Εκ πρώτης όψεως, η Αργεντινή βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σκληρή επιλογή ενόψει του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών της στις 19 Νοεμβρίου.

Ο Sergio Massa, ο σημερινός υπουργός Οικονομικών, η κυβέρνηση του οποίου ηγείται -εν μέσω πληθωρισμού της τάξης του 138%- και ενός παράξενου συστήματος διαφόρων επίσημων συναλλαγματικών ισοτιμιών, αντιμετωπίζει τον Javier Milei.

Ο κ. Milei είναι ένας φιλελεύθερος που λέει ότι θέλει να γκρεμίσει το σύστημα, δανειζόμενος ιδέες από τον Friedrich Hayek, τον Milton Friedman και άλλους οικονομολόγους της ελεύθερης αγοράς, σύμφωνα με δημοσίευμα του Economist.

Ωστόσο, όποιος και αν κερδίσει, οι μεταρρυθμιστές Αργεντινοί αμφιβάλλουν για το αν η χώρα θα αλλάξει πραγματικά. Κατά πάσα πιθανότητα, ο κ. Massa θα διπλασιάσει το «τύπωμα» χρήματος, ενώ ελάχιστα ενδιαφέρεται να διαλύσει το σύστημα πελατειακών σχέσεων που καθιστά αδύνατη τη βιώσιμη ανάπτυξη. Ο κ. Milei, αντίθετα, θα έχει μικρή υποστήριξη μέσα στο Κογκρέσο. Δεν έχει καμία εμπειρία στην εφαρμοσμένη πολιτική. Πολλοί από τους οικονομολόγους με έντονο προσανατολισμό στην αγορά που συμπαθούν τον κ. Milei -ακόμη και αυτοί που τον συμβουλεύουν – έχουν εντυπωσιακά ασαφείς ιδέες για το τι πρέπει να κάνει η Αργεντινή προκειμένου να βελτιώσει την οικονομία της. Η χώρα μοιάζει να έχει κολλήσει.

Ακραίο παράδειγμα

Η Αργεντινή αντιπροσωπεύει ένα ακραίο παράδειγμα μιας γενικότερης τάσης. Ο κόσμος έχει ξεχάσει πώς να κάνει μεταρρυθμίσεις. Το Economist ανέλυσε στοιχεία από το Ινστιτούτο Fraser, ένα think-tank της ελεύθερης αγοράς, το οποίο μετρά την “οικονομική ελευθερία” σε μια δεκαβάθμια κλίμακα. Όρισε ως “τολμηρή οικονομία” την περίπτωση που μια χώρα καταγράφει πρόοδο κατά 1,5 μονάδα ή περισσότερο -ένα τέταρτο της διαφοράς μεταξύ Ελβετίας και Βενεζουέλας- μέσα σε μια δεκαετία, υποδεικνύοντας έτσι ότι έχουν υλοποιηθεί φιλελευθεροποιητικές μεταρρυθμίσεις. Στη δεκαετία του 1980 και του 1990 αυτό ήταν σύνηθες φαινόμενο, καθώς οι χώρες που “ανήκαν” προηγουμένως στη Σοβιετική Ένωση άνοιξαν και πολλές από αυτές που θεωρούνταν μη μεταρρυθμίσιμες, όπως η Γκάνα και το Περού, απέδειξαν ότι ήταν πράγματι μεταρρυθμίσιμες. Οι πολιτικοί άλλαξαν τους κανόνες του εξωτερικού εμπορίου, ενίσχυσαν τις κεντρικές τράπεζες, μείωσαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και πούλησαν κρατικές επιχειρήσεις.

VIPS: Θα μπορέσουν να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στις BRICS;

Τα τελευταία χρόνια μόνο μια «χούφτα» χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Ουκρανίας, εφάρμοσαν μεταρρυθμίσεις. Και κατά τη δεκαετία έως το 2020 μόνο δύο χώρες, η Μιανμάρ και το Ιράκ, βελτιώθηκαν κατά περισσότερο από 1,5 μονάδα. Την ίδια χρονιά μια εργασία από οικονομολόγους των πανεπιστημίων Georgetown και Harvard, καθώς και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου,εξέτασε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και διαπίστωσε παρόμοια αποτελέσματα. Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 οι πολιτικοί σε όλο τον κόσμο εφάρμοσαν πολλές. Μέχρι τη δεκαετία του 2010 οι μεταρρυθμίσεις είχαν σταματήσει.

Απώλειες

Τα παράτολμα οικονομικά (daredevil economics) έχουν χάσει τη δημοτικότητά τους εν μέρει επειδή υπάρχει λιγότερη ανάγκη γι’ αυτά. Αν και τα τελευταία χρόνια οι οικονομίες έχουν γίνει λιγότερο φιλελεύθερες, η μέση οικονομία σήμερα είναι 30% πιο ελεύθερη από ό,τι ήταν το 1980, σύμφωνα με την ανάλυσή των στοιχείων του Ινστιτούτου Fraser. Υπάρχουν λιγότερες κρατικές εταιρείες, ενώ οι δασμοί είναι χαμηλότεροι. Ακόμη και στην Αργεντινή, οι τηλεπικοινωνίες και οι βιομηχανίες που απευθύνονται στους καταναλωτές είναι καλύτερες από ό,τι ήταν κάποτε.

Αλλά η παρακμή των παράτολμων οικονομικών αντανακλά επίσης μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η φιλελευθεροποίηση απέτυχε. Κατά τη λαϊκή αντίληψη, όροι όπως “σχέδιο αναδιάρθωσης” ή “θεραπεία σοκ” φέρνουν στο μυαλό εικόνες εξαθλίωσης στην Αφρική, δημιουργίας κρατών μαφίας στη Ρωσία και την Ουκρανία και παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Χιλή. Βιβλία όπως το “Η μεγάλη αυταπάτη” του Joseph Stiglitz (πρωτότυπος τίτλος στα αγγλικά: Globalization and Its Discontents), που εκδόθηκε το 2002, και το “Το δόγμα του σοκ” της Naomi Klein, το 2007, υποδαύλισαν την αντίθεση στην “συναίνεση της Ουάσινγκτον” υπέρ της ελεύθερης αγοράς. Στη Λατινική Αμερική ο όρος “νεοφιλελεύθερος” αποτελεί πλέον προσβλητικό όρο, ενώ αλλού χρησιμοποιείται σπάνια ως επιδοκιμασία. Πολλοί Αργεντινοί υποστηρίζουν ότι οι προσπάθειες της χώρας να απελευθερώσει την οικονομία της τη δεκαετία του 1990 προκάλεσαν μια τεράστια οικονομική κρίση το 2001.

Μικρότερο το ενδιαφέρον από ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα

Σήμερα, διεθνείς οργανισμοί όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα ενδιαφέρονται μάλλον λιγότερο από ό,τι κάποτε για τα παράτολμα οικονομικά. Σε μια έκδοση των “Παγκόσμιων Οικονομικών Προοπτικών” του που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 1993, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ανέφερε τη λέξη “μεταρρύθμιση” 139 φορές. Στην τελευταία έκδοσή του, που δημοσιεύτηκε ακριβώς 30 χρόνια αργότερα, η λέξη εμφανίζεται μόλις 35 φορές. Στις μέρες μας η Αμερική έχει φτιάξει ένα νέο consesus , το οποίο αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης, δίνει προτεραιότητα στα εγχώρια συμφέροντα έναντι των διεθνών και ευνοεί τις επιδοτήσεις μεγάλης κλίμακας προκειμένου να επιταχυνθεί η πράσινη μετάβαση και να επιστρέψει η παραγωγή στην χώρα. Οι υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς στην Αργεντινή τη δεκαετία του 1990 βασίστηκαν σε βαθιές σχέσεις με την Αμερική. Σήμερα υπάρχουν λιγότεροι τέτοιοι δεσμοί.

Σοκ

Ωστόσο, η άποψη ότι η παράτολμη οικονομία απέτυχε δε φαίνεται σωστή, ακόμη και αν τα σχέδια σε αυτή τη βάση προκάλεσαν «πόνο» βραχυπρόθεσμα. Κατά τη δεκαετία του 1990 οι τρεις χώρες της Βαλτικής απελευθέρωσαν τις τιμές και την αγορά εργασίας. Αυτό τους επέτρεψε να μεταπηδήσουν από μέλος της Σοβιετικής Ένωσης σε μέλος του ευρώ μέσα σε 25 χρόνια . Κατά τη δεκαετία του 2010 η Ελλάδα εφάρμοσε πολλές μεταρρυθμίσεις που απαιτούσαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και οι ευρωπαϊκές αρχές.

Οι εισερχόμενες άμεσες ξένες επενδύσεις είναι τώρα στα ύψη, και φέτος το ΑΕΠ της Ελλάδας αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 2,5%, όντας ένας από τους ισχυρότερους ρυθμούς στην Ευρώπη. Πριν από λίγο καιρό πολλοί υποστήριζαν ότι η Κίνα απέρριψε την παράτολμη οικονομία και τα κατάφερε. Η πρόσφατη οικονομική αδυναμία, εξαιτίας μιας αγοράς ακινήτων που βρίσκεται σε αναταραχή -υπό την ηγεσία του Σι Τζινπίνγκ- θέτει υπό αμφισβήτηση αυτή την άποψη.

Έρευνα

Πράγματι, ένας αυξανόμενος αριθμός ερευνών δείχνει ότι η παράτολμη οικονομία έχει επιτύχει σε μεγάλο βαθμό τους στόχους της. Μια εργασία του Antoni Estevadeordal του Georgetown Americas Institute και του Alan Taylor του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Davis μελετά την επίδραση της απελευθέρωσης των δασμών στα εισαγόμενα κεφαλαιουχικά και ενδιάμεσα αγαθά από τη δεκαετία του 1970 έως τη δεκαετία του 2000, διαπιστώνοντας ότι η πολιτική αυτή αυξάνει την ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά περίπου μία ποσοστιαία μονάδα. Δέκα χρόνια μετά την έναρξη ενός “μεταρρυθμιστικού κύματος”, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι περίπου 6 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από ό,τι θα μπορούσε εύλογα να αναμένεται σε διαφορετική περίπτωση, σύμφωνα με έγγραφο που δημοσιεύθηκε το 2017 από οικονομολόγους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίοι ανέλυσαν 22 χώρες διαφορετικού εισοδηματικού επιπέδου από το 1961 έως το 2000.

Η Λατινική Αμερική

Εν τω μεταξύ, μια εργασία που δημοσιεύθηκε το 2021 από την Anusha Chari του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνα, Chapel Hill και τους Peter Blair Henry και Hector Reyes του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ διαπιστώνει θετικές επιπτώσεις από μια ευρεία ποικιλία μεταρρυθμίσεων στις αναδυόμενες αγορές, από τη σταθεροποίηση του υψηλού πληθωρισμού έως το άνοιγμα των κεφαλαιαγορών. Για παράδειγμα, η απελευθέρωση του εμπορίου τείνει να αυξάνει τον μέσο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ για μια δεκαετία κατά περισσότερες από 2,5 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως. Σε ένα άλλο έγγραφο, που επικεντρώνεται στη Λατινική Αμερική, ο Ilan Goldfajn, πρόεδρος της Διαμερικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης και οι συνάδελφοί του αναγνωρίζουν ότι η ανάπτυξη ήταν απογοητευτική, αλλά υποστηρίζουν ότι “χωρίς κάποιο τμήμα των πολιτικών του consensus της Ουάσιγκτον, θα ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να επιτευχθεί μακροοικονομική σταθερότητα και να ανακτηθεί η πρόσβαση στην εξωτερική χρηματοδότηση στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990”. Άλλες έρευνες διαπίστωσαν ταχύτερη ανάπτυξη στην Αφρική από το 2000 και μετά μεταξύ των μεταρρυθμιστριών χωρών.

Το παράδειγμα της Ουκρανίας

Στα περισσότερα μέρη όπου οι μεταρρυθμίσεις φαίνεται να αποτυγχάνουν, το πρόβλημα ήταν η έλλειψη προσήλωσης. Για παράδειγμα, η Ουκρανία, όπου ακόμη και πριν από την πανδημία και την εισβολή της Ρωσίας το ΑΕΠ ανά άτομο ήταν χαμηλότερο από ό,τι όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν σαφές ότι η κυβέρνηση δεν έπαιρνε στα σοβαρά τα παράτολμα οικονομικά. Ένα σημείωμα που γράφτηκε για την Παγκόσμια Τράπεζα το 1993 από τους Simon Johnson και Oleg Ustenko, δύο οικονομολόγους, σημείωνε ότι “μόνο ένα πιο σκληρό και ριζοσπαστικό σύνολο πολιτικών μπορεί να αποτρέψει τον υπερπληθωρισμό, αλλά κανένας πολιτικός ηγέτης δεν φαίνεται πρόθυμος να υιοθετήσει αυτά τα μέτρα”. Αυτό που κατέστρεψε την Αργεντινή το 2001 δεν ήταν τα παράτολμα οικονομικά, όπως κοινώς θεωρείται. Ήταν τα επίμονα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα.

Πηγή: ΟΤ