Σαρλ ντε Γκωλ: Πώς σκεφτόταν και τι έλεγε τις μέρες του Γαλλικού Μάη
Συμβαίνει να διασταυρώνονται οι πατεράδες με τη νεότητά τους στους δρόμους και να μην την αναγνωρίζουν στα μάτια των γιων τους
Σ’ όλη τη διάρκεια της «θητείας» του σ’ αυτόν τον κόσμο, οι «κουβέντες του Στρατηγού» έθρεψαν τον γκωλικό θρύλο. Υπεροπτικές αλλά και καλοκάγαθες, βάναυσες αλλά και τρυφερές, ρεαλιστικές αλλά και όλο φινέτσα, οι «κουβέντες του Στρατηγού» αντλούν τη γοητεία τους απ’ την κεραυνοβόλο συνάντηση ανάμεσα στο μεγαλείο και το καθημερινό. Στη διάρκεια μιας φράσεως ο θεός που κατέβηκε απ’ τον Όλυμπο έρχεται να μιλήση στους ανθρώπους την ίδια τους τη γλώσσα.
Από την εποχή που ο Ντε Γκωλ αποσύρθηκε απ’ την πολιτική κι’ απ’ τη μέρα του θανάτου του, ο θρίαμβος των «Απομνημονευμάτων ελπίδος», η δημοσίευση των περίφημων διαλόγων με τον Αντρέ Μαλρώ, το πλήθος των ρεπορτάζ, αναμνήσεων και βιογραφιών επέτρεψαν τη μελέτη όλων των γκωλικών πράξεων. Όλων πλην μιας: έλειπε ένα απάνθισμα απ’ τις «τελευταίες κουβέντες» που είπε ο Σαρλ ντε Γκωλ στα τέλη της μακράς βασιλείας του, κουβέντες πικραμένες ή σαρκαστικές, θλιμμένες ή τρυφερές, που οι πιστοί στη μνήμη του επαναλαμβάνουν μεταξύ τους. «Το απάνθισμα αυτό», εξηγεί ο Φρεντερίκ Μπαρέρ, «δεν αποτελεί βλάσφημο πράξη. Γελώντας με τον Ντε Γκωλ, αυτόν πάλι θυμάσαι».
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.9.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Τη νύχτα της 10ης προς την 11η Μαΐου του 1968 το Παρίσι γεμίζει οδοφράγματα. Ο Περφίτ (σ.σ. ο Alain Peyrefitte, εκ των εμπίστων του Ντε Γκωλ), υπουργός τότε της Εθνικής Παιδείας, τρέχει στο μέγαρο των Ηλυσίων.
— Στρατηγέ μου, έχουμε πόλεμο!
Ο Ντε Γκωλ αντιδρά με σφοδρότητα:
— Όχι, Περφίτ. Τον πόλεμο τον ξέρω καλά. Δεν είναι καμμιά συμπλοκή μεταξύ μαθητών.
Και μετά, σε τόνο εμπιστευτικό και φιλικό:
— Κι’ αυτό μεταξύ μας, Περφίτ: ο πόλεμος είναι πρώτα-πρώτα κάτι το πολύ πιο διασκεδαστικό.
Τα ξημερώματα της 11ης Μαΐου, ενώ τα οδοφράγματα ακόμα καπνίζουν και κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τα όσα μπορεί να επακολουθήσουν, ο Στρατηγός, προς μεγάλη απορία του περιβάλλοντός του, δείχνει ένα είδος αδιαφορίας για την κατάσταση.
—Ε λοιπόν, ναι, ομολογεί, αισθάνομαι ανία. Αυτές οι ταραχές είναι φτηνές: δεν ξυπνούν καμμιά νέα φιλοδοξία στον Ντε Γκωλ.
Την ίδια αυτή μέρα ο Λουί Ζοξ (σ.σ. ο Louis Joxe, τότε υπουργός Δικαιοσύνης), άσσος της διπλωματίας και υπ’ αριθμόν ένα εκπρόσωπος του καθεστώτος, σαν αναπληρωτής του Ζωρζ Πομπιντού (σ.σ. ο Georges Pompidou, τότε πρωθυπουργός της Γαλλίας), που λείπει σε επίσημη επίσκεψη στην Καμπούλ, κάνει τον απολογισμό των επιχειρήσεων της νύχτας, κατά τις οποίες τα οδοφράγματα εξουδετερώθηκαν ένα-ένα από την Αστυνομία.
Ο Ζοξ μιλάει με μαύρη καρδιά:
— Ήσαν παιδιά, Στρατηγέ μου…
— Και λοιπόν; κάνει ο Ντε Γκωλ θυμωμένος. Τους δώσατε ένα καλό ξύλο. Να μην έχετε καμμιά τύψη. Άλλος θα είχε σκοτώσει εκατό.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.9.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Πολλά παιδιά υπουργών βρίσκονται στα οδοφράγματα. Οι πατεράδες τους βρίσκονται σε μεγάλη αμηχανία. Ένας τους λέει καταντροπιασμένος:
— Με τον δικό μου, Στρατηγέ μου, δεν γίνεται τίποτα. Κακή φύτρα, όπως λένε… Να φαντασθήτε ότι ποτέ μου δεν τα κατάφερα να τον εγγράψω στην «ντεγκωλική νεολαία».
Ο Στρατηγός σηκώνει τους ώμους του:
— Ποιος σας μιλάει για «ντεγκωλική νεολαία», καϋμένε μου φίλε; Αν τον είχατε μεγαλώσει καλά, θα ήταν στην ηλικία του κομμουνιστής!
Στήνονται τα πρώτα οδοφράγματα σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων από το μέγαρο όπου έχει μόλις αρχίσει η διάσκεψη για το Βιετνάμ. Οι αντιπρόσωποι και των δύο παρατάξεων αναρωτιούνται: θα μπορέσουν να συνεχίσουν τις εργασίες τους στο Παρίσι με την κατάσταση που επικρατεί;
Ο Ντε Γκωλ, που το πληροφορείται, γίνεται θηρίο:
— Οι αχάριστοι! Κάναμε τα πάντα για το χατίρι τους! Τα πάντα! Αφού και μυρωδιά από μπαρούτι φροντίσαμε να τους εξασφαλίσωμε, για να θυμούνται ότι βρίσκονται εδώ για να βάλουν τέλος σ’ έναν πόλεμο.
Ο Ζωρζ Πομπιντού επιστρέφει από την Ανατολή, όπου τον είχε στείλει ο Στρατηγός. Στις 11 Μαΐου ο αρχηγός του κράτους δέχεται τον πρωθυπουργό του και του λέει παγερά:
— Επί τέλους, ήρθατε! Τέλος πάντων, κάθε φορά που η Γαλλία σάς χρειάζεται, βρίσκεστε στους άλλους.
Ορισμένοι υπουργοί, αντίθετα προς την άποψη που επικράτησε, είχαν προειδοποιήσει τον Στρατηγό για τον κίνδυνο:
— Τα σύννεφα μαζεύονται, του είχε πη συγκεκριμένα ένας απ’ αυτούς. Απειλείται τρομερή καταιγίδα. Ήδη ξέσπασε στη Γερμανία, στην Ιταλία…
Κι’ ο Ντε Γκωλ:
— Ξέρετε, είμαι ένας απ’ αυτούς που έχουν ήδη φάει πολλές βροχές…
Στις 12 Μαΐου ο υπουργός Εθνικής Παιδείας, Αλαίν Περφίτ, που δεν ενέκρινε την απόφαση του Ζωρζ Πομπιντού να ξανανοίξη τη Σορβόννη, υποβάλλει την παραίτησή του.
Ο Στρατηγός κρίνει τη χειρονομία αυτή δείγμα «επιπολαιότητος», αλλά και «υπεροψίας» συγχρόνως. Προσθέτει:
— Ξέρω γιατί φεύγει. Πάει να γράψη στη σοφίτα του. Τόβαλε γερά στο μυαλό του «να τα διηγηθή όλα αυτά». Θα κάτση να ζωγραφίση εικόνες που δεν τις είδε και να επαναλάβη κουβέντες που δεν τις άκουσε… Ευτυχώς όμως που, «όπως συνήθως», το μυθιστόρημά του δεν θα δη το φως της μέρας.
Η 13η Μαΐου, μοιραία ημερομηνία, πλησιάζει. Αναρχικοί και κομμουνισταί ενωμένοι προβλέπουν μαχητικές εκδηλώσεις. Είναι σωστό, υπ’ αυτούς τους όρους, να φύγη ο Στρατηγός στη Ρουμανία; Ο Ντε Γκωλ, μολονότι απαισιόδοξος από τη νύχτα των οδοφραγμάτων, καθησυχάζει όλον τον κόσμο ότι δεν πρόκειται να συμβή τίποτα.
Την άλλη μέρα, ωστόσο, τα κύματα των διαδηλωτών ξεχύνονται στους δρόμους με το σύνθημα «Δέκα χρόνια αρκούν!»
Ο Στρατηγός σηκώνει τους ώμους:
— Ούτε να μετρήσουν δεν ξέρουν. Είκοσι οκτώ χρόνια είναι που πήρα τα ηνία στα χέρια μου.
Η κατάσταση όσο πάει χειροτερεύει και το περιβάλλον του Ντε Γκωλ ανησυχεί. Όλοι τον ικετεύουν να ακυρώση το ταξίδι του στη Ρουμανία. Στις 14 Μαΐου ο υπουργός των Εσωτερικών, Κριστιάν Φουσέ (σ.σ. ο Christian Fouchet), επιμένει μια τελευταία φορά:
— Στρατηγέ μου, οι Γάλλοι δεν θα σας δικαιολογήσουν, που θα τους εγκαταλείψετε μια τέτοια στιγμή.
Κι’ ο Ντε Γκωλ:
— Θα φύγω, Φουσέ, θα φύγω… Όταν επιστρέψω, τότε θα μου μιλήσετε για τη Γαλλία. Στην απουσία μου θα είστε εσείς ο κηδεμόνας της. Θα μου δώσετε αναφορά για τις μωρίες αυτής της ορφανής…
Στις 17 Μαΐου, στην Κραϊόβα της Ρουμανίας, η ζέστη είναι αφόρητη. Το πρωί ο Στρατηγός πληροφορείται ότι στο Παρίσι οι ταραχές συνεχίζονται. Έχει την εντύπωση ότι «κάτι του κρύβουν». Δίπλα του, στη διάρκεια μιας λαογραφικής παραστάσεως, ο πρόεδρος Τσαουσέσκου και ο υπουργός του των Εξωτερικών κ. Μανέσκου δεν παύουν από το να εκθειάζουν συνέχεια «τις καρποφόρες ανταλλαγές μεταξύ Γαλλίας και Ρουμανίας».
Σε λίγο ο Στρατηγός δεν αντέχει άλλο. Στρέφεται στον Μανέσκου και του λέει έξαλλος:
— Αυτό είναι, αυτό είναι… Ας ανταλλάξουμε λοιπόν. Σας δίνω τους κοσμοχαλαστήδες μπουρζουάδες μου με τα κοντά πανταλονάκια και μου δίνετε τους κοστουμαρισμένους γεροεπαναστάτες σας.
Εξεγερθέντες και απεργοί είναι διηρημένοι. Η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών κλείνει την πόρτα των εργοστασίων στους φοιτητάς. Εδώ κι’ εκεί δημιουργούνται συγκρούσεις μεταξύ εργατών και αναρχικών.
Ο Ντε Γκωλ λέει στον υπουργό του των Εσωτερικών κ. Φουσέ:
— Έχομε και πάλι διχόνοια στις τάξεις του εχθρού. Αυτή τη φορά, όμως, δεν πρόκειται για κάστες ή εξοπλισμό. Συμβαίνει να διασταυρώνονται οι πατεράδες με τη νεότητά τους στους δρόμους και να μην την αναγνωρίζουν στα μάτια των γιων τους.
Η απεργία είχε γενικευθή. Στο Παρίσι, που απειλείται από τις λοιμώδεις ασθένειες, το πιο πεισματωμένο στις διεκδικήσεις του σωματείο είναι των σκουπιδιαραίων. Υπάρχει φόβος επιδημιών. Ίσως να έπρεπε να γίνη καμμιά παραχώρηση προς τους σκουπιδιαραίους… Μόνο σ’ αυτούς. «Όχι» απαντά ο Στρατηγός. Και προσθέτει:
— Κάποτε είπα ότι η πολιτική της Γαλλίας δεν γράφεται στο καλάθι των αχρήστων. Πολύ περισσότερο, στον σκουπιδοτενεκέ.
Πρέπει επειγόντως να μπη τέλος στις κοινωνικές διαφορές. Στις 20 Μαΐου ο Ζωρζ Πομπιντού αναθέτει στον νεαρό Ζακ Σιράκ (σ.σ. ο Jacques Chirac, μετέπειτα Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας και πρωθυπουργός της Γαλλίας) ν’ αναλάβη μυστικές διαπραγματεύσεις με τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών. Ο Ντε Γκωλ δεν πιστεύει στην επιτυχία αυτής της προσπάθειας. Λέει:
— Γελοίο! Σ’ αυτά τα θηρία έπρεπε να στέλνατε μια αλεπού. Στείλατε ένα λυκόπουλο. Θα το κάνουν μια χαψιά.
Ο Ζωρζ Πομπιντού, που έχει περάσει άγρυπνη νύχτα μαζί με τον Στρατηγό, φεύγει το πρωί από το μέγαρο των Ηλυσίων. Το βράδυ ο Ντε Γκωλ βλέπει τη σκηνή στην τηλεόραση και λέει, ανελέητος:
— Στο Λονδίνο δεν με έβλεπαν, αρκούσε όμως να με ακούσουν για να ξέρουν ότι το πρωί είχα ξυρισθή.
Τεχνικοί της ραδιοτηλεοράσεως, που πηγαίνουν στο μέγαρο των Ηλυσίων να ετοιμάσουν την ηχοληψία του μηνύματος του Ντε Γκωλ προς τον γαλλικό λαό της 24ης Μαΐου, ανακαλύπτουν, άθελά τους, τον Στρατηγό, που τον έχει μισοπάρει σ’ έναν καναπέ. Έχοντας συνείδηση του γοήτρου του ακόμα και στον ύπνο του, σε κλάσμα δευτερολέπτου ξυπνάει και πετιέται όρθιος:
— Κύριοι, θα σας παρακαλέσω να εξέλθετε. Ο κόσμος με αιφνιδίασε με γυρισμένη την πλάτη. Δεν πρόκειται ποτέ να με δη ξαπλωμένο. Και μια που τόφερε η κουβέντα, να συγκρατήσετε καλά τούτο εδώ: υποθέτω ότι δεν θα παρθή ποτέ φωτογραφία ο Ντε Γκωλ στο φέρετρό του.
*Δημοσίευμα του «Βήματος» αναφορικά με το βιβλίο του γάλλου δημοσιογράφου Φρεντερίκ Μπαρέρ (Frédéric Barreyre) για τον Σαρλ ντε Γκωλ, που έφερε τον τίτλο Les derniers mots du Général και είχε κυκλοφορήσει στο Παρίσι το 1971. Το εν λόγω άρθρο, υπό τον τίτλο «Τελευταίες κουβέντες» του Ντε Γκωλ, είχε δημοσιευτεί στο «Βήμα» στις 23 Σεπτεμβρίου 1971.
Κορυφαία πολιτική φυσιογνωμία της μεταπολεμικής Γαλλίας, ο Σαρλ ντε Γκωλ (Charles André Joseph Marie de Gaulle) υπήρξε ο αρχιτέκτονας της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας.
Ο διάσημος στρατιωτικός, πολιτικός και συγγραφέας γεννήθηκε στην πόλη Λιλ στις 22 Νοεμβρίου 1890 και απεβίωσε στο χωριό Κολομπέ-Λε-Ντεζ-Εγκλίζ στις 9 Νοεμβρίου 1970.
- Τραμπ και ελληνοτουρκικά – Τι πιστεύουν οι Έλληνες, ένας πρώην διπλωμάτης των ΗΠΑ και ένας πανεπιστημιακός
- Masdar: Με όχημα την ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ σχεδιάζει off shore αιολικά και φωτοβολταϊκά 6 GW σε Ελλάδα και Ισπανία
- Διαγραφή Σαμαρά: Κάνει ζυμώσεις για κόμμα – Όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά
- Μέσω ΑΣΕΠ οι προσλήψεις στη Δημοτική Αστυνομία
- Ο Φουκώ διαβάζει Χέγκελ
- Βατικανό: Μπορείτε να περιηγηθείτε ψηφιακά στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη