτικοί και φιλελεύθεροι Αραβες αλλά αγράμματοι μουλάδες που διαστρεβλώνουν το Κοράνι για να δικαιολογήσουν την τζιχαντιστική ισλαμιστική διδακτορία που πρεσβεύουν.
Το όνειρα του Ερντογάν
Η Αγκυρα, παραδοσιακά ως μέλος του ΝΑΤΟ και ταυτόχρονα μέρος του Αραβικού Κόσμου, μπορούσε να διαδραματίσει ρόλο σε κάθε αραβοϊσραηλινή κρίση. Επί διακυβέρνησης Ταγίπ Ερντογάν η Τουρκία φαίνεται ν’ αποφεύγει να τηρεί παρόμοιες ισορροπίες, στηρίζοντας ανοικτά τη Χαμάς.
Ο ισλαμιστής Ερντογάν ονειρεύεται για τον εαυτό του την ηγεσία του Σουνιτικού Ισλαμιστικού Κόσμου, χωρίς κατ’ ανάγκη να θέλει ολική ρήξη στη σχέση του με τη Δύση.
Θεωρεί την Τουρκία ως ένα κράτος κομβικής σημασίας για την περιοχή, ως μια τοπική υπερδύναμη σταθερότητας στις παρυφές της Ευρώπης και της Ασίας, η οποία μπορεί και πρέπει να συνδιαλέγεται ως ισότιμος εταίρος με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την ΕΕ και την Κίνα.
Το πρόβλημα με την Τουρκία είναι ότι μέχρι στιγμής αποτυγχάνει να εμφανίζεται ως δύναμη σταθερότητας, έχοντας εισβάλει στην Κύπρο, τη Συρία, το Ιράκ και εμπλεκόμενη σε άλλες περιφερειακές κρίσεις, όπως στη Λιβύη και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, χωρίς να λείπουν και οι συνεχείς απειλές κατά της Ελλάδας στο Αιγαίο. Με αποτέλεσμα να την εμπιστεύονται ελάχιστοι παίκτες στην περιοχή αλλά και παγκόσμια.
Υπολογισμοί Κίνας και Ρωσίας
Οι ΗΠΑ επιστρέφουν στην περιοχή και ρισκάρουν. Η εμπλοκή τους σε άλλη μια σύγκρουση στη Μέση Ανατολή και η τυχόν αποδυνάμωση των συμμαχιών τους με τα αραβικά κράτη θα ήταν μια ευπρόσδεκτη εξέλιξη για τη Μόσχα και το Πεκίνο.
Και οι δύο χώρες επωφελήθηκαν από τις αιματηρές επεμβάσεις της Ουάσιγκτον στην ευρύτερη Μέση Ανατολή τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» υπό την ηγεσία των ΗΠΑ έπληξε το κύρος τους στην περιοχή, ενθαρρύνοντας τις θετικές αντιλήψεις για τη Ρωσία και την Κίνα μεταξύ των μουσουλμανικών εθνών. Κράτησε επίσης τις ΗΠΑ απασχολημένες στη Μέση Ανατολή, δίνοντας χώρο στις δύο μεγάλες δυνάμεις να εδραιώσουν την επιρροή τους στις γειτονιές τους.
Η Ρωσία και η Κίνα άρχισαν να αισθάνονται την πίεση των ΗΠΑ μόνο αφότου αποσύρθηκαν από την ευρύτερη Μέση Ανατολή, ενέργεια που τους επέτρεψε να πραγματοποιήσουν μια «στροφή προς την Ασία» και να επικεντρωθούν περισσότερο στη συμμαχία τους με το ΝΑΤΟ. Αυτό μπορεί τώρα ν’ αλλάξει, καθώς οι ΗΠΑ σύρονται και πάλι στην περιοχή από την οποία ήθελαν τόσο πολύ ν’ απεμπλακούν.
Η στρατιωτική ενίσχυση των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, η μεγαλύτερη βοήθεια για τον ισραηλινό στρατό και το αμερικανικό διπλωματικό σώμα που επικεντρώνεται στην ισραηλινή υποστήριξη, σημαίνουν ότι υπάρχουν λιγότεροι στρατιωτικοί, οικονομικοί και διπλωματικοί πόροι διαθέσιμοι για να βοηθήσουν την πολεμική προσπάθεια στην Ουκρανία και να υποστηρίξουν τους συμμάχους στην Ασία που προσπαθούν να αντισταθούν στην κινεζική πίεση.
Μηνύματα στο Ισραήλ
Η επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου κατά του Ισραήλ προκάλεσε αλλαγή της δυναμικής στη Μέση Ανατολή. Η έκταση αυτής της μετατόπισης, αναφέρει σε ανάλυσή του ο Marwan Kabalan, διευθυντής πολιτικής ανάλυσης στο Αραβικό Κέντρο Ερευνας, «θα καθοριστεί από την ικανότητα και την προθυμία των ΗΠΑ να χαλιναγωγήσουν το Ισραήλ».
Ο αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν τις τελευταίες μέρες δεν κρύβει τη διάθεσή του να στείλει – παράλληλα με την καταδίκη της Χαμάς – μηνύματα και στο Ισραήλ. Κάνοντας νύξεις ακόμα και για διαδοχή του Νετανιάχου, ο οποίος δεν χαίρει εκτίμησης ούτε στο εσωτερικό της χώρας, ούτε στο εξωτερικό.
Οι ικανότητες πολιτικής επιβίωσης του Νετανιάχου είναι γνωστές, αλλά θα είναι δύσκολο ν’ αποφύγει την ευθύνη για ένα τόσο αυτονόητο φιάσκο των μυστικών υπηρεσιών στις 7 Οκτωβρίου. Η Γκόλντα Μέιρ έφυγε από την πρωθυπουργία έξι μήνες μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, δίνοντας τη θέση της στον Μεναχέμ Μπέγκιν και τελικά στη συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ με τον Αιγύπτιο Ανουάρ Σαντάτ το 1978.
Αυτή τη στιγμή, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την επανάληψη μιας τόσο αισιόδοξης αλυσίδας γεγονότων. Ακόμα κι αν το Ισραήλ εξαφανίσει από τον χάρτη τη Χαμάς, είναι σχεδόν αδύνατο να εξευρεθεί ένα νέο status quo με τον Νετανιάχου στο τιμόνι.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις